Του Θοδωρή Καλούδη Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες ο ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι διπλός: Ελέγχει «αξιωματικά» την κυβέρνηση και αποτελεί την εν δυνάμει εναλλακτική κυβερνητική πρόταση. Συνήθως η αξιωματική αντιπολίτευση (στα πολιτισμένα κράτη) έχει συγκροτημένη άποψη – ή έστω ένα σαφές πλαίσιο- για το πώς πρέπει να κυβερνηθεί η χώρα. Και με αυτή την έννοια, ασκεί κριτική ή πολεμική στην κυβέρνηση, διεκδικώντας την εξουσία. Παράλληλα όμως συμβάλλει στο νομοθετικό έργο, προωθώντας τη δική της άποψη για το καλό του τόπου και της κοινωνίας.
Στον τόπο μας, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, η αξιωματική αντιπολίτευση «έχει δει διαφορετικά» το έργο της. Πολύ πρόσφατα, το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου ηρνείτο να συνομιλήσει με τη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή, ακόμα και όταν ο τελευταίος πήρε χαμπάρι ότι το καράβι πάει στα βράχια και ζητούσε (την τελευταία στιγμή) συνεννόηση με την αξιωματική αντιπολίτευση. Ο Αντώνης Σαμαράς, στη συνέχεια, άφησε τον Γιώργο Παπανδρέου μόνο κι έρημο με το μουντζούρη στα χέρια κι άρχισε τα «Ζάππεια», με τις μαγικές του συνταγές της σωτηρίας του τόπου σε χρόνο ντε-τε (για να έρθει στην εξουσία και να διαπιστώσει ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως τα νόμιζε).
Ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα δίνει, στις μέρες μας, μια νέα διάσταση στο ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ενώ θεωρεί ότι αποτελεί «πλειοψηφικό ρεύμα», συμπεριφέρεται σαν κόμμα διαμαρτυρίας του 3%. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην εσωτερική αντιπαλότητα περί του πρακτέου, στη διαρκή αλλαγή θέσεων τόσο από την ηγεσία όσο και από τα στελέχη, λες και πρόκειται για μια στοά διαλόγου και προβληματισμού αριστερών γκρουπούσκουλων. Ούτε στη στρατηγική της καθολικής αντιπαράθεσης και της διαρκούς έντασης και αστάθειας που καλλιεργεί με κάθε τρόπο στην κοινωνία. Αναφέρομαι στην κοινοβουλευτική πρακτική του, που προδίδει έλλειψη κοινοβουλευτικής εμπειρίας,στρατηγικής και ψυχραιμίας, αλλά και πρόδηλο τακτικισμό φοιτητικών αμφιθεάτρων. Μια πρακτική που ματώνει την αξιοπιστία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποσταθεροποιώντας τους ψηφοφόρους του, αλλά και άλλους πολίτες που ενδεχομένως θα επιθυμούσαν να δοκιμάσουν ΣΥΡΙΖΑ.
Τα χθεσινά άσφαιρα και υψηλού ρίσκου πυρά του κ. Τσίπρα με την κατάθεση πρότασης μομφής πρώτα προσωπικά στον Γιάννη Στουρνάρα ( για … την οικονομική πολιτική της δικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου) και μετά στον πρόεδρο της Βουλής γιατί δεν έκανε δεκτή την άμεση συζήτηση της πρότασης, γιατί απλά αυτό ήταν εκτός κανονισμού της Βουλής, εξέθεσαν και τον ίδιο και τους επιτελείς του κόμματος που επιθυμεί να κυβερνήσει. [ Ο κ. Τσίπρας και οι σύμβουλοί του βρέθηκαν αιφνιδιασμένοι ενώπιον της πραγματικότητας του κανονισμού της Βουλής, ο οποίος ορίζει μεταξύ των άλλων ότι πρόταση δυσπιστίας δεν μπορεί να συζητηθεί κατά τη διάρκεια νομοθετικής διαδικασίας, παρά μόνον κατά τη διάρκεια εργασιών κοινοβουλευτικού ελέγχου].
Το κερασάκι στην τούρτα ήρθε όταν, προ του αδιεξόδου της , η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ αποχώρησε προσωρινά από τη συνεδρίαση για να περιοδεύσει στο Σύνταγμα, προκειμένου ο κ.Τσίπρας να απευθυνθεί σε συγκέντρωση εργαζομένων και του… ΠΑΜΕ, αντί να δώσει τη μάχη και να καταγράψει τις θέσεις του, προκειμένου «να πληροφορηθεί-όπως θέλει- ο λαός για τις μεθοδεύσεις και τους στόχους της κυβέρνησης», με τον πιό αυθεντικό και επίσημο τρόπο:τον κοινοβουλευτικό.
Ευτυχώς για το ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκαν ο Γιώργος Παπανδρέου (ως από μηχανής θεός) και ο γηραιός Απόστολος Κακλαμάνης και διέσωσαν, με τη στάση τους, τον κ.Τσίπρα, τραβώντας τα φώτα της δημοσιότητας, από την ανεπάρκεια της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στις αυτοκτονικές διαδικασίες του εναπομείναντος ΠΑΣΟΚ.