«Όλα αυτά σημαίνει ότι υπήρξαν προσπάθειες προσέγγισης. Δυστυχώς όμως
απέτυχαν και εξαιτίας λανθασμένων αποφάσεων, όπως τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ
προς ορισμένες χώρες της πρώην ανατολικής Ευρώπης. Αυτό εξηγεί και την
ακραία, αντιαμερικανική, επιθετική στάση της Ρωσίας σήμερα. Αυτό δεν
δικαιολογεί τη ρωσική δράση στην Κριμαία. Ήταν και παραμένει παραβίαση
του διεθνούς δικαίου. Μας βοηθά όμως να κατανοήσουμε γιατί η Ρωσία
αισθάνεται εξαπατημένη και πιεσμένη, αλλά και γιατί αξιοποιεί ακραία
μέσα για να διασφαλίσει τη σφαίρα επιρροής της».Ο πολιτικός επιστήμονας υπογραμμίζει ότι στο παρελθόν η Ρωσία προσπάθησε
να συνεργαστεί με τις χώρες της Δύσης και σε πολιτικο-οικονομικό
επίπεδο. Ως παράδειγμα αναφέρει τις συνομιλίες για το πυρηνικό πρόγραμμα
του Ιράν, στις οποίες η Μόσχα ήταν πάντα παρούσα.Την εκτίμηση ότι η αν και προσάρτηση της Κριμαίας, όντως, συνιστά
παράβαση του διεθνούς δικαίου αλλά ταυτόχρονα η Δύση δεν κατανοεί ορθά
την στάση της Ρωσίας, εκφράζει στην Deutsche Welle ο πολιτικός
επιστήμονας Γκέρχαρντ Μάνγκοτ.Για να κατανοήσει κανείς τη ρωσική στάση στην κρίση της Ουκρανίας, θα
πρέπει να ανατρέξει στην πρόσφατη ιστορία, εκτιμά ο κ. Μάνγκοτ ο οποίος
διδάσκει το πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ της Αυστρίας. Η Μόσχα, όπως
λέει, κατέβαλε τα τελευταία 20 χρόνια δυο προσπάθειες να προσεγγίσει τη
Δύση και κυρίως τις ΗΠΑ και να συνάψει μια νέα εταιρική σχέση.«Καταρχήν λίγο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν υπό τον
Μπόρις Γέλτσιν κυριαρχούσε ένας «ρομαντικός ατλαντισμός». Η δεύτερη φάση
αφορά τα πρώτα χρόνια της προεδρίας Πούτιν, δηλαδή μεταξύ 2000 και
2004. Όταν αναζητούσε μια σχέση συνεργασίας με τη Δύση, που να είναι
όμως ισότιμη. Και οι δυο προσπάθειες προσέγγισης απέτυχαν. Και αυτό
γιατί η Δύση δεν ήταν στην πραγματικότητα έτοιμη να αποδεχθεί την Ρωσία
σε μια νέα τάξη στο πεδίο της ασφάλειας», υποστηρίζει ο κ. Μάνγκοτ.
Παράλληλα ο ειδικός αναφέρεται σε συγκεκριμένα παραδείγματα που οδήγησαν σε ένα ρήγμα: η εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ, παρά τις αντιρρήσεις της Ρωσίας, το γεγονός ότι οι ΗΠΑ σύναψαν σχέσεις με τις κυβερνήσεις που ανέλαβαν μετά τις ανατροπές σε Γεωργία και Ουκρανία αλλά και το ότι προσπάθησαν να εγκαταστήσουν στρατιωτικές βάσεις στην κεντρική Ασία. Ή το ότι οι Αμερικανοί βοήθησαν τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης να εξάγουν ενέργεια, σπάζοντας έτσι το μονοπώλιο της Ρωσίας.
Από
την άλλη, όπως σημειώνει ο επιστήμονας, υπό τον Πούτιν η Ρωσία βοήθησε
τις ΗΠΑ στην επέμβαση στο Αφγανιστάν αλλά και στη δημιουργία
στρατιωτικών βάσεων σε χώρες όπως το Ουζμπεκιστάν και το Κιργιστάν.
Αυτές οι κινήσεις, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν ένα μήνυμα του Πούτιν ότι
ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί».
Παράλληλα ο ειδικός αναφέρεται σε συγκεκριμένα παραδείγματα που οδήγησαν σε ένα ρήγμα: η εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ, παρά τις αντιρρήσεις της Ρωσίας, το γεγονός ότι οι ΗΠΑ σύναψαν σχέσεις με τις κυβερνήσεις που ανέλαβαν μετά τις ανατροπές σε Γεωργία και Ουκρανία αλλά και το ότι προσπάθησαν να εγκαταστήσουν στρατιωτικές βάσεις στην κεντρική Ασία. Ή το ότι οι Αμερικανοί βοήθησαν τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης να εξάγουν ενέργεια, σπάζοντας έτσι το μονοπώλιο της Ρωσίας.
Ανεξάρτητα από το εάν η Δύση προσέβαλε πραγματικά τη Ρωσία, είναι
γεγονός ότι στην ίδια τη Ρωσία γίνεται έτσι αντιληπτό. Αισθάνονται ότι
εξαπατώνται, υπονομεύονται και αποδυναμώνονται από τη Δύση. Αυτό πρέπει
να λαμβάνεται υπόψη όταν διατυπώνεται η περαιτέρω πολιτική της Δύσης
έναντι της Ρωσίας».
Πηγή: Deutsche Welle
Πηγή: Deutsche Welle