Σπύρος Λίτσας Η άνοδος της Ακροδεξιάς απ’ άκρη σ’ άκρη της Ευρώπης, έκτος όλων
των άλλων αρνητικών που επιφέρει στις πολιτικοκοινωνικές υποθέσεις των
κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, λειτουργεί και ως ο μηχανισμός
παύσης οποιασδήποτε συζήτησης γύρω από τις δομικές αδυναμίες του
ευρωπαϊκού εγχειρήματος, εν όψει των επικείμενων ευρωεκλογών. Κι αυτό
είναι πάρα πολύ κακό. Ακόμα χειρότερο είναι όμως ότι ο υποτυπώδης
διάλογος που διεξάγεται στην επιφάνεια εμπεριέχει το πάντα απλουστευτικό
δίλημμα του είτε είσαι μαζί μας είτε όχι.Η Ευρώπη χάνει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να συζητήσει τα του
οίκου της με τη νηφαλιότητα και την ενδελέχεια που απαιτεί το όλο
εγχείρημα. Αντιθέτως, ο διάλογος εξαντλείται είτε σε ανεδαφικά ευχολόγια
είτε σε αναίτια αναθέματα. Ο «ευρωενθουσιασμός» από τη μια και ο
«ευρωσκεπτικισμός» από την άλλη πουλάνε, αφού σε μια πολιτική διαδικασία
τα μανιχαϊστικά διλήμματα έχουν μεγαλύτερη ανταπόκριση στον τρόπο που
σκέφτεται και αντιδρά η πλειονότητα. Την ίδια, όμως, στιγμή δεν έχουν
τίποτε να προσφέρουν στο πώς η Ενωση θα γίνει καλύτερη και με ποιους
τρόπους θα καταφέρει να ξεπεράσει τα δομικά προβλήματά της, ώστε να
μπορέσει να διατηρήσει την παρουσία της στο διεθνές δρώμενο.
Πολλοί ξεχνούν ότι η Ενωση δεν είναι, τίποτε περισσότερο αλλά και τίποτε λιγότερο, από μια συμμαχία κρατών σε εμπορικό και οικονομικό επίπεδο, με ένα κοινό νόμισμα που παράγει σειρά αλληλεξαρτήσεων και μια παράλληλη καμπύλη μονομερών εξαρτήσεων. Ο πολιτικός κλάδος της Ενωσης βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς αναμονής για το επόμενο βήμα, που ενέχει μεγάλα σημεία ασάφειας και μαξιμαλισμού, ενώ η στρατηγική προοπτική στον πυλώνα της παραγωγής δομών σκληρής ισχύος δείχνει ότι έχει τελματώσει στους δεδομένους εγγενείς περιορισμούς που θέτει το διεθνοπολιτικό παίγνιο.
Αν η Ευρώπη δεν καταφέρει να ξεπεράσει τις σημαντικές αποκλίσεις που παράγει το ενωσιακό πείραμα στις διάφορες γεωγραφικές ζώνες της γηραιάς ηπείρου, τότε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα θα λυγίσει από την πίεση της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών, την αποστασιοποίηση από τα εθνικά κοινοβούλια και από τον ανεδαφικό μαξιμαλισμό που εμπεριέχει η πρόταση των ευρω-φεντεραλιστών για τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
Ο διάλογος θα μπορούσε να εξελιχθεί μέσα από τη διάσταση του ευρω-ρεαλισμού. Να διερευνηθούν οι δυνατότητες της Ενωσης, οι προοπτικές της και ποια τα υπέρτερα συμμαχικά σύνολα που μπορούν να στηρίξουν μια σταθερότερη πορεία της στο διεθνές πεδίο. Να αποτελέσει σημείο πολιτικού και επιστημονικού διάλογου η επόμενη ημέρα της Ενωσης και κατά πού θα στρίψει το καράβι. Ποιες οι διαδικασίες ώστε να καταφέρει η Ενωση να ξεπεράσει τη βαθιά δημοσιονομική κρίση που την κατατρέχει; Θα συνεχίσει να διατηρεί την προσέγγιση της δημοσιονομικής αυστηρότητας ή θα περάσει σε συνταγές κεϊνσιανού χαρακτήρα, δίνοντας την ευκαιρία στις κοινωνίες του Νότου να σηκώσουν κεφάλι; Θα επιτρέψει, τέλος, στην de jure πραγμάτωση της Ευρώπης των δύο ταχυτήτων ή θα οδηγηθούμε σε μια de facto ανατροπή ενός τέτοιου δεδομένου και τι θα σημάνει ουσιαστικά αυτό για την ίδια την Ενωση αλλά και για τα κράτη που θα βρίσκονται στη δεύτερη ταχύτητα;
Η Ευρώπη είναι ένα ενδιαφέρον πολιτικό πείραμα. Ομως, όλα τα πειράματα αυτού του τύπου θα πρέπει να αναλυθούν, να βρεθούν τα σφάλματα και οι αδυναμίες και να διασταυρωθούν τα τελικά αποτελέσματα, ώστε να διαπιστωθεί η ορθότητά τους ή όχι. Η μονομέρεια και η υπεραπλούστευση δεν προσφέρουν το παραμικρό σε ένα τόσο περίπλοκο πολιτικό εγχείρημα. Οπως έχει αποδείξει πλειστάκις το ιστορικό δεδομένο, τα κλειστά πολιτικά σχήματα τα παρασύρει στο διάβα του ο καιρός ή οι εγκάρσιες κοινωνικοπολιτικές μεταβολές. Θα αποτελεί σπατάλη πολιτικού αποθέματος, αν η Ενωση καταρρεύσει επειδή κάνεις δεν ήθελε να της φωνάξει ότι «η βασίλισσα είναι γυμνή» ή γιατί η ίδια θεωρούσε ότι κανείς δεν θα προσέξει τη γύμνια της.
Σπύρος Λίτσας