Την ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο προτείνει το BLOOMBERG σε κύριο άρθρο του με τίτλο «Breaking Europe’s Russian Energy Habit»
κρίνοντας ανεπαρκή τα μέτρα που ανακοίνωσαν οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή
Ένωση κατά της Ρωσίας, μετά το ψευδο-δημοψήφισμα, όπως το χαρακτηρίζει,
στην Κριμαία.
Ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαδιμίρ Πούτιν, είναι πλέον βέβαιος για την προσάρτηση ουκρανικού κυρίαρχου εδάφους στη Ρωσία, ενώ οι ΗΠΑ και η ΕΕ δεν διαθέτουν ούτε τη βούληση, ούτε τα μέσα για να την αποτρέψουν. Το σημαντικότερο ερώτημα που ανακύπτει τώρα, σύμφωνα με το δημοσίευμα, είναι κατά πόσο μπορεί να τεθεί μια κόκκινη γραμμή στην Κριμαία και ποιο θα ήταν το τίμημα για τη Ρωσία εάν την καταπατούσε.
Η βραχυπρόθεσμη απάντηση της Δύσης προς τη Ρωσία βασίζεται σε κυρώσεις και διπλωματικές πιέσεις. Οι υπολογισμοί είναι αναπόφευκτα περίπλοκοι, καθώς, ιδιαίτερα η οικονομία της ΕΕ είναι ευρέως διασυνδεμένη με της Ρωσίας. Κακώς, γιατί στην περίπτωση που ο Πρόεδρος Πούτιν προσαρτήσει την Κριμαία η Ρωσία θα πρέπει να πληρώσει βαρύ τίμημα και η Ευρώπη βρίσκεται στην καλύτερη θέση για να το πετύχει. Διαφορετικά ο Πρόεδρος Πούτιν θα ενθαρρυνθεί να προχωρήσει παραπέρα.
Μακροπρόθεσμα ωστόσο, επισημαίνει μεταξύ άλλων το κύριο άρθρο, οι ΗΠΑ και η ΕΕ οφείλουν να αναθεωρήσουν ριζικά τις οικονομικές τους σχέσεις με τη Ρωσία, όχι τόσο για λόγους τιμωρίας, αλλά απλής σύνεσης. Στο πλαίσιο αυτό η ενεργειακή πολιτική είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη. Οι ευρωπαϊκές οικονομίες παραμένουν ιδιαίτερα εξαρτημένες από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η Ρωσία είναι ο κύριος προμηθευτής της ΕΕ σε φυσικό αέριο, καλύπτοντας περίπου το 30% της συνολικής κατανάλωσης. Στην Γερμανία, όπου οι διαδοχικές κυβερνήσεις ενίσχυσαν τις οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία το ποσοστό φθάνει στο 40%.
Ο Πρόεδρος Πούτιν καλλιέργησε την εν λόγω εξάρτηση. Η Γερμανία και η Ρωσία συνεργάστηκαν για την κατασκευή ενός αγωγού που συνδέει απευθείας τις δύο χώρες μέσω της Βαλτικής Θάλασσας, παρακάμπτοντας την Ουκρανία, ενώ πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει ευρέως, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στον ενεργειακό τομέα της Ρωσίας.
Το σπάσιμο αυτών των δεσμών δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εύκολα, χωρίς κόστος και άμεσα, αλλά έχει καθυστερήσει η υιοθέτηση μιας μακράς στρατηγικής απεξάρτησης από την ρωσική ενέργεια. Η στρατηγική αυτή περιλαμβάνει τέσσερα μέρη: μια ισχυρή διαπραγματευτική προσέγγιση για τις τρέχουσες προμήθειες φυσικού αερίου, νέες περιφερειακές πηγές τροφοδότησης φυσικού αερίου, νέες υποδομές που θα επιτρέπουν την μεταφορά και την διανομή υγροποιημένου φυσικού αερίου και εναλλακτικές πηγές ενέργειας.
Τα κράτη-μέλη της ΕΕ διαπραγματεύονται σήμερα διμερώς τις τιμές φυσικού αερίου με τη Ρωσία. Με αυτόν τον τρόπο οι ισχυρές χώρες πετυχαίνουν χαμηλότερες τιμές –ένα πλεονέκτημα που δεν θέλουν να χάσουν- ενώ η Ρωσία αυξάνει το ειδικό της βάρος στην αγορά με επιλεκτικές διακρίσεις σε βάρος των καταναλωτών της. Είναι θετική η ιδέα του Πολωνού Π/Θ, Donald Tusk, ο οποίος απευθυνόμενος στην Καγκελάριο Μέρκελ, ζήτησε, την προηγούμενη εβδομάδα, να υπάρχει κοινή διαπραγμάτευση για τις τιμές φυσικού αερίου, μεταξύ της ΕΕ και της Ρωσίας.
Σχετικά με τις νέες πηγές τροφοδότησης σημειώνεται ότι η περιοχή της Κασπίας Θάλασσας, της Κεντρικής Ασίας και της βόρειας Αφρικής μπορούν να εξάγουν πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από εκείνες που εξάγουν σήμερα. Θα χρειαστούν ωστόσο μεγάλες επενδύσεις, όπως σε αγωγούς, για να αξιοποιηθούν αυτές οι δυνατότητες. Είναι προς το συμφέρον των οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων της Ευρώπης να στηρίξει αυτές τις πρωτοβουλίες.
Τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη αύξησε τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, κυρίως από την βόρεια Αφρική, αλλά υπάρχει πολύ μεγαλύτερη προοπτική. Χάρη στην έκρηξη της παραγωγής σχιστολιθικού φυσικού αερίου οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην προμήθεια της Ευρώπης με υγροποιημένο φυσικό αέριο. Οι ΗΠΑ είναι σήμερα η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα φυσικού αερίου, αλλά οι εγκρίσεις για εξαγωγές είναι αργές και οι υποστηρικτικές εγκαταστάσεις ακριβές. Η Ευρώπη διαθέτει το δικό της σχιστολιθικό φυσικό αέριο, που θα μπορούσε να καλύψει την κατανάλωση 25 ετών, σύμφωνα με τα σημερινά ποσοστά κατανάλωσης, αλλά δεν έσπευσε να το αξιοποιήσει. Μια αμερικανικού τύπου εκμετάλλευση είναι ίσως δύσκολη, λόγω γεωλογικών προβλημάτων και της πυκνότητας του πληθυσμού, αλλά δεν υπάρχει δικαιολογία για τη μη αξιοποίησή τους.
Υπάρχουν επίσης και άλλοι τρόποι διαφοροποίησης των ενεργειακών πηγών. Εάν η προσάρτηση της Κριμαίας δημιούργησε δυσφορία στην κα Μέρκελ για την ενεργειακή εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, θα έπρεπε εξίσου να την προβληματίζει και η πρόωρη απόφασή της για το κλείσιμο των εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας.
Κατά κάποιο τρόπο όλα είναι θέμα τιμής. Η ενεργειακή πολιτική της Ευρώπης θεώρησε δεδομένο το φθηνό ρωσικό αέριο. Μεταξύ άλλων πραγμάτων οι εξελίξεις του τελευταίου μήνα κατέστησαν σαφές ότι το ρωσικό φυσικό αέριο δεν είναι τόσο φθηνό όσο φαίνεται.
http://www.bloombergview.com
http://mignatiou.com/
Ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαδιμίρ Πούτιν, είναι πλέον βέβαιος για την προσάρτηση ουκρανικού κυρίαρχου εδάφους στη Ρωσία, ενώ οι ΗΠΑ και η ΕΕ δεν διαθέτουν ούτε τη βούληση, ούτε τα μέσα για να την αποτρέψουν. Το σημαντικότερο ερώτημα που ανακύπτει τώρα, σύμφωνα με το δημοσίευμα, είναι κατά πόσο μπορεί να τεθεί μια κόκκινη γραμμή στην Κριμαία και ποιο θα ήταν το τίμημα για τη Ρωσία εάν την καταπατούσε.
Η βραχυπρόθεσμη απάντηση της Δύσης προς τη Ρωσία βασίζεται σε κυρώσεις και διπλωματικές πιέσεις. Οι υπολογισμοί είναι αναπόφευκτα περίπλοκοι, καθώς, ιδιαίτερα η οικονομία της ΕΕ είναι ευρέως διασυνδεμένη με της Ρωσίας. Κακώς, γιατί στην περίπτωση που ο Πρόεδρος Πούτιν προσαρτήσει την Κριμαία η Ρωσία θα πρέπει να πληρώσει βαρύ τίμημα και η Ευρώπη βρίσκεται στην καλύτερη θέση για να το πετύχει. Διαφορετικά ο Πρόεδρος Πούτιν θα ενθαρρυνθεί να προχωρήσει παραπέρα.
Μακροπρόθεσμα ωστόσο, επισημαίνει μεταξύ άλλων το κύριο άρθρο, οι ΗΠΑ και η ΕΕ οφείλουν να αναθεωρήσουν ριζικά τις οικονομικές τους σχέσεις με τη Ρωσία, όχι τόσο για λόγους τιμωρίας, αλλά απλής σύνεσης. Στο πλαίσιο αυτό η ενεργειακή πολιτική είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη. Οι ευρωπαϊκές οικονομίες παραμένουν ιδιαίτερα εξαρτημένες από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η Ρωσία είναι ο κύριος προμηθευτής της ΕΕ σε φυσικό αέριο, καλύπτοντας περίπου το 30% της συνολικής κατανάλωσης. Στην Γερμανία, όπου οι διαδοχικές κυβερνήσεις ενίσχυσαν τις οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία το ποσοστό φθάνει στο 40%.
Ο Πρόεδρος Πούτιν καλλιέργησε την εν λόγω εξάρτηση. Η Γερμανία και η Ρωσία συνεργάστηκαν για την κατασκευή ενός αγωγού που συνδέει απευθείας τις δύο χώρες μέσω της Βαλτικής Θάλασσας, παρακάμπτοντας την Ουκρανία, ενώ πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει ευρέως, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στον ενεργειακό τομέα της Ρωσίας.
Το σπάσιμο αυτών των δεσμών δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εύκολα, χωρίς κόστος και άμεσα, αλλά έχει καθυστερήσει η υιοθέτηση μιας μακράς στρατηγικής απεξάρτησης από την ρωσική ενέργεια. Η στρατηγική αυτή περιλαμβάνει τέσσερα μέρη: μια ισχυρή διαπραγματευτική προσέγγιση για τις τρέχουσες προμήθειες φυσικού αερίου, νέες περιφερειακές πηγές τροφοδότησης φυσικού αερίου, νέες υποδομές που θα επιτρέπουν την μεταφορά και την διανομή υγροποιημένου φυσικού αερίου και εναλλακτικές πηγές ενέργειας.
Τα κράτη-μέλη της ΕΕ διαπραγματεύονται σήμερα διμερώς τις τιμές φυσικού αερίου με τη Ρωσία. Με αυτόν τον τρόπο οι ισχυρές χώρες πετυχαίνουν χαμηλότερες τιμές –ένα πλεονέκτημα που δεν θέλουν να χάσουν- ενώ η Ρωσία αυξάνει το ειδικό της βάρος στην αγορά με επιλεκτικές διακρίσεις σε βάρος των καταναλωτών της. Είναι θετική η ιδέα του Πολωνού Π/Θ, Donald Tusk, ο οποίος απευθυνόμενος στην Καγκελάριο Μέρκελ, ζήτησε, την προηγούμενη εβδομάδα, να υπάρχει κοινή διαπραγμάτευση για τις τιμές φυσικού αερίου, μεταξύ της ΕΕ και της Ρωσίας.
Σχετικά με τις νέες πηγές τροφοδότησης σημειώνεται ότι η περιοχή της Κασπίας Θάλασσας, της Κεντρικής Ασίας και της βόρειας Αφρικής μπορούν να εξάγουν πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από εκείνες που εξάγουν σήμερα. Θα χρειαστούν ωστόσο μεγάλες επενδύσεις, όπως σε αγωγούς, για να αξιοποιηθούν αυτές οι δυνατότητες. Είναι προς το συμφέρον των οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων της Ευρώπης να στηρίξει αυτές τις πρωτοβουλίες.
Τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη αύξησε τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, κυρίως από την βόρεια Αφρική, αλλά υπάρχει πολύ μεγαλύτερη προοπτική. Χάρη στην έκρηξη της παραγωγής σχιστολιθικού φυσικού αερίου οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην προμήθεια της Ευρώπης με υγροποιημένο φυσικό αέριο. Οι ΗΠΑ είναι σήμερα η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα φυσικού αερίου, αλλά οι εγκρίσεις για εξαγωγές είναι αργές και οι υποστηρικτικές εγκαταστάσεις ακριβές. Η Ευρώπη διαθέτει το δικό της σχιστολιθικό φυσικό αέριο, που θα μπορούσε να καλύψει την κατανάλωση 25 ετών, σύμφωνα με τα σημερινά ποσοστά κατανάλωσης, αλλά δεν έσπευσε να το αξιοποιήσει. Μια αμερικανικού τύπου εκμετάλλευση είναι ίσως δύσκολη, λόγω γεωλογικών προβλημάτων και της πυκνότητας του πληθυσμού, αλλά δεν υπάρχει δικαιολογία για τη μη αξιοποίησή τους.
Υπάρχουν επίσης και άλλοι τρόποι διαφοροποίησης των ενεργειακών πηγών. Εάν η προσάρτηση της Κριμαίας δημιούργησε δυσφορία στην κα Μέρκελ για την ενεργειακή εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, θα έπρεπε εξίσου να την προβληματίζει και η πρόωρη απόφασή της για το κλείσιμο των εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας.
Κατά κάποιο τρόπο όλα είναι θέμα τιμής. Η ενεργειακή πολιτική της Ευρώπης θεώρησε δεδομένο το φθηνό ρωσικό αέριο. Μεταξύ άλλων πραγμάτων οι εξελίξεις του τελευταίου μήνα κατέστησαν σαφές ότι το ρωσικό φυσικό αέριο δεν είναι τόσο φθηνό όσο φαίνεται.
http://www.bloombergview.com
http://mignatiou.com/