Η ρητορική ίσως φτάσει σε απειλές άγνωστες από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου το 1990 ή από το μείγμα της επαπειλούμενης εισβολής της ΕΣΣΔ στην Πολωνία και της αντιπαράθεσης των πυραύλων Pershing και SS-20 την περίοδο 1980-1983. Η λογική επιβάλλει να αποφευχθεί η στρατιωτική κλιμάκωση (ή, αν υπάρξει, να διαρκέσει ελάχιστες ημέρες), οπότε επίκεντρο της κρίσης θα αποτελέσει η επιβολή οικονομικών κυρώσεων.
Με δεδομένη τη συμμετοχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, οι κυρώσεις δεν θα είναι διεθνείς, όπως κατά του Ιράκ το 1990-1991, ούτε «μεικτές», δηλαδή και του ΟΗΕ και των ΗΠΑ - Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως στις περιπτώσεις της Γιουγκοσλαβίας το 1993-1994 ή του Ιράν το 2012. Οι κυρώσεις θα επιβληθούν μόνον από την Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες, προκαλώντας πολιτικά διλήμματα, βραχυκυκλώνοντας τραπεζικές και εμπορικές συναλλαγές και θέτοντας διάφορους επιτηδείους (παγκοσμίως και ιδίως στην Ελλάδα) στον πειρασμό παραβίασής τους.
Η Ελλάδα και η Κύπρος θα θιγούν από τους περιορισμούς στην κίνηση ρωσικών κεφαλαίων στα τραπεζικά συστήματά τους. Υπό την προϋπόθεση μακράς εφαρμογής των κυρώσεων, θα επηρεαστεί ο κλάδος της ενέργειας, με τις εισαγωγές φυσικού αερίου από την Gazprom και πετρελαίου από τη δευτερογενή αγορά να επιβαρύνονται με μεγαλύτερα κόστη, ενώ σημαντικό είναι το ζήτημα συντήρησης των συστημάτων ανατολικής προέλευσης στις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις.
Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, τα οφέλη ή οι ζημίες για την Ελλάδα θα εξαρτηθούν από την εφευρετικότητα και την ευελιξία της κυβέρνησής της. Η αδιανόητη στήριξη του Τ. Ερντογάν προς τους ισλαμιστές αντάρτες της Συρίας προκάλεσε την οργή των ΗΠΑ, αλλά τώρα (με την κρίση της Ουκρανίας) η θέση της Τουρκίας ενισχύεται εκ νέου. Η Ουάσινγκτον είτε θα αποκαταστήσει τις σχέσεις με την Αγκυρα είτε θα «διευκολύνει» την αποχώρηση του ισλαμιστή πρωθυπουργού. Η επιλογή των ΗΠΑ θα επηρεάσει και τις εξελίξεις στο Κυπριακό. Η Αθήνα και η Λευκωσία θα δεχτούν τη λογική «να κλείσουν οι περιφερειακές εκκρεμότητες» ή θα καταφέρουν να αξιοποιήσουν την ευρύτερη κρίση, ώστε να εξηγήσουν ότι βεβιασμένες κινήσεις στη Μεγαλόνησο θα επιβαρύνουν την κατάσταση; Παρόμοια πιεστικά ερωτήματα θα τεθούν στην Αθήνα και για τα (γειτονικά προς την Ουκρανία) Βαλκάνια με το επιχείρημα προάσπισης της σταθερότητάς τους (ΠΓΔΜ κ.λπ.).
Η κρίση θα επηρεάσει και την εσωτερική αντιπαράθεση. Η κοινή γνώμη στηρίζει τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε., αλλά διατηρεί και παραδοσιακή συμπάθεια, λόγω Ορθοδοξίας, προς τη ρωσική πλευρά. Την ίδια στιγμή, η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ (ιδίως από το 1999 με την επέμβαση στο Κόσοβο) υποτάσσονται σε ένα είδος φοβίας σε θέματα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην απόλυτη σύγχυση: αναπολεί το «κνίτικο» παρελθόν των ηγετικών στελεχών του, μπερδεύεται με τον «δεξιό» Πούτιν, πλανήθηκε πέρυσι ότι εξασφάλισε αμερικανική εύνοια σε επίπεδο βοηθού υπουργού Εξωτερικών, ενώ δεν βρίσκει ούτε έναν σοβαρό συνομιλητή στην Ε.Ε.