Του Χρήστου Ιακώβου* Αυτό
που ουσιαστικά διακυβεύεται από την κρίση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας
είναι, από τη μια, το είδος του ρόλου που θέλει να διαδραματίσει η Ρωσία
στο διεθνές σύστημα και, από την άλλη, η προσπάθεια της Δύσης να
περιορίσει το γεωπολιτικό χώρο επιρροής της Ρωσίας με σκοπό να την
παρεμποδίσει να επανέλθει ηγεμονικά στον Ευρασιατικό χώρο.Η
αποφασιστικότητα της Ρωσίας να προχωρήσει σε χρήση στρατιωτικής βίας
καταδεικνύει τη γεωστρατηγική της επιστροφή με μεγαλύτερες ηγεμονικές
τάσεις στο σχεδιασμό της. Κύρια προσπάθεια της Ρωσίας είναι να
διατηρήσει τον πρώην σοβιετικό χώρο υπό τον έλεγχο του Κρεμλίνου, τον
οποίο εκλαμβάνει ως ζωτικό χώρο, και να αποκόψει τη δυτική πρόσβαση στην
Κασπία Θάλασσα και την Κεντρική Ασία. Η αντίδραση της Ρωσίας ήταν
αναμενόμενη και πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη λογική που επέβαλε τη δράση
της στη Γεωργία το 2008.
Κατά
τους τελευταίους πέντε αιώνες ο χώρος από την Δυτική Ευρώπη μέχρι την
Άπω Ανατολή, γνωστός ως Ευρασία, έγινε το κέντρο για τον ανταγωνισμό της
παγκόσμιας ισχύος. Περίπου το 75% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει στην
Ευρασία και το μεγαλύτερο μέρος του φυσικού πλούτου του πλανήτη
βρίσκεται επίσης εκεί. Η Ευρασία αντιπροσωπεύει το 60% περίπου του
παγκόσμιου ΑΕΠ καθώς επίσης και τα τρία τέταρτα περίπου των παγκοσμίων
γνωστών ενεργειακών πόρων. Επιπλέον, στην Ευρασία βρίσκονται τα
περισσότερα πολιτικά ισχυρά και δυναμικά κράτη. Μετά από τις ΗΠΑ, οι
επόμενες έξι μεγαλύτερες οικονομίες και οι επόμενοι έξι μεγαλύτεροι
καταναλωτές στρατιωτικών όπλων βρίσκονται στην Ευρασία.
Όλες
οι παγκόσμιες δυνάμεις που διαθέτουν πυρηνικά όπλα, εκτός από τις ΗΠΑ,
βρίσκονται στην Ευρασία. Οι δύο πιο πολυπληθείς διεκδικητές της
περιφερειακής ηγεμονίας και της παγκόσμιας επιρροής είναι ευρασιατικές
δυνάμεις (Ρωσία, Κίνα). Όλες οι δυνάμεις που θα μπορούσαν δυνητικά να
αμφισβητήσουν την πολιτική και οικονομική πρωτοκαθεδρία της Αμερικής
είναι ευρασιατικές. Αθροιστικά, η δύναμη της Ευρασίας υπερβαίνει κατά
πολύ εκείνη της Αμερικής. Το βασικό χαρακτηριστικό, όμως, της Ευρασίας
είναι ότι ο χώρος αυτός είναι τεράστιος με αποτέλεσμα να μην μπορεί να
αποτελέσει μία ενιαία πολιτική οντότητα. Ο πολιτικός πολυκατατεμαχισμός
της Ευρασίας καθώς επίσης και ύπαρξη διαφόρων θρησκειών και πολιτισμών
αποτελεί και τον κύριο λόγο που ο χώρος αυτός είναι ιδιαίτερα επιρρεπής
σε συγκρούσεις. Το γεγονός αυτό αποτελεί ένα σημαντικό πλεονέκτημα για
τις ΗΠΑ αφού αποτρέπει την ανάδυση μίας υπερδύναμης μέσα από την Ευρασία
που θα μονοπωλεί τον έλεγχο της περιοχής αυτής.
Σε
αυτό το ευμετάβλητο τοπίο εντεινομένων εθνικισμών, αυξανομένων
πληθυσμών, εκρηγνυομένων προσδοκιών και αλληλοκαλυπτομένων βλέψεων
ισχύος, άρχισαν να συντελούνται βασικές γεωπολιτικές μετατοπίσεις μετά
την ασύντακτη διάλυση της ΕΣΣΔ. Έκτοτε, ο ρόλος της Ρωσίας μειώθηκε
δραστικά, ενώ ο πρώην σοβιετικός νότος, δηλαδή η Κεντρική Ασία και ο
Καύκασος, όπου κυριαρχούσε προηγουμένως η Μόσχα, έγινε αντικείμενο
διεθνούς ανταγωνισμού, κυρίως λόγω των αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού
αερίου.Το
κενό του ισχυρού κέντρου που άφησε πίσω της η ΕΣΣΔ έδωσε την ευκαιρία
σε νέες πολιτικές δυνάμεις να αναδύονται αποκεντρωτικά σε σχέση με το
παρελθόν, αναζητώντας συμμαχίες που θα τους επιτρέψουν να αποδεσμευτούν
από τον ρωσικό ηγεμονισμό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκε η Γεωργία το
2008 επιζητώντας να επεκτείνει το ρόλο του ΝΑΤΟ στον Καύκασο
προκειμένου να δημιουργήσει μια Νατοϊκή ομπρέλα ασφαλείας έναντι της
Ρωσίας, το ίδιο αναζητούν σήμερα, κατ΄ αναλογία και οι φιλοδυτικές
δυνάμεις της Ουκρανίας. Εάν η Δύση καταφέρει να κυριαρχήσει στην
Ουκρανία η Ρωσία θα καταστεί γεωστρατηγικώς ευάλωτη.
Με
τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, το 1991, η Ρωσία απώλεσε ήδη
περίπου 1600 χιλιόμετρα ζωτικό χώρο, από την Ανατολική Γερμανία μέχρι τη
Λευκορωσία. Τώρα αυτός ο χώρος αποτελεί μέρος του ΝΑΤΟ. Η γραμμή των
δυτικών συνόρων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης με την Ανατολική Ευρώπη
απετέλεσε από την δεκαετία του 1990 την τελευταία γραμμή υποχώρησης της
Ρωσίας. Ο,τιδήποτε πλέον συμβαίνει σε αυτό το χώρο η Ρωσία θέλει να έχει
τον καθοριστικό ρόλο επιρροής, είτε πολιτικώς είτε στρατιωτικώς. Για
τους σχεδιαστές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η διάλυση της
ΕΣΣΔ προσεφέρθη για την διατύπωση και εφαρμογή μίας ολοκληρωμένης και
μακροπρόθεσμης γεωστρατηγικής για όλη την Ευρασία. Αυτή η ανάγκη
προέκυψε από την αλληλεπίδραση δύο θεμελιακών πραγματικοτήτων: οι ΗΠΑ
είναι τώρα η μόνη παγκόσμια υπερδύναμη και η Ευρασία είναι η κεντρική
αρένα του διεθνούς ανταγωνισμού ισχύος. Επομένως, ό,τι συμβαίνει στην
κατανομή ισχύος στον ευρασιατικό χώρο θα έχει αποφασιστική σημασία για
την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ.
Από
την άλλη, η άνοδος του Πούτιν, μετά το 1999, που σηματοδότησε την
επιστροφή του σοβιετικού μηχανισμού ασφαλείας στην εξουσία, δρομολόγησε
αλλαγές στην ρωσική εξωτερική πολιτική, καθιστώντας κατηγορηματική τη
επιρροή του Κρεμλίνου στον πρώην σοβιετικό γεωπολιτικό χώρο. Με άλλα
λόγια, άλλη είναι η Ρωσία του Γέλτσιν και άλλη του Πούτιν. Αν λάβουμε
υπόψη ότι η Ουάσιγκτον έδωσε ένα ισχυρό χαστούκι στον Πούτιν στο θέμα
του Κοσόβου, η κρίση στη Γεωργία το 2008 και η σημερινή κρίση στην
Ουκρανία αποτελούν τα πεδία της ρωσικής αποζημίωσης.
Από
δω και πέρα η στρατηγική της Ρωσίας γίνεται ευδιάκριτη. Για τα επόμενα
χρόνια θα επιδιώξει να αναδομήσει τον ηγεμονισμό της εντός των ορίων της
πρώην Σοβιετικής Ένωσης προκειμένου να παίξει ένα πιο αποτελεσματικό
ρόλο στο νέο διεθνές πολύ-πολικό σύστημα, το όποιο άρχισε να αναδύεται
με την ταυτόχρονη γεωστρατηγική υποχώρηση των ΗΠΑ. Οι νέες αυτές
πραγματικότητες καταδεικνύουν ότι η μεταβατική περίοδος που ακολούθησε
το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η οποία ονομάστηκε μεταψυχροπόλεμος
παρήλθε οριστικώς.
* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών