Την περασμένη εβδομάδα πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το συνέδριο του
Economist, όπου μεταξύ των άλλων συζητήθηκε το μέλλον των λιμανιών της
χώρας. Ποια εξ αυτών θα πωληθούν και με ποια μορφή; Με την αγορά από τον
ενδιαφερόμενο του πλειοψηφικού πακέτου ή διά της παραχώρησης τμημάτων
του, όπως των σταθμών εμπορευματοκιβωτίων (ΣΕΜΠΟ) κ.λπ.;
Πειραιάς και Θεσσαλονίκη συγκέντρωσαν, όπως ήταν φυσικό, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Και για μεν τον Πειραιά οι παράμετροι που συνυπολογίζονται είναι οικονομικές, με τις όποιες κοινωνικές ή και πολιτικές προεκτάσεις. Δεν συμβαίνει το ίδιο και με το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, για την τύχη του οποίου δεν θα έχει λόγο αποκλειστικά και μόνον η ελληνική κυβέρνηση, αλλά, πίσω από τις κουρτίνες, και το ΝΑΤΟ. Γιατί μπορεί ο Πειραιάς να δέχεται περισσότερα κοντέινερ και κρουαζιερόπλοια, να διακινεί εκατομμύρια επιβάτες, το λιμάνι της όμως θεωρείται υψίστης στρατηγικής σημασίας για τους σχεδιασμούς της Ατλαντικής Συμμαχίας στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Αν ανατρέξει κανείς στην πρόσφατη ιστορία –για να μην πάμε πιο πίσω, στα αρχαιοελληνικά χρόνια ή στο Βυζάντιο–, θα διαπιστώσει πόσο χρήσιμο εργαλείο υπήρξε για τους συμμάχους μας σε κρίσιμες στιγμές. Το χρησιμοποίησαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μάλιστα σχεδόν το κατέλαβαν το φθινόπωρο του 1915, φοβούμενοι πιθανή ουδετερότητα της Ελλάδας, οι μετέπειτα σύμμαχοί μας της Αντάντ, για να μεταφέρουν τα στρατεύματά τους στο Μακεδονικό Μέτωπο και να τα ανεφοδιάζουν. Μέσω αυτού κινήθηκε για να εγκατασταθεί στο Κόσοβο, το 1999, η διεθνής ειρηνευτική στρατιωτική δύναμη KFOR, των σαράντα δύο χιλιάδων ανδρών, και στις αποβάθρες του ξεφορτώνονταν εφόδια και πυρομαχικά για την υποστήριξή της. Δεν υπήρχε, λένε οι ειδικοί, επί Ψυχρού Πολέμου στρατιωτικός χάρτης του ΝΑΤΟ που να μην έχει «καρφίτσα» στον Θερμαϊκό, ένδειξη ότι σε περίπτωση σύγκρουσης με το σιδηρούν παραπέτασμα, θα χρησιμοποιείτο το λιμάνι του ως ορμητήριο των ενόπλων δυνάμεων της Δύσης.
Τώρα που τα σύννεφα ενός νέου Ψυχρού Πολέμου αρχίζουν να συσσωρεύονται με αφορμή την εν εξελίξει ενεργειακή σύγκρουση και, ακόμη περισσότερο, την πιθανή ανατροπή εξαιτίας των γεγονότων της Ουκρανίας, των γεωστρατηγικών ισορροπιών, ο νευραλγικός δίαυλος του λιμανιού της, Θεσσαλονίκης, γι’ αυτούς που «βλέπουν» μακριά, αναδεικνύεται και πάλι, έστω σε «ασκήσεις επί χάρτου» των επιτελείων της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Μέχρι τώρα, εκείνοι που έχουν ενδιαφερθεί για την αγορά του, πακέτο με την ΤΡΕΝΟΣΕ μάλιστα, είναι οι Ρώσοι, οι δυνάμει αντίπαλοι, δηλαδή, του ΝΑΤΟ. Με οικονομικούς όρους, θα μπορούν κάλλιστα, εάν δώσουν τα πιο πολλά, να το πάρουν. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στο παρασκήνιο θα έχουν λόγο και οι ΝΑΤΟϊκοί μας σύμμαχοι. Θα θελήσουν να περάσει το φυσικό αυτό στρατιωτικό προγεφύρωμα σε «εχθρικά» χέρια; Πολύ δύσκολο...
Πειραιάς και Θεσσαλονίκη συγκέντρωσαν, όπως ήταν φυσικό, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Και για μεν τον Πειραιά οι παράμετροι που συνυπολογίζονται είναι οικονομικές, με τις όποιες κοινωνικές ή και πολιτικές προεκτάσεις. Δεν συμβαίνει το ίδιο και με το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, για την τύχη του οποίου δεν θα έχει λόγο αποκλειστικά και μόνον η ελληνική κυβέρνηση, αλλά, πίσω από τις κουρτίνες, και το ΝΑΤΟ. Γιατί μπορεί ο Πειραιάς να δέχεται περισσότερα κοντέινερ και κρουαζιερόπλοια, να διακινεί εκατομμύρια επιβάτες, το λιμάνι της όμως θεωρείται υψίστης στρατηγικής σημασίας για τους σχεδιασμούς της Ατλαντικής Συμμαχίας στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Αν ανατρέξει κανείς στην πρόσφατη ιστορία –για να μην πάμε πιο πίσω, στα αρχαιοελληνικά χρόνια ή στο Βυζάντιο–, θα διαπιστώσει πόσο χρήσιμο εργαλείο υπήρξε για τους συμμάχους μας σε κρίσιμες στιγμές. Το χρησιμοποίησαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μάλιστα σχεδόν το κατέλαβαν το φθινόπωρο του 1915, φοβούμενοι πιθανή ουδετερότητα της Ελλάδας, οι μετέπειτα σύμμαχοί μας της Αντάντ, για να μεταφέρουν τα στρατεύματά τους στο Μακεδονικό Μέτωπο και να τα ανεφοδιάζουν. Μέσω αυτού κινήθηκε για να εγκατασταθεί στο Κόσοβο, το 1999, η διεθνής ειρηνευτική στρατιωτική δύναμη KFOR, των σαράντα δύο χιλιάδων ανδρών, και στις αποβάθρες του ξεφορτώνονταν εφόδια και πυρομαχικά για την υποστήριξή της. Δεν υπήρχε, λένε οι ειδικοί, επί Ψυχρού Πολέμου στρατιωτικός χάρτης του ΝΑΤΟ που να μην έχει «καρφίτσα» στον Θερμαϊκό, ένδειξη ότι σε περίπτωση σύγκρουσης με το σιδηρούν παραπέτασμα, θα χρησιμοποιείτο το λιμάνι του ως ορμητήριο των ενόπλων δυνάμεων της Δύσης.
Τώρα που τα σύννεφα ενός νέου Ψυχρού Πολέμου αρχίζουν να συσσωρεύονται με αφορμή την εν εξελίξει ενεργειακή σύγκρουση και, ακόμη περισσότερο, την πιθανή ανατροπή εξαιτίας των γεγονότων της Ουκρανίας, των γεωστρατηγικών ισορροπιών, ο νευραλγικός δίαυλος του λιμανιού της, Θεσσαλονίκης, γι’ αυτούς που «βλέπουν» μακριά, αναδεικνύεται και πάλι, έστω σε «ασκήσεις επί χάρτου» των επιτελείων της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Μέχρι τώρα, εκείνοι που έχουν ενδιαφερθεί για την αγορά του, πακέτο με την ΤΡΕΝΟΣΕ μάλιστα, είναι οι Ρώσοι, οι δυνάμει αντίπαλοι, δηλαδή, του ΝΑΤΟ. Με οικονομικούς όρους, θα μπορούν κάλλιστα, εάν δώσουν τα πιο πολλά, να το πάρουν. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στο παρασκήνιο θα έχουν λόγο και οι ΝΑΤΟϊκοί μας σύμμαχοι. Θα θελήσουν να περάσει το φυσικό αυτό στρατιωτικό προγεφύρωμα σε «εχθρικά» χέρια; Πολύ δύσκολο...