Του Χριστόδουλου Γιαλλουρίδη
- Διαστάσεις διεθνούς κρίσης λαμβάνει η κατάσταση στην Ουκρανία
- Αμερικανοί και δυτικοί θα έπρεπε να γνωρίζουν πως η Μόσχα δεν θα άφηνε ποτέ αναπάντητη οποιαδήποτε υπονομευτική ενέργεια που αφορά στη σχέση της με την Ουκρανία…
- Η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ σκακιέρα που συνδέει Ρωσία - Ουκρανία - Ευρώπη διαθέτει μια εσωτερική γεωπολιτική αλληλεξάρτηση, η οποία, αν αποκτήσει δυναμική σύγκρουσης, θα καταστεί ανεξέλεγκτη εις βάρος όλων ανεξαιρέτως…
Πρέπει να πούμε ότι το πρόβλημα καθίσταται απειλητικό για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια, στον βαθμό που όπως μέχρι σήμερα δείχνει η εμπειρία των διεθνών παραγόντων και οι κινήσεις τους στη σκακιέρα της διεθνούς πολιτικής, αφού οι κινήσεις τους κυριαρχούνται από μια επιπόλαιη και για τις διεθνείς εξελίξεις ανεύθυνη συμπεριφορά σε μια εξαιρετικά κρίσιμη για τη διεθνή οικονομία και πολιτική, εξέλιξη, στην ουκρανική κρίση. Τι σημαίνει στην προκειμένη περίπτωση η ανευθυνότητα και ερασιτεχνική συμπεριφορά πρωταγωνιστικών παραγόντων της διεθνούς πολιτικής. Αυτό εκκινεί από τη γνώση της σημασίας της Ουκρανίας για τη Ρωσία, είτε ως τσαρική Ρωσία είτε ως Σοβιετική Ένωση είτε ως Ρωσική Ομοσπονδία σήμερα.
Η Ουκρανία υπήρξε πάντοτε κομμάτι, τμήμα, της ρωσικής κρατικής υπόστασης με την έννοια του «εγγύτατου εξωτερικού», δηλαδή της χώρας που μαζί με τη Λευκορωσία συνασπίζουν το Σλαβικό Έθνος και ιστορικά βρισκόντουσαν πάντοτε, ανεξαρτήτως περιοδικών κρίσεων στις σχέσεις τους, σε μια δυναμική απόλυτης αλληλεξάρτησης. Στη μετα-Σοβιετική εποχή το δόγμα του «εγγύς εξωτερικού» σημαίνει πως η περιοχή των χωρών, δηλαδή κρατικών οντοτήτων που αποτελούσαν την πρώην ΕΣΣΔ, ανήκει στον χώρο, στη σφαίρα άμεσης επιρροής της Μόσχας. Η διατύπωση του δόγματος που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 90, που έγινε γνωστό ως «Εγγύς Εξωτερικό», αφορά στον χώρο, τις χώρες και τις κρατικές οντότητες που ανήκαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση και μετά την πτώση της το 1991, ενώ απέκτησαν την ανεξαρτησία του ως αυτόνομα κράτη, εθεωρούντο ως μέρος της ρωσικής σφαίρας στρατηγικής επιρροής.
Αυτό το Δόγμα δοκιμάσθηκε στην κρίση της Γεωργίας τον Αύγουστο του 2008, όπου ο αμερικανοτραφής τότε Πρόεδρος της Γεωργίας, Σακασβίλι, συγκρούστηκε με τη Μόσχα επιχειρώντας να ανεξαρτητοποιηθεί από την επιρροή της και η Μόσχα τον υποχρέωσε να επανέλθει στην τάξη του status quo ante, εισβάλλοντας στη Γεωργία και υποτάσσοντας στρατηγικά και πολιτικά την όποια αντίσταση μπορούσε να προβληθεί, στέλνοντας και το μήνυμα παντού πως η Μόσχα δεν ανέχεται αποσκιρτήσεις από το σύστημα στρατηγικών συνεργασιών και αλληλεξαρτήσεων της μετα-Σοβιετικής εποχής.
Οι ΗΠΑ τότε δεν μπόρεσαν ούτε προληπτικά ούτε στη διάρκεια της κρίσης να υπερασπιστούν ή να υποστηρίξουν τον σύμμαχό τους. Σήμερα, η ουκρανική κρίση είναι προϊόν πρωτίστως ανεξέλεγκτης, ως προς τις συνέπειές της, αλλά μεθοδευμένης παρέμβασης του δυτικού παράγοντα, ο οποίος, όπως συνέβη με την «Πορτοκαλί Επανάσταση», φρόντισε, χρησιμοποιώντας κυρίως αθέμιτα μέσα, να κινητοποιήσει τις ουκρανικές μάζες, κυρίως της δυτικής Ουκρανίας, μετατρέποντας μια κυβερνητική κρίση σε καθεστωτική του συστήματος και από καθεστωτική σε ενδοκρατική και από ενδοκρατική σε διεθνή.
Όπως είχε υπογραμμιστεί σε άρθρο σχετικά με την Ουκρανία στην ίδια στήλη (23.2.2014), ο Κίσινγκερ υποστήριξε σχετικά πως «ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν αντιλαμβάνεται την ανάμειξη της Ουάσιγκτον στην ουκρανική υπόθεση ως μια γενική πρόβα για την καθεστωτική αλλαγή στη Μόσχα». Αναφερόμενος δε στην ηγεσία των ΗΠΑ, εκτιμά πως η κυβέρνηση Ομπάμα χειρίζεται την κατάσταση με τρόπο, ο οποίος ταιριάζει περισσότερο σε επίλυση θεμάτων κυριακάτικης τηλεοπτικής εκπομπής, δηλαδή χωρίς να λαμβάνει υπόψη της ένα μακροπρόθεσμο ορίζοντα εξελίξεων και γεγονότων, αλλά και την αυτοκρατορική αυτοσυνειδησία της Ρωσίας.
Αυτό σημαίνει πως οι Αμερικανοί και δυτικοί θα έπρεπε να γνωρίζουν πως η Μόσχα δεν θα άφηνε ποτέ αναπάντητη οποιαδήποτε υπονομευτική ενέργεια που αφορά στη σχέση της με την Ουκρανία, η οποία είναι στρατηγικής σημασίας και δεν θα το επέτρεπε επ’ ουδενί να συμβεί η αποσκίρτηση της Ουκρανίας από τη ρωσική επιρροή. Μια νουνεχής δυτική επιρροή θα έπρεπε να ακολουθήσει έναν άλλο δρόμο αντί της εξευτελιστικής εξαγοράς των μαζών προκειμένου να ρίξουν βιαίως το καθεστώς Γιανουκόβιτς και να διαδηλώνουν υπέρ της Ευρώπης.
Αντιθέτως, θα έπρεπε οι ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις να διαπραγματευθούν με τη Μόσχα το παρόν και το μέλλον της Ουκρανίας σε σχέση με οποιαδήποτε διεκδίκηση επιρροής ήθελε να έχει ο δυτικός παράγων, οι ΗΠΑ, αλλά ιδιαίτερα η Ευρώπη, στην Ουκρανία και στη σχέση της δυτικής Ουκρανίας με τη Δύση. Θα μπορούσαν να είχαν συμφωνηθεί αυτονομίες και περιοχές που θα συνδέονταν με τη Μόσχα και με τις Βρυξέλλες σε μια εναρμόνιση σχέσεων Δύσης και Ανατολής, σε ένα γεωπολιτικό παιχνίδι, όπου όλοι έχουν συμφέρον να κερδίζουν συνεργαζόμενοι, από το να χάνουν συγκρουόμενοι. Η ενεργειακή σκακιέρα που συνδέει Ρωσία - Ουκρανία - Ευρώπη διαθέτει μια εσωτερική γεωπολιτική αλληλεξάρτηση, η οποία, αν αποκτήσει δυναμική σύγκρουσης, θα καταστεί ανεξέλεγκτη εις βάρος όλων ανεξαιρέτως, πράγμα ανώφελο και ανεύθυνο.
Άλλο Κύπρος και άλλο Κριμαία…
ΠΡΕΠΕΙ δε να αναφερθούμε και στο ίδιο το σκηνικό των καταγγελιών του διεθνούς παράγοντα ότι παραβίασε το διεθνές δίκαιο εισβάλλοντας στην Κριμαία και παραβιάζοντας την ανεξαρτησία και την κυριαρχία του ουκρανικού κράτους. Είναι τόσο εξόφθαλμη η υποκρισία, εν προκειμένω, που θυμίζει την εισβολή στο Ιράκ το 1991, όπου έλεγαν ότι η Κύπρος δεν μπορεί να έχει την ίδια τύχη με το Κουβέιτ γιατί δεν διαθέτει πετρέλαιο.
Οι ομοιότητες μεταξύ τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και ρωσικής, όπως θεωρούν αντίστοιχης, στην Κριμαία, είναι ανύπαρκτες. Γιατί ακριβώς η Κριμαία ήταν πάντοτε ένα κομμάτι της Ρωσίας, κατοικείται με τεράστια πλειοψηφία από Ρώσους και παραχωρήθηκε συμβολικά το 1956 από τον Κρουτσόφ στο ουκρανικό ομόσπονδο κράτος της ΕΣΣΔ, διατηρώντας πάντοτε τις σχέσεις πολιτικής εξάρτησης της περιοχής αυτής με τη Μόσχα, όπως φυσικά η Μόσχα διατηρούσε τις σχέσεις αυτές και με ολόκληρη την Ουκρανία.
Οι συνειρμοί θα μπορούσε να είναι παρόμοιοι αν έβλεπε κανείς τις σχέσεις της Κύπρου με την Ελλάδα σε αντίστιξη των σχέσεων Ουκρανίας - Ρωσίας, που σημαίνει πως η Τουρκία είναι ένας εισβολέας που δεν είχε και δεν έχει κανένα δικαίωμα να διεκδικήσει χώρο και παρουσία στην Κύπρο, ούτε καν με τις Συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου και με το λεγόμενο δικαίωμα επέμβασης, γιατί ακριβώς η Κύπρος είχε και έχει μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία ελληνικού πληθυσμού, είναι ανεξάρτητο κράτος, μέλος του ΟΗΕ και η εισβολή του Αττίλα δεν έγινε για να προστατεύσει τους Τουρκοκύπριους, ούτε καν για να αποκαταστήσουν τη διασαλευθείσα Συνταγματική Τάξη (όπως δηλώνουν ανερυθριάστως οι ίδιοι, Ετζεβίτ και Νταβούτογλου εσχάτως), αλλά για να εγκατασταθεί στην Κύπρο και να ελέγξει γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά τον χώρο, πράγμα που κάνει μέχρι σήμερα.
Σε αντίθεση με την περίπτωση της Ρωσίας - Ουκρανίας, ο διεθνής παράγων αν ήθελε να υπερασπιστεί το διεθνές δίκαιο, η Κύπρος αποτελεί ακόμη και τώρα ένα πεδίο δοκιμασίας του διεθνούς δικαίου, όπου θα έπρεπε να υποδειχθεί στην Τουρκία, μετά από σαράντα χρόνια κατοχής, να εγκαταλείψει την Κύπρο στον λαό της.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου
ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΠΡΟΥ