Το 1985, στην επέτειο των 40 χρόνων από
τη γερμανική συνθηκολόγηση κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο τότε
πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, Ρίχαρντ φον Βαϊτσέκερ, διακήρυξε
ευθαρσώς ότι οι συμπατριώτες του όφειλαν να θεωρούν εαυτούς ως
απελευθερωμένο έθνος. Η ομιλία του Βαϊτσέκερ πέρασε στην ιστορία ως
επιτομή της ιστορικής ενοχής και της πασιφιστικής εξωτερικής πολιτικής
της μεταπολεμικής Γερμανίας. Εκείνη την εποχή, όποιος τολμούσε να
μιλήσει για πιο ενεργό, παρεμβατικό ρόλο της χώρας στις διεθνείς
υποθέσεις, ιδιαίτερα στο στρατιωτικό πεδίο, είναι βέβαιο ότι θα
πυροδοτούσε πολιτικό σκάνδαλο και μαζικές διαδηλώσεις.
Στην πρόσφατη διεθνή διάσκεψη του Μονάχου, ο Γερμανός πρόεδρος Γιοαχίμ Γκάουκ ήρθε να αμφισβητήσει ευθέως τα παραδοσιακά ταμπού των προκατόχων του, χωρίς να υπάρξει η παραμικρή, αξιοσημείωτη αντίδραση, είτε στο Κοινοβούλιο είτε στους δρόμους. «Υπάρχουν άνθρωποι που χρησιμοποιούν τις ενοχές για το γερμανικό παρελθόν ως άλλοθι για την απόσυρση και τη φυγοπονία», δήλωσε ο Γερμανός πρόεδρος. Υποστηρίζοντας ότι η χώρα του οφείλει να αναλάβει μεγαλύτερες ευθύνες στις διεθνείς υποθέσεις, ανάλογες με το οικονομικό της βάρος, ο Γιοαχίμ Γκάουκ προσέθεσε ότι, αν αυτό σημαίνει τη χρησιμοποίηση και ένοπλης δύναμης, «η Γερμανία δεν πρέπει να λέει “όχι” από θέση αρχής».
Είναι αλήθεια ότι ο Γερμανός πρόεδρος δεν διαθέτει ουσιώδεις αρμοδιότητες σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, όπως και ότι η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ παρέμεινε επιδεικτικά σιωπηλή στο θέμα που έθεσε ο αρχηγός του κράτους. Ωστόσο, είναι απίθανο να πρόκειται για μια μοναχική φωνή στην έρημο. Στο ίδιο διεθνές φόρουμ, ο υπουργός Εξωτερικών, Φρανκ- Βάλτερ Σταϊνμάγερ, δήλωσε ότι η Γερμανία οφείλει να συμβάλει στην αντιμετώπιση διεθνών κρίσεων «πιο έγκαιρα, πιο γενναιόδωρα και πιο ουσιαστικά». Λίγες ημέρες νωρίτερα, η υπουργός Αμυνας, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, είχε δηλώσει ότι είναι έτοιμη να στείλει περισσότερους Γερμανούς στρατιώτες σε εμπόλεμες ζώνες.
Τα μηνύματα αυτά που εκπέμπει το Βερολίνο συναντούν ευμενή υποδοχή από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, με τη σύνταξη των New York Times να διαβλέπει «μια πιο χρήσιμη Γερμανία», σε σύγκριση με εκείνη που έλεγε «όχι» στους πολέμους του Ιράκ και της Λιβύης. Γεγονός παραμένει ότι η Γερμανία διατηρεί τις στρατιωτικές δαπάνες της μόλις στο 1,3% του ΑΕΠ, χαμηλότερα από τη Γαλλία και τη Βρετανία, και ότι η ανατροπή αυτής της πραγματικότητας, με τις δύσκολες οικονομικές αποφάσεις που συνεπάγεται, δεν θα είναι εύκολη υπόθεση για τον κυβερνώντα συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών. Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Στην πρόσφατη διεθνή διάσκεψη του Μονάχου, ο Γερμανός πρόεδρος Γιοαχίμ Γκάουκ ήρθε να αμφισβητήσει ευθέως τα παραδοσιακά ταμπού των προκατόχων του, χωρίς να υπάρξει η παραμικρή, αξιοσημείωτη αντίδραση, είτε στο Κοινοβούλιο είτε στους δρόμους. «Υπάρχουν άνθρωποι που χρησιμοποιούν τις ενοχές για το γερμανικό παρελθόν ως άλλοθι για την απόσυρση και τη φυγοπονία», δήλωσε ο Γερμανός πρόεδρος. Υποστηρίζοντας ότι η χώρα του οφείλει να αναλάβει μεγαλύτερες ευθύνες στις διεθνείς υποθέσεις, ανάλογες με το οικονομικό της βάρος, ο Γιοαχίμ Γκάουκ προσέθεσε ότι, αν αυτό σημαίνει τη χρησιμοποίηση και ένοπλης δύναμης, «η Γερμανία δεν πρέπει να λέει “όχι” από θέση αρχής».
Είναι αλήθεια ότι ο Γερμανός πρόεδρος δεν διαθέτει ουσιώδεις αρμοδιότητες σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, όπως και ότι η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ παρέμεινε επιδεικτικά σιωπηλή στο θέμα που έθεσε ο αρχηγός του κράτους. Ωστόσο, είναι απίθανο να πρόκειται για μια μοναχική φωνή στην έρημο. Στο ίδιο διεθνές φόρουμ, ο υπουργός Εξωτερικών, Φρανκ- Βάλτερ Σταϊνμάγερ, δήλωσε ότι η Γερμανία οφείλει να συμβάλει στην αντιμετώπιση διεθνών κρίσεων «πιο έγκαιρα, πιο γενναιόδωρα και πιο ουσιαστικά». Λίγες ημέρες νωρίτερα, η υπουργός Αμυνας, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, είχε δηλώσει ότι είναι έτοιμη να στείλει περισσότερους Γερμανούς στρατιώτες σε εμπόλεμες ζώνες.
Τα μηνύματα αυτά που εκπέμπει το Βερολίνο συναντούν ευμενή υποδοχή από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, με τη σύνταξη των New York Times να διαβλέπει «μια πιο χρήσιμη Γερμανία», σε σύγκριση με εκείνη που έλεγε «όχι» στους πολέμους του Ιράκ και της Λιβύης. Γεγονός παραμένει ότι η Γερμανία διατηρεί τις στρατιωτικές δαπάνες της μόλις στο 1,3% του ΑΕΠ, χαμηλότερα από τη Γαλλία και τη Βρετανία, και ότι η ανατροπή αυτής της πραγματικότητας, με τις δύσκολες οικονομικές αποφάσεις που συνεπάγεται, δεν θα είναι εύκολη υπόθεση για τον κυβερνώντα συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών. Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ