Από όποια αφετηρία κι αν ξεκινήσουμε,
αναγνωρίζουμε ότι η πολλαπλώς χρεοκοπημένη Ελλάδα χρειάζεται μια γενναία
μεταρρύθμιση για να επιβιώσει και να προχωρήσει. Επανίδρυση του
δημοκρατικού κράτους, ανασυγκρότηση της παραγωγικής δομής,
αναπροσανατολισμό της παιδείας, ενίσχυση και εμπλουτισμό της εθνικής
ταυτότητας. Ο τελικός σκοπός και η ιδιαίτερη φυσιογνωμία των
συνομολογούμενων μεταρρυθμίσεων ασφαλώς διαφέρουν· εξαρτώνται από
ιδεολογίες και ταξικές τοποθετήσεις, από τη διαπάλη για κυριαρχία.
Εντούτοις, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι σχεδόν όλοι οι Ελληνες,
ανεξαρτήτως ιδεολογίας και κοινωνικής θέσης, επιθυμούν ένα κοινό
ελάχιστο: να ζήσουν αυτοί και τα παιδιά τους στον τόπο τους, εν ειρήνη,
δημοκρατία και ευημερία.
Αυτό το κοινό ελάχιστο μας οδηγεί να δούμε, αφενός, ποια είναι η θέση της Ελλάδας στο διεθνές περιβάλλον, ποιες οι σχέσεις της με εταίρους, συμμάχους, γείτονες, δανειστές, ποια η θέση της μέσα στο ιστορικό ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα. Αφετέρου, να αναρωτηθούμε για τη θέση του έθνους-κράτους σήμερα σε περιβάλλον παγκοσμιοποίησης, ιδίως τη θέση ενός μικρού έθνους-κράτους υπό το βάρος μιας μείζονος οικονομικής αποτυχίας. Διότι άλλη η αντοχή ενός ισχυρού κράτους, ακόμη και στην εποχή της ιστορικής παρακμής του έθνους-κράτους, και άλλη η αντοχή ενός μικρού κράτους, πολύ περισσότερο μιας Ελλάδας που έχει περάσει από ποικίλα στάδια εξάρτησης και υποτέλειας.
Τα ερωτήματα αυτά υπάρχουν από χρόνια, τουλάχιστον από τη δεκαετία ’70-’80, όταν μια νεοφιλελεύθερη αντίληψη άρχισε να διαπερνά τις πολιτικές πρακτικές στον Δυτικό κόσμο, και κυρίως όταν κατακρημνίσθηκε το μπλοκ του υπαρκτού σοσιαλισμού. Είδαμε σταδιακά την υποχώρηση της ισχύος των κυρίαρχων εθνών-κρατών και την ανάδυση υπερεθνικών κέντρων ισχύος, όπως οι διεθνείς οργανισμοί, και νέων δογμάτων. Στον διεθνή λόγο, ακόμη και σε επίπεδο ΟΗΕ, υπερτονίστηκε η διάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το κράτος αντιμετωπίστηκε ως τυραννικό, κάποτε δικαιολογημένα. Αυτή η μετάβαση περιέχει μιαν αντινομία: ο ίδιος ο ΟΗΕ υπάρχει χάρη στην επέκταση της αυτοδιάθεσης των λαών και της κυριαρχίας των κρατών. Ταυτοχρόνως η δράση διεθνών οργανισμών, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, βοηθούσης της ραγδαίας χρηματιστικοποίησης, κατευθύνθηκε προς μια αναχαρτογράφηση των οικονομικών συνόρων και σε έναν επαναπροσδιορισμό της διάκρισης ιδιωτικού-δημόσιου στις αδύναμες χώρες όπου επενέβαιναν.
Η κυβέρνηση ενός κυρίαρχου κράτους υποκαταστάθηκε από τη διακυβέρνηση, με όρους εταιρικού μάνατζμεντ, και η μέριμνα για πλήρη απασχόληση, για ισοπολιτεία και εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων υποκαταστάθηκε από την εταιρική ευθύνη, τις ατομικές ευκαιρίες και τη φιλανθρωπία. Η κρίση του 2008 έδειξε τα όρια αυτής της φούσκας ανανοηματοδότησης, και κυρίως έδειξε πώς τα συκοφαντημένα έθνη-κράτη έσπευσαν να καλύψουν με δημόσιο χρήμα τις πελώριες ζημίες που προκάλεσε η ιδιωτική απληστία του χρηματοπιστωτισμού. Εδώ στεκόμαστε τώρα: με το έθνος-κράτος κλονισμένο, με την Ευρώπη σε τροχιά παρακμής ή, τουλάχιστον, σε αποδρομή ισχύος.
Οι Ελληνες πολίτες, ζαλισμένοι από το σοκ της πτώχευσης, αδυνατούν να βάλουν στη σκέψη τους αυτή τη διεθνή ιστορική διάσταση. Οι περισσότεροι βλέπουν την παγκοσμιοποίηση μόνο στις κατεξοχήν υλικές φανερώσεις της: στα φθηνά κινεζικά προϊόντα και στις μεταναστευτικές ροές. Τα αποδέχονται, τα απορρίπτουν, τα φοβούνται. Με την κρίση είδαν επίσης τον καθοριστικά κυρίαρχο ρόλο των υπερεθνικών οργανισμών, των αγορών, των διεθνών καταναγκασμών. Ωστόσο, ως πολίτες εξακολουθούν να αναφέρονται στο έθνος-κράτος, σε αυτό ψηφίζουν αντιπροσώπους και ηγέτες, από αυτό προσδοκούν δημόσια αγαθά και εγγύηση του δημόσιου χώρου. Αλλωστε η ψήφος τους ή η βούλησή τους ελάχιστα ή καθόλου μπορούν να επηρεάσουν το διεθνές περιβάλλον. Κρίσιμο επίσης: δεν μπορούν να αναγνωριστούν σε μια διεθνική ταυτότητα, ακόμη και στην πιο οικεία ευρωπαϊκή, εγκαταλείποντας την εθνική ταυτότητα.
Ποια εθνική ταυτότητα όμως; Και αυτή αδυνατισμένη είναι, μπλεγμένη σε ένα κουβάρι παλαιών και καινοφανών ιδεών, νέων υλικών δεδομένων, ρευστών συσχετισμών. Αυτή η αδυναμία, η σύγχυση ταυτότητας, βρίσκεται στην καρδιά του ελληνικού προβλήματος, εφόσον αποδεχτούμε ένα βαθμό ιδιομορφίας του στο πλαίσιο της συνολικής ευρωπαϊκής κρίσης. Διότι η εθνική ταυτοτική σύγχυση συνεπιφέρει μια αποφασιστικής σημασίας πτώση του ηθικού, του συλλογικού φρονήματος, αφενός· η σύγχυση, αφετέρου, υπονομεύει τη συλλογική ενότητα σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, τη συνένωση δυνάμεων την απολύτως αναγκαία εκ της συγκυρίας. Η σύγχυση αδυνατίζει και το φρόνημα και τη βούληση για ενότητα και τις υλικές προϋποθέσεις για αντιμετώπιση της κρίσης.
Ποια εθνική ταυτότητα; Η κρίση διέλυσε την αδιάφορη ισορροπία των αυτονοήτων, των ασύμπτωτων συγκρουόμενων ατομικοτήτων, του νοσηρού κορπορατισμού. Ταυτόχρονα, μας παρακινεί να ξαναβρούμε ταυτότητα, συλλογικότητα, γενική βούληση υπό νέες συνθήκες, με νέες απαιτήσεις. Ο λόγος των πολιτικών ηγετών, όσων δρουν τώρα και όσων θα αναδυθούν στο ταραγμένο εγγύς μέλλον, πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτή την κατεύθυνση. Να ενώνει, να συνθέτει, να συναιρεί, να υπερβαίνει, να απορρίπτει και να ξεδιαλέγει, να επικοινωνεί διαρκώς αμφίδρομα με τους πολίτες, να υποκινεί διαρκώς τις ποικίλες ομαδώσεις τους προς προωθητικές συνθέσεις. Το φρόνημα ενός έθνους, η ηθική δύναμη ενός λαού, η επαναφορά της συλλογικότητας, η ανασυγκρότηση του δημοκρατικού κράτους, είναι τα πολυτιμότερα όπλα για αντιμετώπιση της δεινής δοκιμασίας, για να διασχίσουμε την Ερυθρά Θάλασσα της χρηματοπιστωτικής πατρωνίας και της ολιγαρχικής παγκόσμιας διακυβέρνησης, ακέραιοι και αναγεννημένοι. Πολίτες και πρόσωπα, όχι καταναλωτές και νεοπληβείοι. Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Αυτό το κοινό ελάχιστο μας οδηγεί να δούμε, αφενός, ποια είναι η θέση της Ελλάδας στο διεθνές περιβάλλον, ποιες οι σχέσεις της με εταίρους, συμμάχους, γείτονες, δανειστές, ποια η θέση της μέσα στο ιστορικό ευρωπαϊκό ολοκλήρωμα. Αφετέρου, να αναρωτηθούμε για τη θέση του έθνους-κράτους σήμερα σε περιβάλλον παγκοσμιοποίησης, ιδίως τη θέση ενός μικρού έθνους-κράτους υπό το βάρος μιας μείζονος οικονομικής αποτυχίας. Διότι άλλη η αντοχή ενός ισχυρού κράτους, ακόμη και στην εποχή της ιστορικής παρακμής του έθνους-κράτους, και άλλη η αντοχή ενός μικρού κράτους, πολύ περισσότερο μιας Ελλάδας που έχει περάσει από ποικίλα στάδια εξάρτησης και υποτέλειας.
Τα ερωτήματα αυτά υπάρχουν από χρόνια, τουλάχιστον από τη δεκαετία ’70-’80, όταν μια νεοφιλελεύθερη αντίληψη άρχισε να διαπερνά τις πολιτικές πρακτικές στον Δυτικό κόσμο, και κυρίως όταν κατακρημνίσθηκε το μπλοκ του υπαρκτού σοσιαλισμού. Είδαμε σταδιακά την υποχώρηση της ισχύος των κυρίαρχων εθνών-κρατών και την ανάδυση υπερεθνικών κέντρων ισχύος, όπως οι διεθνείς οργανισμοί, και νέων δογμάτων. Στον διεθνή λόγο, ακόμη και σε επίπεδο ΟΗΕ, υπερτονίστηκε η διάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το κράτος αντιμετωπίστηκε ως τυραννικό, κάποτε δικαιολογημένα. Αυτή η μετάβαση περιέχει μιαν αντινομία: ο ίδιος ο ΟΗΕ υπάρχει χάρη στην επέκταση της αυτοδιάθεσης των λαών και της κυριαρχίας των κρατών. Ταυτοχρόνως η δράση διεθνών οργανισμών, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, βοηθούσης της ραγδαίας χρηματιστικοποίησης, κατευθύνθηκε προς μια αναχαρτογράφηση των οικονομικών συνόρων και σε έναν επαναπροσδιορισμό της διάκρισης ιδιωτικού-δημόσιου στις αδύναμες χώρες όπου επενέβαιναν.
Η κυβέρνηση ενός κυρίαρχου κράτους υποκαταστάθηκε από τη διακυβέρνηση, με όρους εταιρικού μάνατζμεντ, και η μέριμνα για πλήρη απασχόληση, για ισοπολιτεία και εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων υποκαταστάθηκε από την εταιρική ευθύνη, τις ατομικές ευκαιρίες και τη φιλανθρωπία. Η κρίση του 2008 έδειξε τα όρια αυτής της φούσκας ανανοηματοδότησης, και κυρίως έδειξε πώς τα συκοφαντημένα έθνη-κράτη έσπευσαν να καλύψουν με δημόσιο χρήμα τις πελώριες ζημίες που προκάλεσε η ιδιωτική απληστία του χρηματοπιστωτισμού. Εδώ στεκόμαστε τώρα: με το έθνος-κράτος κλονισμένο, με την Ευρώπη σε τροχιά παρακμής ή, τουλάχιστον, σε αποδρομή ισχύος.
Οι Ελληνες πολίτες, ζαλισμένοι από το σοκ της πτώχευσης, αδυνατούν να βάλουν στη σκέψη τους αυτή τη διεθνή ιστορική διάσταση. Οι περισσότεροι βλέπουν την παγκοσμιοποίηση μόνο στις κατεξοχήν υλικές φανερώσεις της: στα φθηνά κινεζικά προϊόντα και στις μεταναστευτικές ροές. Τα αποδέχονται, τα απορρίπτουν, τα φοβούνται. Με την κρίση είδαν επίσης τον καθοριστικά κυρίαρχο ρόλο των υπερεθνικών οργανισμών, των αγορών, των διεθνών καταναγκασμών. Ωστόσο, ως πολίτες εξακολουθούν να αναφέρονται στο έθνος-κράτος, σε αυτό ψηφίζουν αντιπροσώπους και ηγέτες, από αυτό προσδοκούν δημόσια αγαθά και εγγύηση του δημόσιου χώρου. Αλλωστε η ψήφος τους ή η βούλησή τους ελάχιστα ή καθόλου μπορούν να επηρεάσουν το διεθνές περιβάλλον. Κρίσιμο επίσης: δεν μπορούν να αναγνωριστούν σε μια διεθνική ταυτότητα, ακόμη και στην πιο οικεία ευρωπαϊκή, εγκαταλείποντας την εθνική ταυτότητα.
Ποια εθνική ταυτότητα όμως; Και αυτή αδυνατισμένη είναι, μπλεγμένη σε ένα κουβάρι παλαιών και καινοφανών ιδεών, νέων υλικών δεδομένων, ρευστών συσχετισμών. Αυτή η αδυναμία, η σύγχυση ταυτότητας, βρίσκεται στην καρδιά του ελληνικού προβλήματος, εφόσον αποδεχτούμε ένα βαθμό ιδιομορφίας του στο πλαίσιο της συνολικής ευρωπαϊκής κρίσης. Διότι η εθνική ταυτοτική σύγχυση συνεπιφέρει μια αποφασιστικής σημασίας πτώση του ηθικού, του συλλογικού φρονήματος, αφενός· η σύγχυση, αφετέρου, υπονομεύει τη συλλογική ενότητα σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή, τη συνένωση δυνάμεων την απολύτως αναγκαία εκ της συγκυρίας. Η σύγχυση αδυνατίζει και το φρόνημα και τη βούληση για ενότητα και τις υλικές προϋποθέσεις για αντιμετώπιση της κρίσης.
Ποια εθνική ταυτότητα; Η κρίση διέλυσε την αδιάφορη ισορροπία των αυτονοήτων, των ασύμπτωτων συγκρουόμενων ατομικοτήτων, του νοσηρού κορπορατισμού. Ταυτόχρονα, μας παρακινεί να ξαναβρούμε ταυτότητα, συλλογικότητα, γενική βούληση υπό νέες συνθήκες, με νέες απαιτήσεις. Ο λόγος των πολιτικών ηγετών, όσων δρουν τώρα και όσων θα αναδυθούν στο ταραγμένο εγγύς μέλλον, πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτή την κατεύθυνση. Να ενώνει, να συνθέτει, να συναιρεί, να υπερβαίνει, να απορρίπτει και να ξεδιαλέγει, να επικοινωνεί διαρκώς αμφίδρομα με τους πολίτες, να υποκινεί διαρκώς τις ποικίλες ομαδώσεις τους προς προωθητικές συνθέσεις. Το φρόνημα ενός έθνους, η ηθική δύναμη ενός λαού, η επαναφορά της συλλογικότητας, η ανασυγκρότηση του δημοκρατικού κράτους, είναι τα πολυτιμότερα όπλα για αντιμετώπιση της δεινής δοκιμασίας, για να διασχίσουμε την Ερυθρά Θάλασσα της χρηματοπιστωτικής πατρωνίας και της ολιγαρχικής παγκόσμιας διακυβέρνησης, ακέραιοι και αναγεννημένοι. Πολίτες και πρόσωπα, όχι καταναλωτές και νεοπληβείοι. Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ