Γράφει ο Σταύρος Λυγερός Τον περασμένο Δεκέμβριο ο Πρόεδρος Αναστασιάδης δημοσιοποίησε τις
θέσεις του για το περιεχόμενο της κοινής ανακοίνωσης Ελληνοκυπρίων και
Τουρκοκυπρίων με σκοπό την έναρξη των διαπραγματεύσεων για επίλυση του
Κυπριακού, ήταν ένα σημάδι γι’ αυτά που επρόκειτο να ακολουθήσουν
ενάμιση μήνα αργότερα. Τότε, βεβαίως, η κυπριακή κυβέρνηση δήλωνε ότι οι
συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει.Οταν, μάλιστα, πριν από μερικές ημέρες η Αγκυρα προέβη σε προκλήσεις
στην κυπριακή ΑΟΖ, ο Κύπριος υπουργός Εξωτερικών Κασουλίδης είχε κάνει
ένα βήμα παραπέρα. Είχε διασυνδέσει την έναρξη των διαπραγματεύσεων με
τη συμπεριφορά της Τουρκίας.
Η κοινή ανακοίνωση έχει καθοριστική σημασία, επειδή δεν είναι μία απλή ολιγόλογη ανακοίνωση ότι θα αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις. Είναι ένα είδος προκαταρκτικής συμφωνίας για τη συνταγματική πτυχή, που θα καθορίσει τις λύσεις για κρίσιμα ζητήματα, όπως η φύση του κράτους και το μοίρασμα των εξουσιών ανάμεσα στο κοινό κράτος και στα συνιστώντα κράτη.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην κοινή ανακοίνωση (προς το παρόν είναι σχέδιο, αλλά τα περιθώρια αλλαγών είναι αμελητέα) περιλαμβάνονται δεσμευτικές διατυπώσεις μόνο για τη συνταγματική πτυχή. Ο λόγος είναι ότι σ’ αυτό το γήπεδο ουσιαστικά οι Τουρκοκύπριοι έχουν μόνο να κερδίσουν, ενώ οι Ελληνοκύπριοι έχουν μόνο να χάσουν. Κι αυτό, επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος του ΟΗΕ και της ευρωζώνης. Αντιθέτως, η κρατική οντότητα στα Κατεχόμενα παραμένει για τη διεθνή νομιμότητα ψευδοκράτος.
Η κοινή ανακοίνωση κινείται απολύτως στο πλαίσιο του σχεδίου Ανάν που πριν 10 χρόνια οι Ελληνοκύπριοι είχαν απορρίψει με το συντριπτικό 76%. Το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης την έχει αποδεχθεί δεν προκαλεί εντύπωση. Υπενθυμίζουμε ότι ήταν φανατικά υπέρμαχος του «ναι» (αποδοχή του σχεδίου) στο δημοψήφισμα του 2004. Για να κερδίσει τις εκλογές υποχρεώθηκε να δηλώσει ότι το σχέδιο Ανάν είναι παρελθόν. Στην πραγματικότητα, όμως, η ουσία αυτού του σχεδίου ήταν στο συρτάρι και τώρα ο αμερικανοβρετανικός παράγοντας το ξανασερβίρει.
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης διαλαλεί σαν διπλωματική επιτυχία ότι στην κοινή ανακοίνωση αναγνωρίζεται η ενιαία διεθνής προσωπικότητα του νέου κοινού κράτους, η ενιαία κυριαρχία του και η ενιαία ιθαγένεια. Η αλήθεια, όμως, είναι διαφορετική. Ενώ γίνεται αναφορά στις τρεις αυτές έννοιες, τα όσα επεξηγηματικά τις συνοδεύουν ουσιαστικά τις ακυρώνουν. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «η κυριαρχία (του νέου κοινού κράτους) πηγάζει εξίσου από τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους». Αυτό πρέπει να συνδυασθεί με το γεγονός ότι αφήνεται να εννοηθεί πως το νέο κράτος δεν θα είναι μετεξέλιξη της υφιστάμενης Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά θα προκύψει από τη διάλυσή της.
Στην όχι απίθανη περίπτωση που το νέο κοινό κράτος διαλυθεί, οι Ελληνοκύπριοι θα μείνουν χωρίς τα πλεονεκτήματα που τους εξασφαλίζει σήμερα η ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αντιθέτως, οι Τουρκοκύπριοι θα έχουν διεθνώς αναβαθμισθεί. Οι συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου (1959-60) τους αναβάθμισαν από μειονότητα σε συγκυβερνώσα κοινότητα και τώρα θα αναβαθμισθούν σε λαό που δικαιούται να έχει δικό του κράτος.
Το νέο κοινό κράτος αποκαλείται δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία. Στην πραγματικότητα, όμως, θα είναι ένα υβρίδιο που παραπέμπει περισσότερο σε συνομοσπονδία παρά σε ομοσπονδία. Το κοινό Σύνταγμα θα καθορίζει τις (προς διαπραγμάτευση) εξουσίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αφήνοντας όλες τις υπόλοιπες στα συνιστώντα κράτη (ελληνοκυπριακό και τουρκοκυπριακό). Αυτό ισχύει στις συνομοσπονδίες, ενώ στις ομοσπονδίες ισχύει το αντίστροφο.
Αλλά και η ενιαία κυριαρχία νοθεύεται. Οπως προκύπτει από το κείμενο, σαν ενιαία κυριαρχία εννοούν την «εξωτερική κυριαρχία» που ταυτίζεται με την ανεξαρτησία κάθε χώρας. Η κρίσιμη, όμως, για την ενότητα του κράτους είναι η εσωτερική κυριαρχία. Αυτή, όμως, θα τεμαχισθεί(!) και θα ανήκει στα συνιστώντα κράτη, γεγονός που επίσης παραπέμπει σε συνομοσπονδία. Τα ίδια ισχύουν και για την ιθαγένεια. Θα υπάρχει η ιθαγένεια του κοινού κράτους και οι ιθαγένειες των συνιστώντων κρατών!
Με άλλα λόγια, μέσω ακροβατισμών επιχειρείται η νομιμοποίηση της διχοτόμησης. Κατά τρόπο, όμως, που να εξασφαλίζει στην τουρκοκυπριακή πλευρά (και μέσω αυτής στην Αγκυρα) δικαιώματα και στη νότια Κύπρο. Μην έχετε αμφιβολία πως η αρμοδιότητα για τον ενεργειακό πλούτο που ανακαλύπτεται νοτίως της Κύπρου θα δοθεί στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και μέσω αυτής ο πλούτος θα μοιρασθεί και στους Τουρκοκυπρίους. Η Ουάσιγκτον ποτέ δεν παραλείπει να το λέει.
Ελλαδική συναίνεση με αμερικανική σφραγίδα
ΟΠΩΣ ΦΑΝΗΚΕ και από τη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου στην Κύπρο, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης είναι αποφασισμένος να προχωρήσει προς την κατεύθυνση που του υπαγορεύει ο αμερικανοβρετανικός παράγοντας. Η επίσκεψή του στην Αθήνα επισήμως έχει ως αντικείμενο τη διαβούλευση για την κοινή ανακοίνωση. Πραγματικός στόχος του, όμως, είναι να αποσπάσει την υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης, ώστε να διαχειρισθεί από πλεονεκτική θέση το εσωτερικό του πολιτικό μέτωπο.
Στο Μαξίμου υπάρχουν σημαντικές επιφυλάξεις για την τροπή που παίρνει το Κυπριακό, αλλά δεν πρόκειται να εκφρασθούν δημοσίως. Φρόντισε γι’ αυτό η Ουάσιγκτον. Εστειλε και στην Ελλάδα την υφυπουργό Εξωτερικών Νούλαντ ακριβώς για να αποτρέψει δηλώσεις που θα έστελναν το μήνυμα ότι η Αθήνα έχει επιφυλάξεις και θα έφερναν σε δύσκολη θέση τον Πρόεδρο Αναστασιάδη.
Ολα δείχνουν ότι η διαδικασία για διευθέτηση του Κυπριακού με μία παραλλαγή του σχεδίου Ανάν θα προχωρήσει με ταχύ ρυθμό. Στην Ουάσιγκτον, αλλά και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θεωρούν ότι η συγκυρία προσφέρεται. Η παρουσία του πρόθυμου Αναστασιάδη στην Προεδρία, η υπαγωγή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μνημόνιο και η βύθιση της Ελλάδας στο τέλμα της αδυναμίας και της εξάρτησης δημιουργούν τους όρους για να περάσει αυτό που είχε απορριφθεί κατηγορηματικά το 2004.