Όπως σημειώνει ο Ολιβιέ Κοστά, καθηγητής στο Ευρωπαϊκό Κολλέγιο της Μπρυζ: «Τα συμπτώματα των προβλημάτων της Γαλλίας είναι η υψηλή ανεργία, κυρίως στις κοινωνικά αδύναμες ομάδες, στις γυναίκες και στους νέους. Επίσης η χαμηλή οικονομική ανάπτυξη και ένα εμπορικό ισοζύγιο που εδώ και χρόνια δεν μπορεί να εξέλθει από το διαρθρωτικό έλλειμμα. Διαπιστώνουμε ότι η ανεργία δεν υποχωρεί, ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης παραμένουν χαμηλοί και ότι το εμπορικό ισοζύγιο βελτιώνεται ελάχιστα. Και αυτό επειδή παραμένει στάσιμη η εσωτερική ζήτηση».
Χαμηλή η κερδοφορία των επιχειρήσεων
Όπως σημειώνει και ο Μάρκους Μπάιερ, από τον Βιομηχανικό Σύνδεσμο Businesseurope: «Ένα από τα κύρια προβλήματα στη Γαλλία είναι η κερδοφορία των επιχειρήσεων που βρίσκεται αρκετά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και φυσικά πολύ χαμηλότερα από ότι στην Γερμανία. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι γι' αυτό. Αφενός η συνολική επιβάρυνση -εισφορές και φορολογία- είναι πολύ υψηλή. Αφετέρου η δομή των φόρων και των εισφορών αυτών δεν είναι φιλική προς την οικονομία καθώς επιβαρύνονται περισσότερο οι συντελεστές παραγωγής, το οποίο οδηγεί στο να μην γίνονται αρκετές επενδύσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει χαμηλή ανάπτυξη και λίγες θέσεις εργασίας».
Οι εξελίξεις στο μέτωπο της οικονομίας απασχόλησαν και τις γερμανογαλλικές διαβουλεύσεις που έλαβαν χώρα την προηγούμενη εβδομάδα στο Παρίσι υπό τους Α. Μέρκελ και Φρ. Ολάντ. Όπως εκτιμά όμως ο καθηγητής, η Ευρώπη δεν βρίσκεται πλέον στην πρώτη γραμμή της πολιτικής ατζέντας του Παρισιού.
Δεν ενδιαφέρει η Ευρώπη;
«Η Γαλλία είναι απορροφημένη από τα εσωτερικά της προβλήματα. Η πολιτική ελίτ ασχολείται ελάχιστα με ευρωπαϊκά θέματα. Εξακολουθούμε να έχουμε τα ίδια προβλήματα: έναν εξαιρετικά αδύναμο υπουργό Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και έναν υπουργό Εξωτερικών, τον Λοράν Φαμπιούς, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την Ευρώπη. Ήταν μέρος μιας ομάδας ευρωσκεπτικιστών στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Σε αυτά προστίθενται ένας πρωθυπουργός και ένας πρόεδρος, οι οποίοι δεν δίνουν τη δέουσα προσοχή στις Βρυξέλλες. Στη Γαλλία δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη ευρωπαϊκή γραμμή».
Παρά ταύτα όμως, ο γερμανογαλλικός άξονας θα αντέξει, όπως υπογραμμίζει ο καθηγητής, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή: «Εάν υπήρχε κάποια αξιόπιστη ευρωπαϊκή γραμμή, τότε η γερμανογαλλική φιλία θα είχε θαφτεί ήδη πριν από 15 χρόνια. Στο κάτω κάτω υπήρχαν εποχές που τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Άγκελα Μέρκελ και Νικολά Σαρκοζί, δεν ήταν η μεγάλη αγάπη. Μέρκελ και Ολάντ δεν έχουν βρει ακόμη τρόπους εποικοδομητικής συνεργασίας, σε κάθε περίπτωση όχι σε βαθμό που να μπορεί να συγκριθεί με τη φιλία Μιτεράν και Σμιτ ή Σιράκ και Κολ. Ωστόσο δεν υπάρχει εναλλακτική επιλογή».
ΒΗΜΑ