Το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι
δημιούργημα της δεκαετίας του 1980. Προέκυψε από την επέκταση του
κράτους. Το κράτος είχε παραμείνει μεταπολεμικά μικρό, μόλις στο 20% του
ΑΕΠ την περίοδο 1944-1974. Η Ν.Δ. προέβη σε μαζικές κρατικοποιήσεις την
περίοδο 1974-1981, εν μέσω της οικονομικής κρίσης, και σε σταδιακή
επέκταση της δημόσιας διοίκησης, ενώ το ΠΑΣΟΚ προσέθεσε το κοινωνικό
κράτος με το εθνικό σύστημα υγείας, το συνταξιοδοτικό και την επέκταση
της ανώτατης παιδείας. Η αύξηση των δημοσίων δαπανών την περίοδο
1974-1990 διαμόρφωσε ένα κρατικό σύστημα κοντά στα ευρωπαϊκά πρότυπα με
τα γνωστά «4 δεκάρια», δηλαδή με τη δημόσια διοίκηση, την υγεία, τις
συντάξεις και την παιδεία-άμυνα να απορροφούν κάθε μία περίπου το 10%
του ΑΕΠ.
Το σύστημα των εσόδων προσαρμόστηκε ανάλογα. Η έμμεση φορολογία και η φορολογία των μισθωτών προσέγγισε τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, ενώ χαρακτηριστική παρέμεινε η υστέρηση εσόδων από τη φορολόγηση επιχειρηματικών ομάδων και ελεύθερων επαγγελματιών, λόγω της φοροδιαφυγής και της φοροασυλίας. Ετσι, τα έσοδα σταθεροποιήθηκαν στο 38% του ΑΕΠ. Για τον λόγο αυτό, για 30 χρόνια, η χώρα είχε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, που κάλυπτε ο δημόσιος δανεισμός. Ταυτόχρονα, είχε διαδοχικά σταθεροποιητικά προγράμματα (1985-1987, 1990-1993, 1996-2000, 2004-2006), όλα με προσωρινά, μέτρια αποτελέσματα και κατά κανόνα αποτυχημένα, καθώς επιχειρούσαν περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων στους ήδη φορολογουμένους, αναπαράγοντας το διαχρονικό πρόβλημα.
Το δημόσιο χρέος το 1993 ήταν πλέον κοντά στο 120% του ΑΕΠ και εκεί σταθεροποιήθηκε για όλη την περίοδο 1993-2009. Μιας και ήταν περίοδος γρήγορης οικονομικής ανόδου, ο συνεχιζόμενος δανεισμός με τα χαμηλά επιτόκια αποτέλεσε μόνιμη πρακτική όλων των κυβερνήσεων. Καθώς το χρέος το αναχρηματοδοτούσε το νέο χρέος, εφόσον οι προϋπολογισμοί ήταν πάντα ελλειμματικοί, η αύξηση ή απομείωση του χρέους εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη σχέση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας με το επιτόκιο δανεισμού. Το χρέος σταδιακά μετατοπίστηκε από το εσωτερικό σε διεθνές, και ανά δεκαετία αυξανόταν κατά περίπου 100 δισ. Σε κάθε περίπτωση, είχε τη μορφή της έκδοσης ομολόγων που αγόραζαν τράπεζες, ιδιώτες και θεσμικοί επενδυτές.
Η κρίση εμφανίστηκε με την παύση αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους από τις αγορές, όταν αυτές διέγνωσαν ότι η Ε.Ε. αντιμετώπιζε την παγκόσμια κρίση του 2008 ως «εθνική υπόθεση» των κρατών-μελών, αποφεύγοντας να λάβει μέτρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο τόσο για το δημόσιο όσο και για το ιδιωτικό χρέος. Συνεπώς, οι διαδοχικές κρίσεις των χωρών της περιφέρειας το 2010 οδήγησαν στην επιλογή της δημιουργίας ενός έκτακτου μηχανισμού (EFSF), που θα διαμεσολαβούσε ανάμεσα στις αγορές και τις εθνικές οικονομίες, δανειζόμενος με εγγυήσεις των ισχυρών οικονομιών.
Ο μηχανισμός αυτός παρέμενε προσδεδεμένος στα συνήθη κριτήρια της αγοράς και έτσι απέτρεπε την πιθανότητα η διαχείριση των χρέους να επιβαρύνει τους φορολογουμένους άλλων χωρών, ενώ ταυτόχρονα αποθάρρυνε την εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η πολιτική αυτή συνοδευόταν από εθνικά μνημόνια, δηλαδή βίαιες προσαρμογές των δημόσιων οικονομικών, εσωτερική υποτίμηση μισθών και αξιών, και μαζική εκποίηση δημόσιου πλούτου.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το δημόσιο χρέος ήταν 300 δισ., σχεδόν όλο σε μορφή βραχυχρόνιων και 10ετών ομολόγων, πληρωτέο σε 7 χρόνια. Η πρώτη πράξη με την εκδήλωση της κρίσης όφειλε να είναι η αναδιάρθρωσή του. Αντίθετα, οι εταίροι επέλεξαν το διπλό σύστημα, αναχρηματοδότησης του χρέους και Μνημόνιο. Αυτό έδινε χρόνο στις διεθνείς τράπεζες να εισπράττουν τα προς λήξη ομόλογα και να ξεφορτωθούν τα υπόλοιπα. Οταν έγινε το «κούρεμα» του ιδιωτικού χρέους κατά 50%, αυτό ελάχιστα ελάφρυνε το ελληνικό δημόσιο χρέος. Η διαχείριση του ελληνικού χρέους είχε προσθέσει ενδιάμεσα 50 δισ. και η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών απαιτούσε άλλα 50 δισ. Το όφελος τελικά ήταν μικρό, ενώ, με τη γρήγορη απομείωση του ΑΕΠ, το χρέος εκτινάχθηκε από το 120% στο 170% του ΑΕΠ. Οι δύο αναδιαρθρώσεις που επακολούθησαν, η μείωση στα αρχικά υψηλά επιτόκια και η επέκταση της αποπληρωμής στα 30 χρόνια, έχουν διαμορφώσει σήμερα ένα σύστημα σταθερών ετήσιων πληρωμών 9 δισ. Αυτό καλείται να πληρώνει το πλεόνασμα του προϋπολογισμού ή και οι ιδιωτικοποιήσεις. Το πρώτο είναι αδύνατο, το δεύτερο είναι άνευ σημασίας, καθώς στο φιλόδοξο σενάριο είναι μόλις 15 δισ. Συνεπώς, το αδιέξοδο είναι πλήρες.
Η επιμήκυνση και τα επιτόκια δεν αρκούν για να καταστήσουν το χρέος βιώσιμο, οπότε θα απαιτηθεί νέο «κούρεμα», προκειμένου να επιστρέψει η χώρα στις αγορές.
Η κατάσταση του δημόσιου χρέους αποτελεί την επιτομή της αποτυχίας του Μνημονίου. Τόσο το ίδιο το Μνημόνιο όσο και η διαχείριση του χρέους ήταν η χειρότερη δυνατή επιλογή. Ολες οι άλλες επιλογές θα ήταν καλύτερες. Η «ελληνική τραγωδία» θα μείνει ως παράδειγμα επιλογών που έγιναν από κοντόφθαλμες και εγωιστικές πολιτικές ηγεσίες στην Ευρώπη, από ευρωπαϊκούς θεσμούς σε βαθιά κρίση και από αξιωματούχους διεθνών οργανισμών με πρωτόγονα οικονομικά.
* Ο κ. Γιώργος Σταθάκης είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, υπεύθυνος του Τομέα Ανάπτυξης.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Το σύστημα των εσόδων προσαρμόστηκε ανάλογα. Η έμμεση φορολογία και η φορολογία των μισθωτών προσέγγισε τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, ενώ χαρακτηριστική παρέμεινε η υστέρηση εσόδων από τη φορολόγηση επιχειρηματικών ομάδων και ελεύθερων επαγγελματιών, λόγω της φοροδιαφυγής και της φοροασυλίας. Ετσι, τα έσοδα σταθεροποιήθηκαν στο 38% του ΑΕΠ. Για τον λόγο αυτό, για 30 χρόνια, η χώρα είχε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, που κάλυπτε ο δημόσιος δανεισμός. Ταυτόχρονα, είχε διαδοχικά σταθεροποιητικά προγράμματα (1985-1987, 1990-1993, 1996-2000, 2004-2006), όλα με προσωρινά, μέτρια αποτελέσματα και κατά κανόνα αποτυχημένα, καθώς επιχειρούσαν περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων στους ήδη φορολογουμένους, αναπαράγοντας το διαχρονικό πρόβλημα.
Το δημόσιο χρέος το 1993 ήταν πλέον κοντά στο 120% του ΑΕΠ και εκεί σταθεροποιήθηκε για όλη την περίοδο 1993-2009. Μιας και ήταν περίοδος γρήγορης οικονομικής ανόδου, ο συνεχιζόμενος δανεισμός με τα χαμηλά επιτόκια αποτέλεσε μόνιμη πρακτική όλων των κυβερνήσεων. Καθώς το χρέος το αναχρηματοδοτούσε το νέο χρέος, εφόσον οι προϋπολογισμοί ήταν πάντα ελλειμματικοί, η αύξηση ή απομείωση του χρέους εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη σχέση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας με το επιτόκιο δανεισμού. Το χρέος σταδιακά μετατοπίστηκε από το εσωτερικό σε διεθνές, και ανά δεκαετία αυξανόταν κατά περίπου 100 δισ. Σε κάθε περίπτωση, είχε τη μορφή της έκδοσης ομολόγων που αγόραζαν τράπεζες, ιδιώτες και θεσμικοί επενδυτές.
Η κρίση εμφανίστηκε με την παύση αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους από τις αγορές, όταν αυτές διέγνωσαν ότι η Ε.Ε. αντιμετώπιζε την παγκόσμια κρίση του 2008 ως «εθνική υπόθεση» των κρατών-μελών, αποφεύγοντας να λάβει μέτρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο τόσο για το δημόσιο όσο και για το ιδιωτικό χρέος. Συνεπώς, οι διαδοχικές κρίσεις των χωρών της περιφέρειας το 2010 οδήγησαν στην επιλογή της δημιουργίας ενός έκτακτου μηχανισμού (EFSF), που θα διαμεσολαβούσε ανάμεσα στις αγορές και τις εθνικές οικονομίες, δανειζόμενος με εγγυήσεις των ισχυρών οικονομιών.
Ο μηχανισμός αυτός παρέμενε προσδεδεμένος στα συνήθη κριτήρια της αγοράς και έτσι απέτρεπε την πιθανότητα η διαχείριση των χρέους να επιβαρύνει τους φορολογουμένους άλλων χωρών, ενώ ταυτόχρονα αποθάρρυνε την εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η πολιτική αυτή συνοδευόταν από εθνικά μνημόνια, δηλαδή βίαιες προσαρμογές των δημόσιων οικονομικών, εσωτερική υποτίμηση μισθών και αξιών, και μαζική εκποίηση δημόσιου πλούτου.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το δημόσιο χρέος ήταν 300 δισ., σχεδόν όλο σε μορφή βραχυχρόνιων και 10ετών ομολόγων, πληρωτέο σε 7 χρόνια. Η πρώτη πράξη με την εκδήλωση της κρίσης όφειλε να είναι η αναδιάρθρωσή του. Αντίθετα, οι εταίροι επέλεξαν το διπλό σύστημα, αναχρηματοδότησης του χρέους και Μνημόνιο. Αυτό έδινε χρόνο στις διεθνείς τράπεζες να εισπράττουν τα προς λήξη ομόλογα και να ξεφορτωθούν τα υπόλοιπα. Οταν έγινε το «κούρεμα» του ιδιωτικού χρέους κατά 50%, αυτό ελάχιστα ελάφρυνε το ελληνικό δημόσιο χρέος. Η διαχείριση του ελληνικού χρέους είχε προσθέσει ενδιάμεσα 50 δισ. και η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών απαιτούσε άλλα 50 δισ. Το όφελος τελικά ήταν μικρό, ενώ, με τη γρήγορη απομείωση του ΑΕΠ, το χρέος εκτινάχθηκε από το 120% στο 170% του ΑΕΠ. Οι δύο αναδιαρθρώσεις που επακολούθησαν, η μείωση στα αρχικά υψηλά επιτόκια και η επέκταση της αποπληρωμής στα 30 χρόνια, έχουν διαμορφώσει σήμερα ένα σύστημα σταθερών ετήσιων πληρωμών 9 δισ. Αυτό καλείται να πληρώνει το πλεόνασμα του προϋπολογισμού ή και οι ιδιωτικοποιήσεις. Το πρώτο είναι αδύνατο, το δεύτερο είναι άνευ σημασίας, καθώς στο φιλόδοξο σενάριο είναι μόλις 15 δισ. Συνεπώς, το αδιέξοδο είναι πλήρες.
Η επιμήκυνση και τα επιτόκια δεν αρκούν για να καταστήσουν το χρέος βιώσιμο, οπότε θα απαιτηθεί νέο «κούρεμα», προκειμένου να επιστρέψει η χώρα στις αγορές.
Η κατάσταση του δημόσιου χρέους αποτελεί την επιτομή της αποτυχίας του Μνημονίου. Τόσο το ίδιο το Μνημόνιο όσο και η διαχείριση του χρέους ήταν η χειρότερη δυνατή επιλογή. Ολες οι άλλες επιλογές θα ήταν καλύτερες. Η «ελληνική τραγωδία» θα μείνει ως παράδειγμα επιλογών που έγιναν από κοντόφθαλμες και εγωιστικές πολιτικές ηγεσίες στην Ευρώπη, από ευρωπαϊκούς θεσμούς σε βαθιά κρίση και από αξιωματούχους διεθνών οργανισμών με πρωτόγονα οικονομικά.
* Ο κ. Γιώργος Σταθάκης είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, υπεύθυνος του Τομέα Ανάπτυξης.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ