Οι Ρώσοι εξαγωγείς όπλων
επιστρέφουν στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Μετά την επανέναρξη
της στρατιωτικο-τεχνικής συνεργασίας με το Ιράκ και τη Λιβύη, ήρθε η
σειρά της Αιγύπτου. Υπάρχουν πληροφορίες ότι η χώρα είναι έτοιμη να
αγοράσει ρωσικά όπλα αξίας περισσότερων από 4 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο
Υπουργός Άμυνας, Σεργκέι Σοΐγκού, προγραμματίζει να επισκεφθεί την
Αίγυπτο από 12-15 Νοεμβρίου.Η
στρατιωτικο-τεχνική συνεργασία μεταξύ της Μόσχας και του Καΐρου, η
οποία είχε διακοπεί με πρωτοβουλία της Αιγύπτου στο πρώτο μισό της
δεκαετίας του '70, έχει κάθε πιθανότητα να ανανεωθεί τους επόμενους
μήνες.
Προς το παρόν, είναι, δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια το περιεχόμενο της μελλοντικής σύμβασης, αλλά ορισμένες υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Το πιθανότερο είναι, ότι η σύμβαση θα περιλαμβάνει σε σημαντικό ποσοστό σύγχρονα συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας μέσου και μεγάλου βεληνεκούς, πυραύλους και αεροπλάνα. Μπορεί να υποτεθεί, ότι η Αίγυπτος θα δείξει ενδιαφέρον για σύγχρονα ελικόπτερα - μαχητικά και πολλαπλών χρήσεων (Mi-35M, Mi-28 και τελευταία μοντέλα του του Mi-17) - όπως και για μαχητικά αεροσκάφη (MiG-29M, Su-30MK2). Δεν αποκλείεται να υπάρξει ενδιαφέρον και για ναυτική τεχνολογία: πολεμικά πλοία ή/και υποβρύχια ρωσικής κατασκευής, και παράκτια συγκροτήματα πυραύλων και πυροβολικού.
Οι διεργασίες που ξεκίνησαν το χειμώνα του 2010-11 στην Τυνησία και την Αίγυπτο και στη συνέχεια μεταδόθηκαν σε μεγάλο μέρος της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, όπως η «Αραβική Άνοιξη», δημιούργησαν στους κύκλους των Ρώσων στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων την πεποίθηση μιας μελλοντικής περιστολής της στρατιωτική-τεχνικής συνεργασίας μεταξύ της Ρωσίας και των χωρών της περιοχής, στο μέτρο που εγκαθίστανται σ΄ αυτές νέα καθεστώτα.
Αρχικά, αυτή η πρόβλεψη φάνηκε να επιβεβαιώνεται, ιδίως με τη διακοπή της συνεργασίας με τη Λιβύη. Ωστόσο, στο μέτρο που σταθεροποιούνταν η κατάσταση, όλα άρχισαν να επιστρέφουν στην πρότερη πορεία τους. Η πρώτη σημαντική εξέλιξη που σημειώθηκε ήταν η σύμβαση με το Ιράκ, όπου το «νέο καθεστώς» ιδρύθηκε, πριν ακόμη από την «Αραβική Άνοιξη», με τη βοήθεια των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Με το πέρασμα του χρόνου και ανάλογα με το βαθμό χαλάρωσης του ελέγχου από τις ΗΠΑ, η νέα ηγεσία του Ιράκ άρχισε να ομαλοποιεί τις σχέσεις με το γειτονικό Ιράν και ανανέωσε τη στρατιωτικο-τεχνική συνεργασία με τη Μόσχα. Η υλοποίηση μιας σύμβασης συνολικού ύψους 4 δις δολαρίων άρχισε το φθινόπωρο του 2013, με τις παραδόσεις των ελικοπτέρων Mi-35M.
Το ίδιο φθινόπωρο, αποκαταστάθηκαν και οι επαφές με τη Λιβύη, η οποία παρέλαβε τα - παραγγελθέντα από την κυβέρνηση του Καντάφι - αυτοκινούμενα αντιαρματικά συστήματα «Χρυσάνθεμο». Και νά που -επιτέλους - μια ρωσική αντιπροσωπεία οδεύει προς την Αίγυπτο - και μάλιστα, εδώ πρόκειται για μια συνεργασία πλήρους κλίμακας, που παραπέμπει στις δεκαετίες του '60 και του '70.
Τώρα,
ο συνολικός όγκος της συνεργασίας μεταξύ της Ρωσίας και της Αιγύπτου
αγγίζει τα 1.852.000.000 δολάρια - από το 2005 ως το 2012 (19,4% της
αγοράς). Με αυτόν τον όγκο, η Ρωσία κατατάσσεται ως ο δεύτερος
μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων στην Αίγυπτο. Η πρώτη θέση ανήκει στις
ΗΠΑ, οι οποίες έχουν - στην ίδια περίοδο - πουλήσει στο Κάιρο όπλα και
εξοπλισμό αξίας 6.865.000.000 δολαρίων (71,8% της αγοράς). Το υπό
συζήτηση πακέτο των 4 δις θα ενισχύσει δραστικά το μερίδιο της ΡΟ στην
αγορά εξοπλισμών της Αιγύπτου.
Προς το παρόν, είναι, δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια το περιεχόμενο της μελλοντικής σύμβασης, αλλά ορισμένες υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Το πιθανότερο είναι, ότι η σύμβαση θα περιλαμβάνει σε σημαντικό ποσοστό σύγχρονα συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας μέσου και μεγάλου βεληνεκούς, πυραύλους και αεροπλάνα. Μπορεί να υποτεθεί, ότι η Αίγυπτος θα δείξει ενδιαφέρον για σύγχρονα ελικόπτερα - μαχητικά και πολλαπλών χρήσεων (Mi-35M, Mi-28 και τελευταία μοντέλα του του Mi-17) - όπως και για μαχητικά αεροσκάφη (MiG-29M, Su-30MK2). Δεν αποκλείεται να υπάρξει ενδιαφέρον και για ναυτική τεχνολογία: πολεμικά πλοία ή/και υποβρύχια ρωσικής κατασκευής, και παράκτια συγκροτήματα πυραύλων και πυροβολικού.
Οι διεργασίες που ξεκίνησαν το χειμώνα του 2010-11 στην Τυνησία και την Αίγυπτο και στη συνέχεια μεταδόθηκαν σε μεγάλο μέρος της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, όπως η «Αραβική Άνοιξη», δημιούργησαν στους κύκλους των Ρώσων στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων την πεποίθηση μιας μελλοντικής περιστολής της στρατιωτική-τεχνικής συνεργασίας μεταξύ της Ρωσίας και των χωρών της περιοχής, στο μέτρο που εγκαθίστανται σ΄ αυτές νέα καθεστώτα.
Αρχικά, αυτή η πρόβλεψη φάνηκε να επιβεβαιώνεται, ιδίως με τη διακοπή της συνεργασίας με τη Λιβύη. Ωστόσο, στο μέτρο που σταθεροποιούνταν η κατάσταση, όλα άρχισαν να επιστρέφουν στην πρότερη πορεία τους. Η πρώτη σημαντική εξέλιξη που σημειώθηκε ήταν η σύμβαση με το Ιράκ, όπου το «νέο καθεστώς» ιδρύθηκε, πριν ακόμη από την «Αραβική Άνοιξη», με τη βοήθεια των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Με το πέρασμα του χρόνου και ανάλογα με το βαθμό χαλάρωσης του ελέγχου από τις ΗΠΑ, η νέα ηγεσία του Ιράκ άρχισε να ομαλοποιεί τις σχέσεις με το γειτονικό Ιράν και ανανέωσε τη στρατιωτικο-τεχνική συνεργασία με τη Μόσχα. Η υλοποίηση μιας σύμβασης συνολικού ύψους 4 δις δολαρίων άρχισε το φθινόπωρο του 2013, με τις παραδόσεις των ελικοπτέρων Mi-35M.
Το ίδιο φθινόπωρο, αποκαταστάθηκαν και οι επαφές με τη Λιβύη, η οποία παρέλαβε τα - παραγγελθέντα από την κυβέρνηση του Καντάφι - αυτοκινούμενα αντιαρματικά συστήματα «Χρυσάνθεμο». Και νά που -επιτέλους - μια ρωσική αντιπροσωπεία οδεύει προς την Αίγυπτο - και μάλιστα, εδώ πρόκειται για μια συνεργασία πλήρους κλίμακας, που παραπέμπει στις δεκαετίες του '60 και του '70.
*Η άποψη της σύνταξης μπορεί να μη συμπίπτει με την άποψη του/της αρθρογράφου