Γράφει
ο Σταύρος Λυγερός Η ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ
πλειοψηφία τρίζει. Η περίπτωση της Τζάκρη δεν είναι μεμονωμένη. Είναι
κοινό μυστικό ότι μερικοί ακόμα «πράσινοι» βουλευτές ετοιμάζονται να
διαβούν τον Ρουβίκωνα. Το ΠΑΣΟΚ είναι αναμφίβολα ο αδύναμος κρίκος του
κυβερνητικού συνασπισμού, αλλά ούτε και το στρατόπεδο της Ν.Δ. είναι
αρραγές. Οι απαιτήσεις της τρόικας υπερβαίνουν τα όρια αντοχής και
«γαλάζιων» βουλευτών.Μπορεί ο Στουρνάρας να είναι πρόθυμος, αλλά οι αντιδράσεις στους κόλπους
της συμπολίτευσης υποχρέωσαν τους Σαμαρά και Βενιζέλο να ανακρούσουν
πρύμνα όχι μόνο στο ζήτημα του φόρου ακινήτων, αλλά και ευρύτερα για τη
λήψη νέων μέτρων. Εχουν επίγνωση ότι ο κόμπος έχει φθάσει στο χτένι. Η
προβολή εκβιαστικών διλημμάτων στους βουλευτές δεν έχει πλέον την ίδια
αποτελεσματικότητα.
Από την άλλη πλευρά, το ευρωιερατείο δεν είναι διατεθειμένο να κάνει εκπτώσεις για να διευκολύνει την κυβέρνηση Σαμαρά. Φοβάται ότι, εάν επιδείξει ευελιξία, θα δημιουργηθεί προηγούμενο, το οποίο θα ρηγματώσει συνολικά το δόγμα της μονοδιάστατης λιτότητας. Είναι ακριβώς αυτές οι αντιτιθέμενες πολιτικές σκοπιμότητες που -τουλάχιστον προς το παρόν- εμποδίζουν τις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με την τρόικα να καταλήξουν σε συμφωνία.
Ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά, όμως, έχουν συμφέρον να τραβήξουν το σκοινί μέχρι το όριο θραύσης. Το πιθανότερο είναι να προκύψει ένας συμβιβασμός για το ύψος του δημοσιονομικού κενού, ενώ για τα νέα μέτρα η φόρμουλα είναι έτοιμη. Η κυβέρνηση θα επιλέξει μέτρα που να μπορεί να χαρακτηρίσει διαρθρωτικά και όχι οριζόντια, ώστε να δικαιολογήσει την υποχώρησή της. Η μέθοδος να βαφτίζεις το κρέας ψάρι, άλλωστε, είναι δοκιμασμένη.
Οποιος, όμως, κι αν είναι ο συμβιβασμός, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση δεν έχει πολιτικά καύσιμα για να μακροημερεύσει. Αυτός είναι ο λόγος που έχουν φουντώσει οι παρασκηνιακές ζυμώσεις για ενίσχυση της σημερινής ισχνής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η δήλωση Μπακογιάννη στον Real FM ότι ο πρωθυπουργός πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλία για την επάνοδο της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση είναι η ορατή κορυφή αυτών των ζυμώσεων.
Το κόμμα του Κουβέλη είναι με το ένα πόδι στην αντιπολίτευση και με το άλλο στη συμπολίτευση. Το επιβεβαίωσε και με το «παρών» στην ψηφοφορία για την πρόταση μομφής. Σ’ αυτές τις ψηφοφορίες οι βουλευτές δηλώνουν εάν στηρίζουν ή όχι την κυβέρνηση. Γι’ αυτό και πάντα όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όσες διαφορές αν έχουν μεταξύ τους, υπερψηφίζουν τις προτάσεις μομφής και αντιστοίχως καταψηφίζουν τις προτάσεις εμπιστοσύνης. Το «παρών», λοιπόν, είναι ουσιαστικά ψήφος ανοχής.
Την ίδια επαμφοτερίζουσα στάση τηρούν και ορισμένοι ανεξάρτητοι βουλευτές. Στο Μέγαρο Μαξίμου θεωρούν ότι η κυβέρνηση διαθέτει δυνάμει κοινοβουλευτικές εφεδρείες. Σ’ αυτές συμπεριλαμβάνουν τους εν λόγω ανεξάρτητους βουλευτές, τη ΔΗΜΑΡ, ή τουλάχιστον την πτέρυγά της που είχε εξαρχής αντιδράσει στην απόφαση για αποχώρηση από την κυβέρνηση, και έναν ή δύο βουλευτές των Ανεξαρτήτων Ελλήνων.
Στην πραγματικότητα, η ΔΗΜΑΡ διχάζεται από το δίλημμα που εκ των πραγμάτων αντιμετωπίζει: Ή και με τα δύο πόδια να ενταχθεί στην «παράταξη του μνημονίου» ή να λειτουργήσει ως αυριανός κυβερνητικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον αυτός κερδίσει τις εκλογές. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι το κόμμα του Κουβέλη θα υπερβεί το όριο του 3% και θα έχει κοινοβουλευτική παρουσία.
Αν κρίνουμε από τις δημοσκοπήσεις, δεν το έχει εξασφαλίσει. Η πόλωση που θα επικρατήσει μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ στην τελική ευθεία προς τις κάλπες αναπόφευκτα θα συμπιέσει τη ΔΗΜΑΡ (και το ΠΑΣΟΚ και εν μέρει τους Ανεξάρτητους Έλληνες), γεγονός που θα οξύνει την εσωτερική της αντίθεση ενδεχομένως σε βαθμό διάσπασης.
Το πρόβλημα της σημερινής κυβέρνησης δεν είναι πρόβλημα αριθμού βουλευτών. Είναι, κυρίως, πρόβλημα πολιτικό. Υπενθυμίζουμε ότι η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά διέθετε άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ο λόγος που έχει μείνει με ισχνή πλειοψηφία είναι ότι η ασκούμενη πολιτική παροξύνει την κοινωνική απόγνωση, η οποία με τη σειρά της -έστω και λίγο- αντανακλάται και επηρεάζει τη στάση των βουλευτών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συνεχώς διαβρώνεται η κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το μνημόνιο τρώει τα παιδιά του
Οι ζυμώσεις για διεύρυνση της σημερινής ισχνής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας επιδιώκουν να σταθεροποιήσουν την κλυδωνιζόμενη μνημονιακή κυβέρνηση. Το ενδεχόμενο, ωστόσο, σχηματισμού από την παρούσα Βουλή κυβέρνησης χωρίς πρωθυπουργό τον Σαμαρά συγκεντρώνει λίγες πιθανότητες. Ο ίδιος δεν είναι διατεθειμένος να πεταχθεί σαν στημένη λεμονόκουπα και είναι σε θέση να αποτρέψει σχετικές μεθοδεύσεις. Αυτό σημαίνει ότι είναι πρακτικά δύσκολο να δρομολογηθεί μία επιχείρηση αναστήλωσης της μνημονιακής εξουσίας με ένα νέο κυβερνητικό σχήμα. Ο χρονικός ορίζοντας, άλλωστε, είναι μικρός. Ακόμα και αν η κυβέρνηση Σαμαρά καταφέρει να επιβιώσει, την περιμένει η δοκιμασία των ευρωεκλογών τον ερχόμενο Μάιο.
Δεδομένου ότι η ψήφος στις ευρωεκλογές είναι χαλαρή, με την έννοια ότι δεν υπάρχει χώρος για εκβιαστικά διλήμματα, αναμένεται τα ποσοστά της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ να σπάσουν προς τα κάτω κάθε ρεκόρ. Αυτό δεν θα αλλάξει πολύ, ακόμα και εάν οι Σαμαράς και Βενιζέλος δηλώσουν ότι το διακύβευμα της αναμέτρησης θα είναι η επιβίωση της κυβέρνησης. Δεν θα έχουν άδικο. Από θεσμικής απόψεως, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν έχει επίπτωση στη βιωσιμότητα της κυβέρνησης. Από πολιτικής απόψεως, όμως, πιθανότατα θα αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχουν σκέψεις να στηθούν ταυτοχρόνως με τις ευρωκάλπες και βουλευτικές.
Ακόμα και έτσι, όμως, το ενδεχόμενο η Ν.Δ. να έρθει πρώτο κόμμα είναι λίγες. Αλλά ούτε και στη σχεδόν ιδανική αυτή περίπτωση θα μπορούσε να σχηματισθεί κυβέρνηση, επειδή το χαμηλό ποσοστό του ΠΑΣΟΚ δεν θα του επιτρέπει να λειτουργήσει ως επαρκές κοινοβουλευτικό συμπλήρωμα. Με άλλα λόγια, η «παράταξη του μνημονίου» δεν έχει πλέον πολιτικές εφεδρείες. Τα γεγονότα απέδειξαν ότι το μνημόνιο τρώει τα παιδιά του. Εφαγε τις κυβερνήσεις Παπανδρέου και Παπαδήμου. Απειλεί να φάει την κυβέρνηση Σαμαρά και το ίδιο θα συμβεί με όποια κυβέρνηση εφαρμόσει την πολιτική της μονοδιάστατης λιτότητας που συσσωρεύει οικονομικά και κοινωνικά ερείπια.
Από την άλλη πλευρά, το ευρωιερατείο δεν είναι διατεθειμένο να κάνει εκπτώσεις για να διευκολύνει την κυβέρνηση Σαμαρά. Φοβάται ότι, εάν επιδείξει ευελιξία, θα δημιουργηθεί προηγούμενο, το οποίο θα ρηγματώσει συνολικά το δόγμα της μονοδιάστατης λιτότητας. Είναι ακριβώς αυτές οι αντιτιθέμενες πολιτικές σκοπιμότητες που -τουλάχιστον προς το παρόν- εμποδίζουν τις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με την τρόικα να καταλήξουν σε συμφωνία.
Ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά, όμως, έχουν συμφέρον να τραβήξουν το σκοινί μέχρι το όριο θραύσης. Το πιθανότερο είναι να προκύψει ένας συμβιβασμός για το ύψος του δημοσιονομικού κενού, ενώ για τα νέα μέτρα η φόρμουλα είναι έτοιμη. Η κυβέρνηση θα επιλέξει μέτρα που να μπορεί να χαρακτηρίσει διαρθρωτικά και όχι οριζόντια, ώστε να δικαιολογήσει την υποχώρησή της. Η μέθοδος να βαφτίζεις το κρέας ψάρι, άλλωστε, είναι δοκιμασμένη.
Οποιος, όμως, κι αν είναι ο συμβιβασμός, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση δεν έχει πολιτικά καύσιμα για να μακροημερεύσει. Αυτός είναι ο λόγος που έχουν φουντώσει οι παρασκηνιακές ζυμώσεις για ενίσχυση της σημερινής ισχνής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η δήλωση Μπακογιάννη στον Real FM ότι ο πρωθυπουργός πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλία για την επάνοδο της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση είναι η ορατή κορυφή αυτών των ζυμώσεων.
Το κόμμα του Κουβέλη είναι με το ένα πόδι στην αντιπολίτευση και με το άλλο στη συμπολίτευση. Το επιβεβαίωσε και με το «παρών» στην ψηφοφορία για την πρόταση μομφής. Σ’ αυτές τις ψηφοφορίες οι βουλευτές δηλώνουν εάν στηρίζουν ή όχι την κυβέρνηση. Γι’ αυτό και πάντα όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όσες διαφορές αν έχουν μεταξύ τους, υπερψηφίζουν τις προτάσεις μομφής και αντιστοίχως καταψηφίζουν τις προτάσεις εμπιστοσύνης. Το «παρών», λοιπόν, είναι ουσιαστικά ψήφος ανοχής.
Την ίδια επαμφοτερίζουσα στάση τηρούν και ορισμένοι ανεξάρτητοι βουλευτές. Στο Μέγαρο Μαξίμου θεωρούν ότι η κυβέρνηση διαθέτει δυνάμει κοινοβουλευτικές εφεδρείες. Σ’ αυτές συμπεριλαμβάνουν τους εν λόγω ανεξάρτητους βουλευτές, τη ΔΗΜΑΡ, ή τουλάχιστον την πτέρυγά της που είχε εξαρχής αντιδράσει στην απόφαση για αποχώρηση από την κυβέρνηση, και έναν ή δύο βουλευτές των Ανεξαρτήτων Ελλήνων.
Στην πραγματικότητα, η ΔΗΜΑΡ διχάζεται από το δίλημμα που εκ των πραγμάτων αντιμετωπίζει: Ή και με τα δύο πόδια να ενταχθεί στην «παράταξη του μνημονίου» ή να λειτουργήσει ως αυριανός κυβερνητικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον αυτός κερδίσει τις εκλογές. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι το κόμμα του Κουβέλη θα υπερβεί το όριο του 3% και θα έχει κοινοβουλευτική παρουσία.
Αν κρίνουμε από τις δημοσκοπήσεις, δεν το έχει εξασφαλίσει. Η πόλωση που θα επικρατήσει μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ στην τελική ευθεία προς τις κάλπες αναπόφευκτα θα συμπιέσει τη ΔΗΜΑΡ (και το ΠΑΣΟΚ και εν μέρει τους Ανεξάρτητους Έλληνες), γεγονός που θα οξύνει την εσωτερική της αντίθεση ενδεχομένως σε βαθμό διάσπασης.
Το πρόβλημα της σημερινής κυβέρνησης δεν είναι πρόβλημα αριθμού βουλευτών. Είναι, κυρίως, πρόβλημα πολιτικό. Υπενθυμίζουμε ότι η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά διέθετε άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ο λόγος που έχει μείνει με ισχνή πλειοψηφία είναι ότι η ασκούμενη πολιτική παροξύνει την κοινωνική απόγνωση, η οποία με τη σειρά της -έστω και λίγο- αντανακλάται και επηρεάζει τη στάση των βουλευτών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συνεχώς διαβρώνεται η κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το μνημόνιο τρώει τα παιδιά του
Οι ζυμώσεις για διεύρυνση της σημερινής ισχνής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας επιδιώκουν να σταθεροποιήσουν την κλυδωνιζόμενη μνημονιακή κυβέρνηση. Το ενδεχόμενο, ωστόσο, σχηματισμού από την παρούσα Βουλή κυβέρνησης χωρίς πρωθυπουργό τον Σαμαρά συγκεντρώνει λίγες πιθανότητες. Ο ίδιος δεν είναι διατεθειμένος να πεταχθεί σαν στημένη λεμονόκουπα και είναι σε θέση να αποτρέψει σχετικές μεθοδεύσεις. Αυτό σημαίνει ότι είναι πρακτικά δύσκολο να δρομολογηθεί μία επιχείρηση αναστήλωσης της μνημονιακής εξουσίας με ένα νέο κυβερνητικό σχήμα. Ο χρονικός ορίζοντας, άλλωστε, είναι μικρός. Ακόμα και αν η κυβέρνηση Σαμαρά καταφέρει να επιβιώσει, την περιμένει η δοκιμασία των ευρωεκλογών τον ερχόμενο Μάιο.
Δεδομένου ότι η ψήφος στις ευρωεκλογές είναι χαλαρή, με την έννοια ότι δεν υπάρχει χώρος για εκβιαστικά διλήμματα, αναμένεται τα ποσοστά της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ να σπάσουν προς τα κάτω κάθε ρεκόρ. Αυτό δεν θα αλλάξει πολύ, ακόμα και εάν οι Σαμαράς και Βενιζέλος δηλώσουν ότι το διακύβευμα της αναμέτρησης θα είναι η επιβίωση της κυβέρνησης. Δεν θα έχουν άδικο. Από θεσμικής απόψεως, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν έχει επίπτωση στη βιωσιμότητα της κυβέρνησης. Από πολιτικής απόψεως, όμως, πιθανότατα θα αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχουν σκέψεις να στηθούν ταυτοχρόνως με τις ευρωκάλπες και βουλευτικές.
Ακόμα και έτσι, όμως, το ενδεχόμενο η Ν.Δ. να έρθει πρώτο κόμμα είναι λίγες. Αλλά ούτε και στη σχεδόν ιδανική αυτή περίπτωση θα μπορούσε να σχηματισθεί κυβέρνηση, επειδή το χαμηλό ποσοστό του ΠΑΣΟΚ δεν θα του επιτρέπει να λειτουργήσει ως επαρκές κοινοβουλευτικό συμπλήρωμα. Με άλλα λόγια, η «παράταξη του μνημονίου» δεν έχει πλέον πολιτικές εφεδρείες. Τα γεγονότα απέδειξαν ότι το μνημόνιο τρώει τα παιδιά του. Εφαγε τις κυβερνήσεις Παπανδρέου και Παπαδήμου. Απειλεί να φάει την κυβέρνηση Σαμαρά και το ίδιο θα συμβεί με όποια κυβέρνηση εφαρμόσει την πολιτική της μονοδιάστατης λιτότητας που συσσωρεύει οικονομικά και κοινωνικά ερείπια.