Γράφει: Θανάσης Γκότοβος
Ακραία εθνικιστικά κόμματα υπάρχουν σε μια σειρά από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και στη Γερμανία. Είναι γνωστό ότι η ακροδεξιά και ο εθνικισμός – πολιτικός και οικονομικός – βρίσκονται σε άνοδο σε όλη την Ευρώπη. Όχι μόνο και όχι πάντοτε εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης.
Ακόμη και στην Ελλάδα, που η οικονομική κρίση έχει μια από τις χειρότερες μορφές, αυτή δεν είναι η μόνη αιτία για την άνοδο του ακροδεξιού εθνικισμού με τη μορφή του κόμματος της Χρυσής Αυγής. Οι παράγοντες του κόμματος αυτού θα έτριβαν τα μάτια τους όταν στις τελευταίες εκλογές πέτυχαν το απίστευτο για τις προσδοκίες τους ποσοστό του 7%.
Η αισιόδοξη ανάγνωση του (προσωρινού;) αποκεφαλισμού της Χρυσής Αυγής είναι η εξής: η Δημοκρατία στην Ελλάδα απέδειξε ότι λειτουργεί, είναι σε θέση να αντιμετωπίζει με αποφασιστικότητα τους εχθρούς της μέσω των θεσμών της Δικαιοσύνης και της καταστολής.
Η ερμηνεία αυτή ακούγεται λογική, αλλά έρχεται σε αντίθεση με τον τρόπο που συνελήφθηκαν τα ηγετικά στελέχη του κόμματος. Διότι (υποτίθεται ότι) δεν συνελήφθησαν για τις αντιδημοκρατικές τους ιδέες (ναζιστική, φασιστική ιδεολογία που όντως είναι εχθρικές προς την Κοινοβουλευτική Δημοκρατία), αλλά επειδή η Δικαιοσύνη θεώρησε, και μάλιστα ύστερα από κυβερνητική παρέμβαση, ότι υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι συλληφθέντες πολιτικοί συνέστησαν και συντηρούσαν εγκληματική οργάνωση του κοινού ποινικού δικαίου. Το πιο πρόσφατο ιστορικό προηγούμενο όπου το ελληνικό κράτος είχε κατατάξει πολιτικό κόμμα στις εγκληματικές οργανώσεις, ήταν η περίπτωση του ΚΚΕ στη δεκαετία του ’40. Χωρίς μεγάλη επιτυχία, όπως απέδειξε ο εμφύλιος.
Διότι έχει ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο το αν αντιμετωπίζονται από τη συντεταγμένη πολιτεία περιπτώσεις οργανώσεων, π.χ. κομμάτων, των οποίων τα μέλη και οι οπαδοί ενθαρρύνουν ή και προβαίνουν σε έκνομες ενέργειες, αλλά και το πότε και το πώς. Και στην περίπτωση της κρατικής δράσης εναντίον της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής, ο τρόπος αντίδρασης του κράτους μπορεί να αποδειχθεί αντιπαραγωγικός για τους εξής λόγους:
Πρώτον, αφήνει ένα μεγάλο ερώτημα αναπάντητο: για ποιο λόγο, εφόσον οι ενδείξεις που έχουν οι αρχές για τα υποτιθέμενα (ακόμη δεν έχει αποδειχθεί στο δικαστήριο ότι έχουν τελεσθεί, συνεπώς υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητας μέχρι να έχουμε αμετάκλητη δικαστική απόφαση) εγκλήματα των συλληφθέντων βουλευτών αφορούν όχι μόνο πρόσφατα περιστατικά αλλά και παλαιότερα, το κράτος αποφάσισε να δράσει τώρα; Σε τι οφείλεται η καθυστέρηση δεκαετιών;
Το ερώτημα αυτό γεννά ένα δεύτερο: πόσο συγκυριακή και οπορτουνιστική θα φανεί για πολλούς η απόφαση για κρατική καταστολή τη συγκεκριμένη στιγμή, αν η κυβέρνηση αναπτύξει για τις επερχόμενες εκλογές τη θεωρία ότι οι μηχανισμοί δίωξης εναντίον της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής κινήθηκαν μετά από δική της πρωτοβουλία για την προάσπιση της Δημοκρατίας που κινδύνευε;
Τι θα γίνει, αν η κοινή γνώμη πιστέψει ότι όλη η ιστορία με την επίκληση της νομιμότητας σχετίζεται απλά με την επιθυμία της κυβέρνησης να απαλλαγεί από έναν ενοχλητικό πολιτικό αντίπαλο και όχι από την πραγματική προσήλωσή της στη νομιμότητα; Ποιες θα είναι οι συνέπειες από αυτή την υψηλού ρίσκου κίνηση της κυβέρνησης, αν αρκετοί πολίτες πιστέψουν ότι η αντιμετώπιση της έκνομης συμπεριφοράς πολιτικών είναι θέμα συγκυρίας και όχι ζήτημα αρχής;
Αφήνω έξω από τη συζήτηση το τρίτο ερώτημα που είναι τι θα γίνει αν μετά τη φάση της προφυλάκισης των βουλευτών, που μάλλον δεν θα είναι σύντομη αν ισχύει η θεωρία ότι η δεσπόζουσα αιχμή της κρατικής καταστολής εναντίον των στελεχών της ΧΑ είναι η απαλλαγή του κυβερνητικού συνασπισμού από έναν επικίνδυνο πολιτικό αντίπαλο που ροκανίζει τα ποσοστά των κυβερνητικών εταίρων καθιστώντας αναγκαίο μελλοντικά τον «μεγάλο συνασπισμό» με τον ΣΥΡΙΖΑ, οι υπόδικοι δεν καταδικαστούν ή τουλάχιστον δεν καταδικαστούν για τα αδικήματα για τα οποία συνελήφθησαν;
Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη για την εκτίναξη των ποσοστών του διάδοχου εθνικιστικού κόμματος, αν τελικά δεν υπάρξει καταδικαστική απόφαση;
Η απόφαση της κυβέρνησης να κινητοποιήσει τους μηχανισμούς δίωξης εναντίον ενός κόμματος χωρίς μεσολάβηση της Βουλής, ακόμη και αν υπάρχουν όχι απλώς ενδείξεις αλλά αποδείξεις ότι τα μέλη αυτά άμεσα ή έμμεσα εμπλέκονται σε εγκληματικές ενέργειες, είναι κίνηση υψηλού ρίσκου. Όχι μόνο για τα ποσοστά των κομμάτων που συγκροτούν σήμερα την κυβέρνηση και τα οποία ελπίζουν να ανταμειφθούν από τους πολίτες για την πράξη αυτή. Αλλά για την ίδια την ελληνική κοινωνία και την πολιτική της κουλτούρα. Για δύο λόγους:
Πρώτον, είναι ένα πράγμα να συλλαμβάνεις τα μέλη μιας εγκληματικής σπείρας που δεν έχουν κανένα πολιτικό πρόγραμμα ή τα μέλη μιας τρομοκρατικής οργάνωσης που έχει μεν πολιτικό πρόγραμμα, αλλά δεν έχει εκλεγμένους βουλευτές, οπαδούς και ψηφοφόρους, και άλλο να συλλαμβάνεις την ηγεσία ενός κόμματος της Βουλής το οποίο έχουν ψηφίσει εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες. Αν οι αρχές διαθέτουν στοιχεία για την εγκληματική δράση των συλληφθέντων βουλευτών, όφειλαν να τα διαβιβάσουν στη Βουλή – όπως κάνουν με οποιοδήποτε άλλο κόμμα – για να αρθεί πρώτα η ασυλία τους και να ακολουθήσουν τα υπόλοιπα.
Η υπαγωγή της φερόμενης ως έκνομης δράσης των συλληφθέντων βουλευτών στις διατάξεις του τρομοκρατικού νόμου κάνει μεν πιο γρήγορη τη διαδικασία, αλλά και πιο επικίνδυνη, επειδή δημιουργεί ένα δυσάρεστο προηγούμενο.
Αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι ποιος θα το επικαλεστεί την επόμενη φορά και ποιος θα είναι τότε ο αποδέκτης του. Και μόνο αυτό το γεγονός δημιουργεί ήδη αρνητικό κλίμα για τη δημοκρατική ομαλότητα, κλίμα σύγκρουσης. Ιδιαίτερα αν συνδυαστεί με τη θεωρία των (δύο ή περισσότερων) άκρων.
Τι θα γίνει μελλοντικά με τα κόμματα που στηρίζουν ρητά και συστηματικά τους «αγώνες» θιγομένων από τα κυβερνητικά μέτρα, όταν οι αγώνες αυτοί εκβάλλουν σε συμπεριφορές που ο εισαγγελέας έχει τη δυνατότητα να κατατάξει στα «κακουργήματα»;
Δεύτερον, ανεξάρτητα από την ιδεολογία των κεντρικών προσώπων και των μηχανισμών του κόμματος της Χρυσής Αυγής, τα σχετικά υψηλά ποσοστά που είχε μετά τις τελευταίες εκλογές δεν εξηγούνται από την ελκυστικότητα της εν λόγω ιδεολογίας για τους πραγματικούς και δυνητικούς ψηφοφόρους της. Αντιθέτως, φαίνεται ότι αρκετοί πολίτες αισθάνθηκαν προδομένοι από τους εταίρους του δικομματισμού, αλλά και απογοητευμένοι από την αδυναμία των υπόλοιπων κομμάτων να δημιουργήσουν ένα νέο μεταπολιτευτικό τοπίο. Και κυρίως: ζητούσαν εκδίκηση για αυτά που τους έχουν συμβεί και τα οποία απέδιδαν στα κυβερνητικά κόμματα και στην αδυναμία τους να διαχειριστούν την κρίση. Και βρήκαν στη Χρυσή Αυγή έναν φαντασιακό τιμωρό.
Αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών που δεν πιστεύουν στο ναζισμό και τον φασισμό, αλλά δεν θέλουν να ακούνε πλέον για τα κυβερνητικά κόμματα και θεωρούν ότι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τα υπόλοιπα, δεν μπορούν να συλληφθούν. Υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, όσο θα υπάρχει και η πολυεπίπεδη κρίση: οικονομική, πολιτική, ηθική.
Η στάση υποταγής του πολίτη στη νομιμότητα, όταν η τελευταία σημαίνει πείνα και δυστυχία, δεν είναι δεδομένη. Δεν έχουν όλοι το ηθικό ανάστημα του Σωκράτη, ούτε πάσχουν από συλλογικό μαζοχισμό. Γι αυτό το να πιστεύει κανείς ότι θα μπορέσει να μετακινήσει αυτόν τον κόσμο προς τα κυβερνητικά κόμματα μέσω του στιγματισμού του κόμματος που ψήφισαν και της φυλάκισης της ηγεσίας, αλλά χωρίς να λύσει κανένα από τα προβλήματά του, είναι υπερβολικά αισιόδοξο σενάριο.
Μια άνοδος των ποσοστών των κυβερνητικών κομμάτων υπό τις παρούσες συνθήκες ασφυκτικής εξωτερικής πίεσης που προκαλεί κοινωνικά ερείπια, μοιάζει με πολιτικό θαύμα. Πιο πιθανή φαίνεται μια μεσοπρόθεσμη μεταμόρφωση της σημερινής βαλκανικής Χρυσής Αυγής σε ένα τυπικό εθνικιστικό κόμμα, σύμφωνα με τα πρότυπα της Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας. Ενώ βραχυπρόθεσμα οι δυνητικοί οπαδοί της Χρυσής Αυγής είναι πιθανό να στραφούν σε «αντιμνημονιακά» κόμματα, και όχι στα κυβερνητικά. Αν το δίλημμα των επόμενων εκλογών είναι «εχθροί της Δημοκρατίας ή αντιφασίστες», η Δεξιά δεν είναι βέβαιο ότι θα έχει το πλεονέκτημα. Όχι μόνο επειδή υπάρχουν σκελετοί στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, αλλά επειδή η παράδοση της Αριστεράς στον αντιφασιστικό λόγο είναι πιο ισχυρή.
Αν το δίλημμα είναι «νομιμοφροσύνη ή χάος», ο κυβερνητικός συνασπισμός ίσως τα πάει καλύτερα, αλλά κάτι πρέπει να κάνει και για τα άδεια στομάχια. Θα του αφήσουν, άραγε, οι δανειστές τα περιθώρια; Αμφιβάλλω.