Όταν το 2008 η χρεοκοπία της «Λέμαν μπράδερς» συμπαρέσυρε τον ισλανδικό χρηματοπιστωτικό τομέα, οι προϋπολογισμοί των τραπεζών του νησιού έφταναν το δεκαπλάσιο του «ακαθαρίστου εγχωρίου προϊόντος» (ΑΕΠ) του.
Λίγο μετά την κατάρρευση των ισλανδικών τραπεζών, τις ακολούθησαν εκείνες της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και πολυάριθμων άλλων κρατών. Οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών αξιοποίησαν όλα τα διαθέσιμα μέσα προκειμένου να αποφύγουν την γενικευμένη κατάρρευση του τραπεζικού τους τομέα.
Ιδίως απέσυραν ορισμένα αμφίβολα στοιχεία από τα ενεργητικά των
τραπεζών, εγγυήθηκαν την αποπληρωμή των χρεών τους, έφτασαν στο σημείο
να επιδοτήσουν ευθέως, με φρέσκο χρήμα, τους οργανισμούς που κινδύνευαν.
Κι
έτσι, το μεν ελληνικό χρέος χρειάστηκε να υποστεί μια σοβαρή
αποκλιμάκωση του χρέους της, ενώ η Ισλανδία έθεσε σε εκκαθάριση τις
τρεις διεθνείς της τράπεζες. Αμφότερες οι χώρες προσέφυγαν στη βοήθεια
του «διεθνούς νομισματικού ταμείου»
(ΔΝΤ). Και οι δύο χώρες αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν μια σειρά από
αυστηρά οικονομικά μέτρα ώστε να προσαρμόσουν ξανά τις οικονομικές τους
δομές στις πραγματικότητες του κόσμου.
Πολύ διαφορετικές περιπτώσεις
Πέντε χρόνια αργότερα, οι οικονομικές συνθήκες στην Ισλανδία και την Ελλάδα είναι πολύ διαφορετικές.
Στην Ισλανδία,
η ανεργία έπεσε στο 5%, αφού φλέρταρε με το 10%. Η οικονομία της
μεγεθύνεται. Οι εισοδηματικές ανισότητες περιορίστηκαν. Ο προϋπολογισμός
ισοσκελίστηκε.
Όσο για την Ελλάδα, έχει ανεργία-ρεκόρ της τάξης του 27%, η οικονομία της συρρικνώνεται για πέμπτο συνεχόμενο έτος και οι ανισότητες διευρύνονται.
Για ορισμένους, αυτό οφείλεται στο ότι:
η Ισλανδία επέλεξε να μην βοηθήσει τις τράπεζές της, μειώνοντας έτσι καταλυτικά τις υποχρεώσεις της,
ο πρόεδρός της αρνήθηκε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των βρετανικών
και ολλανδικών τραπεζών να αποζημιωθούν, πράγμα που ελάφρυνε τους
Ισλανδούς φορολογούμενους κατά 4 δις ευρώ, και τέλος
υποτιμήθηκε το εθνικό της νόμισμα κατά 50%, πράγμα που έδωσε μεγάλη ώθηση στον εξαγωγικό της τομέα.
Τίποτα
από τα παραπάνω δεν ισχύει: οι Ισλανδοί φορολογούμενοι κλήθηκαν να
καταβάλουν για κεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους 20% με 25% του ΑΕΠ. Νέες δαπάνες προστίθενται διαρκώς. Το 2012, το δημόσιο χρέος έφτανε το 60% του ΑΕΠ.
Η επιτροπή που ανέλαβε την εκκαθάριση της «λαντμπάνκι» που χρεοκόπησε το 2008 εξαναγκάστηκε να αποπληρώσει τους διεθνείς της πιστωτές συν τους τόκους, στο πλαίσιο μιας οδηγίας για την εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων που επέβαλαν η Βρετανία και η Ολλανδία. Λόγω της απουσίας διμερών συμφωνιών μεταξύ του Ρέικιαβικ με το Λονδίνο και τη Χάγη, σήμερα η «λαντμπάνκι» καλείται να μεταφέρει πόρους προς τις δύο αυτές χώρες με ρυθμούς που θεωρούνται πως συνιστούν μακροπρόθεσμα μακροοικονομική απειλή για την ισλανδική οικονομία.
Το «ολλανδικό σύνδρομο»
Δύο από τους σημαντικότερους τομείς της ισλανδικής οικονομίας, η αλιεία και η παραγωγή
αλουμινίου, που συρρικνώθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, δεν μπορούν
σήμερα να ανακάμψουν ώστε να αξιοποιήσουν τα οφέλη της υποτίμησης. Ο
τρίτος τομέας, ο τουρισμός, γνώρισε μεν μια σημαντική μεγέθυνση, αλλά
σήμερα φτάνει στο ανώτατο όριό του. Όσο για την υποτίμηση, μείωσε την αγοραστική δύναμη των Ισλανδών κατά 20%.
Την περίοδο επώασης της κρίσης τους, αμφότερες οι χώρες είχαν πληγεί από το «ολλανδικό σύνδρομο»: οι υψηλές αμοιβές και η ακρίβεια φρέναραν τις εξαγωγές και ευνόησαν τις εισαγωγές. Οι οικονομικές και μακροοικονομικές επιπτώσεις αυτής της υπερθέρμανσης της οικονομίας παραπλάνησαν τους πάντες,
συμπεριλαμβανομένων των οίκων αξιολόγησης. Το να αποδίδουμε τα
διαγνωστικά τους λάθη στις «παραπλανητικές» ελληνικές στατιστικές, είναι
παραμύθι για μικρά παιδιά. Στην Ισλανδία και την Ελλάδα, η υπερθέρμανση
της οικονομίας τη δεκαετία του 2000, αλλά και τα συμφέροντα που αντλούσαν από αυτή την κατάσταση όλοι όσοι κερδοσκοπούσαν στις αποδόσεις που αυτή δημιουργούσε, αποτελούσαν τμήμα της παράλογης παραζάλης που είχε καταλάβει τότε την παγκόσμια οικονομία.
Η διαφορετική μοίρα της Ελλάδας και της Ισλανδίας οφείλεται άρα σε διαφορετικές αιτίες.
Αν
και αμφότερα τα κράτη ακολούθησαν τις συμβουλές του ΔΝΤ, στην Ελλάδα
επιβλήθηκαν από τη ηγεμονική Γερμανία μέτρα λιτότητας που κύριο στόχο
είχαν τη διάσωση των γερμανικών τραπεζών από τη χρεοκοπία, αλλά και
προσπαθούσαν να μην δημιουργηθεί ανεπιθύμητο προηγούμενο σε πολύ
σημαντικότερες οικονομίες όπως η ιταλική, η ισπανική και τελικά η
γαλλική, που θα δημιουργούσαν την ανάγκη της συντονισμένης διάσωσής τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Η εν τοις πράγμασι υιοθέτηση του κεϊνσιανισμού
Το Βερολίνο έτσι απέκρουσε
σκόπιμα τα μέτρα που θα μπορούσαν να είχαν διασώσει την Ελλάδα λόγω και
του μικροσκοπικού μεγέθους της οικονομίας της σε σχέση με εκείνες των
Ευρωπαίων εταίρων της.
Από
την άλλη, ένα από τα βασικά σημεία της συνεννόησης μεταξύ Ρέικιαβικ,
ΔΝΤ και των κρατών που συγχρηματοδότησαν το σχέδιο διάσωσης της
Ισλανδίας, ήταν να επιτρέψουν στο νησί να αξιοποιήσει τους «αυτόματους
σταθεροποιητές» της οικονομίας (κοντολογίς, να επιτρέψουν τη «χαλάρωση»
της δημοσιονομικής του πολιτικής και την αύξηση των ελλειμμάτων) κατά τη διάρκεια των δύο-τριών ετών εφαρμογής του προγράμματος. Αυτό πρακτικά σήμαινε πως δεν απαιτήθηκε από την Ισλανδία να εφαρμόσει λιτότητα. Εν τοις πράγμασι υιοθετήθηκε ο κεϊνσιανισμός.
Η Ελλάδα όμως έπαιξε το ρόλο του εργαστηρίου για μια διαφορετική οικονομική ιδεολογία: οι νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί επέβαλαν εκεί τις απόψεις τους με ανάλγητο τρόπο, όπως
έδειξε η πολεμική για τους «πολλαπλασιαστές», υποτιμώντας κραυγαλέα τις
συνέπειες τις λιτότητας. Στην Ισλανδία το 2009 το έλλειμμα ανερχόταν σε
10% του ΑΕΠ. Χωρίς την αποδοχή του ΔΝΤ, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν ποτέ δυνατό.
'Αλλη μια διαφορά μεταξύ των δύο χωρών ήταν πως η Ισλανδία έθεσε αμέσως σε εφαρμογή προγράμματα ελάφρυνσης των χρεών των βιώσιμων επιχειρήσεών της,
πράγμα που επέτρεψε να διασωθούν πολλές θέσεις εργασίας και παρεμπόδισε
ένα ντόμινο χρεοκοπιών. Στην Ελλάδα, χρειάστηκε να περιμένουμε ως το
2011 για να υιοθετηθεί επιτέλους η ιδέα της μερικής ελάφρυνσης του
ελληνικού χρέους.
Ο Thorolfur Matthiasson είναι καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Ρέικιαβικ