19 Σεπτεμβρίου 2013

Ο αργός θάνατος των προσφύγων του Κιρκάν


TOYΡΚΙΑ Ενα οδοιπορικό στο Χατάι, στους καταυλισμούς και τα σπίτια Σύρων που εγκατέλειψαν τη χώρα τους για να γλιτώσουν από τον εμφύλιο, δίνοντας 40 δολάρια το κεφάλι στους δουλεμπόρους
Του Θωμά Σίδερη*

Σχεδόν δύο εκατομμύρια Σύροι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους από την αρχή του πολέμου έως σήμερα, κάτω από συνθήκες τρομακτικής ψυχολογικής και σωματικής πίεσης, προκειμένου να σώσουν τις ζωές των παιδιών τους και τις δικές τους. Οι περισσότεροι από αυτούς φτάνουν στις χώρες υποδοχής μόνο με μια τσάντα με ρούχα στην πλάτη. Από αυτούς, περίπου οι μισοί έφυγαν από τη Συρία το πρώτο οκτάμηνο του 2013. Υπολογίζεται ότι τα τρία τέταρτα των προσφύγων είναι γυναίκες και παιδιά. Μέχρι στιγμής, ο Λίβανος έχει δεχτεί 700.000 πρόσφυγες, η Ιορδανία 520.000, το Ιράκ 155.000, η Αίγυπτος 111.000 και η Τουρκία 450.000 πρόσφυγες.


Η απόσταση που χωρίζει το Χαλέπι της Συρίας από το Kιρκάν, μια μικρή πόλη στη νοτιοδυτική Τουρκία, είναι μόλις 145 χιλιόμετρα. Για τους Σύρους πρόσφυγες όμως που περνούν τα σύνορα, υπό το άγρυπνο βλέμμα των ελεύθερων σκοπευτών, μοιάζει με έναν μακρύ και ατέλειωτο Γολγοθά. Ενας Γολγοθάς που αποτιμάται με περίπου 40 ευρώ το κεφάλι – τόσα ζητούν οι ντόπιοι δουλέμποροι από τους πρόσφυγες για να τους συνοδεύσουν -υποτίθεται με ασφάλεια- μέχρι τα τουρκικά σύνορα.

Μισθοφόροι των 8.000 δολαρίων

Στην περίπτωση του Χάβαλ, ο υποτιθέμενος παράδεισος των συνόρων, μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, έγινε κόλαση στα περίχωρα του Χαλεπίου. Μια μικρή ομάδα στρατιωτών ακινητοποίησαν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν αυτός και η οικογένειά του, τους έβγαλαν έξω, τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ και τους πέταξαν σε ένα χαντάκι του δρόμου. Εκτός από τον Χάβαλ και τη γυναίκα του, μαζί τους ήταν και τα τρία παιδιά τους. Οι δουλέμποροι επέστρεψαν στην πόλη με το ίδιο αυτοκίνητο για να συνεχίσουν ανενόχλητοι τη δουλειά τους. Αλλωστε, είχαν πληρωθεί προκαταβολικά.

Στην ευρύτερη περιοχή του Χαλεπιού δεν έχουν θέση οι ανθρωπιστικές οργανώσεις. Η περιοχή ελέγχεται από μισθοφόρους από το Πακιστάν, τη Σαουδική Αραβία, τη Λιβύη, την Υεμένη, ακόμα και από τις Φιλιππίνες και την Ινδονησία. Μεταξύ αυτών και κάποιοι νέοι από την Ευρώπη, κυρίως από τον ευρωπαϊκό Νότο που μαστίζεται από την κρίση, οι οποίοι με το δέλεαρ των 8.000 δολαρίων ως μηνιαίο μισθό πιστεύουν ότι ο πόλεμος είναι ένα ακόμα «game» στο πλεϊστέισον. Οι γενειοφόροι πολεμιστές της εξτρεμιστικής ισλαμικής οργάνωσης Τζαμπάτ Αλ Νούσρα πυροβολούν αδιακρίτως και με απίστευτη ευκολία οτιδήποτε κινείται.

Ο τρόπος που ενεργούν και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν κάθε φορά συναγωνίζονται στον τρόμο και τη φρίκη. Αρκεί να σηκώσουν τα χέρια ψηλά και να φωνάξουν τρεις φορές «Αλλάχ, αλ Ακμπαρ» (ο Αλλάχ είναι μεγάλος). Μετά από αυτό μπορούν να κάνουν οτιδήποτε: να σκοτώσουν, να βιάσουν, ακόμα και να κατασπαράξουν ζωντανά τα θύματά τους. Τελευταία, έχουν εξαπολύσει ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό εναντίον των Κούρδων της Συρίας, που υπολογίζονται σε περίπου τρία εκατομμύρια ψυχές. Η περιφέρεια του Χαλεπίου κατοικείται κυρίως από Κούρδους.

Η επίθεση στο Ρεϊχανλί
 Το Χατάι είναι μια μεγάλη πεδινή περιοχή της Τουρκίας που απλώνεται κατά μήκος των συριακών συνόρων. Εδώ βρίσκεται η φημισμένη πόλη της Αντάκειας, αλλά και οι μικρότερες πόλεις Κιρκάν και Ρεϊχανλί. Στο Ρεϊχανλί, τη συνοριακή αυτή κωμόπολη, βρίσκονται σήμερα οι πολυπληθέστεροι καταυλισμοί Σύρων προσφύγων σε τουρκικό έδαφος. Σε ένα τέτοιο στρατόπεδο προσφύγων, σχεδόν ένα χιλιόμετρο από τον συνοριακό σταθμό, εκατοντάδες μικροσκοπικά κοντέινερ, ασφυκτικά τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο κάτω από τον καυτό ήλιο, στεγάζουν περίπου τρεις χιλιάδες ανθρώπους. Δεκάδες άλλα αυτοκίνητα με συριακές πινακίδες βρίσκονται παραταγμένα και στις δύο πλευρές του δρόμου μπροστά από τον καταυλισμό.

Τα μέτρα ασφαλείας στην πύλη είναι δρακόντεια, κυρίως μετά την αιματηρή έκρηξη που σημειώθηκε στο Ρεϊχανλί τον περασμένο Μάιο και στοίχισε τη ζωή σε πενήντα ανθρώπους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν Τούρκοι πολίτες. Λίγες ώρες μετά τη βομβιστική επίθεση με παγιδευμένα αυτοκίνητα, η κυβέρνηση Ερντογάν επέβαλε περιορισμούς στην ενημέρωση. Οι πληροφορίες από το Χατάι έρχονται πλέον με το σταγονόμετρο.

Η επίσκεψη της Ασφάλειας
 Το αεροπλάνο προσγειώνεται νωρίς το πρωί στο αεροδρόμιο του Χατάι, μετά από σχεδόν δύο ώρες πτήση από την Κωνσταντινούπολη. Δέκα και μισή το πρωί περνάμε με το τηλεοπτικό συνεργείο και τους γιατρούς της INSADER την πύλη του καταυλισμού στο Κιρκάν. Εδώ βρίσκεται ένα καλά οργανωμένο κέντρο υγείας, στεγασμένο σε πέντε κοντέινερ. Η INSADER κατάφερε να φτιάξει από το μηδέν μια πρωτοβάθμια μονάδα υγείας με τη βοήθεια Σύρων γιατρών που έχουν βρει καταφύγιο στο Κιρκάν. Η μονάδα υγείας τώρα πια διαθέτει γενικό παθολόγο, ορθοπεδικό, οδοντίατρο και παιδίατρο. Ο τελευταίος είναι πολύ σημαντικός για τον καταυλισμό, γιατί το ένα τρίτο των προσφύγων είναι παιδιά που χρειάζονται εμβολιασμούς, ενώ λόγω της ελλιπούς σίτισης και των κακών συνθηκών υγιεινής αρρωσταίνουν συχνά.

Η επίσκεψη στο «νοσοκομείο» έχει τελειώσει και καθώς κατευθύνομαι στο αυτοκίνητο του συνοδού μου, του Νούρι, για τη μετάβασή μας στον μεγάλο προσφυγικό καταυλισμό του Ρεϊχανλί, βρίσκομαι ξαφνικά περικυκλωμένος από άνδρες της τουρκικής Ασφάλειας. Ο κύριος απέναντί μου συστήνεται ως αστυνομικός διευθυντής του Κιρκάν και μου ζητά το διαβατήριό μου. Ο οπερατέρ και ο ηχολήπτης απομακρύνονται διακριτικά. Είναι η τελευταία φορά που τους βλέπω. Ακολουθούν διαπραγματεύσεις σχεδόν δύο ωρών μεταξύ του συνοδού μου, του Νούρι, και του αστυνομικού διευθυντή. Στο σημείο καταφτάνει και ο Ραχμί Βάρντι, ένας τοπικός καναλάρχης στο Χατάι και μέλος του Τουρκικού Εθνικιστικού Κόμματος MHP. Λίγο αργότερα θα μάθω ότι ο Βάρντι ήταν αυτός που ειδοποίησε την Αστυνομία και τις λοιπές τοπικές αρχές ώστε να μου απαγορευτεί η οποιαδήποτε επαφή με τους πρόσφυγες. Λίγο αργότερα ο Νούρι θα μου εκμυστηρευτεί ότι το κυριότερο πρόβλημα ήταν το ελληνικό διαβατήριό μου.

Βόμβες και τρώγλες
 Επιστροφή στο Κιρκάν για να συνομιλήσω με Σύρους πρόσφυγες που ζουν σε σπίτια εκτός των προσφυγικών καταυλισμών. Ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός για τα σπίτια αυτά είναι «τρώγλες». Μου θυμίζουν τις παράγκες που έστησε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στην παραλία της Δραπετσώνας για την «Αλλη θάλασσα». Σε κάποιες περιπτώσεις είναι στάβλοι που κάτοικοι του Κιρκάν νοίκιασαν σε πρόσφυγες, ακόμα και για 150 ή 200 δολάρια τον μήνα. Τα περισσότερα από τα σπίτια που επισκέπτομαι δεν έχουν ρεύμα και νερό.

Ο Μπαχούζ, ένας 33χρονος Κούρδος της Συρίας, θα μου πει ότι το ενοίκιο για ένα μικρό σπίτι δύο δωματίων, με ηλεκτρικό και νερό, μπορεί να φτάσει και τα 400 δολάρια. Υπάρχουν όμως και κάτοικοι του Κιρκάν που δεν θέλουν να νοικιάσουν το σπίτι τους σε πρόσφυγες. Οσο περνάει ο καιρός, πληθαίνουν οι ρατσιστικές συμπεριφορές. «Οσοι πρόσφυγες καταφέρνουν να βρουν δουλειά στη γεωργία ή ως εργάτες στην οικοδομή παίρνουν λιγότερα από τα μισά χρήματα σε σχέση με τους Τούρκους εργάτες» μου εξηγεί ο Μπαχούζ. «Δεν υπάρχουν όμως δουλειές και όσα χρήματα έφεραν κάποιοι μαζί τους εξανεμίστηκαν πολύ γρήγορα. Η ζωή εδώ είναι πολύ πιο ακριβή σε σχέση με το Χαλέπι».

Με το αυτοκίνητο του Νούρι ανηφορίζουμε έναν χωμάτινο λόφο. Αυτή τη φορά έχω μαζί μου, σε ρόλο μεταφραστών, τον Χάνι, έναν 28χρονο φαρμακοποιό από το Χαλέπι, που κάνει το διδακτορικό του στην Αγγλία και παράλληλα εργάζεται σε εταιρεία του Λονδίνου, και την Τζίλντα, ένα νέο κορίτσι 22 χρόνων. Οι γονείς του Χάνι βρίσκονται στο προσφυγικό στρατόπεδο του Ρεϊχανλί και εκείνος ήρθε να τους επισκεφτεί λόγω του Ραμαζανιού.

Σταματάμε έξω από ένα ετοιμόρροπο κίτρινο σπίτι που το απαλό φως του απογεύματος «γλυκαίνει» την ασχήμια του. Τρέχει να μας προϋπαντήσει ένας τρίχρονος πιτσιρικάς με μια μικρή μπάλα στα χέρια. Περιεργάζεται την ετικέτα της οργάνωσης INSADER που κρέμεται από τον λαιμό μου με ένα μαύρο κορδόνι. Εκείνη την ώρα περνά από πάνω μας ένα αεροπλάνο της γραμμής που μόλις έχει απογειωθεί από το αεροδρόμιο του Χατάι. Το αγόρι τρέχει γρήγορα στο σπίτι του να κρυφτεί. Λίγο αργότερα θα μάθω από τον Χάνι ότι το παιδί αυτό φοβάται τα αεροπλάνα επειδή πιστεύει ότι θα πετάξουν βόμβες και θα τους σκοτώσουν. Δεν έχει περάσει άλλωστε και πολύς καιρός από εκείνη την Κυριακή του περασμένου Απριλίου, τότε που μια ρουκέτα από τον ουρανό έπεσε στο σπίτι τους και σκότωσε τους έξι θείους του την ώρα του μεσημεριανού φαγητού…

Ο Ισμαήλ είναι 47 χρόνων και μένει με τη γυναίκα του και τους τέσσερις γιους του απέναντι από το σπίτι του αγοριού. Ο μεγαλύτερος γιος τους είναι 13 χρόνων και ο μικρότερος 8 μηνών. Μένουν σε ένα πολύ μικρό τσιμεντένιο σπίτι, βαμμένο εξωτερικά στο χρώμα του σάπιου μήλου. Πάνω σε μια γκαζιέρα βράζει ντοματόσουπα που σκορπά παντού μέσα στο σπίτι μια υπέροχη μυρωδιά. Σε ένα άλλο βαρέλι φυλάσσεται το πόσιμο νερό, ενώ για τη λάτρα και την καθαριότητα χρησιμοποιούν ένα λάστιχο με νερό από το δίκτυο ύδρευσης.

Ο Ισμαήλ είναι δάσκαλος και η γυναίκα του δασκάλα. Στη Συρία, υπηρετούσαν στο ίδιο σχολείο. Το σχολείο τους σήμερα είναι μόνο χαλάσματα. Κάποιος νυχτερινός βομβαρδισμός το ισοπέδωσε. Οταν καταστράφηκε το σχολείο, η κυβέρνηση σταμάτησε να τους πληρώνει ακόμα και αυτά τα λιγοστά χρήματα που τους έδινε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Ισμαήλ πλήρωσε δουλεμπόρους και ήρθε με την οικογένειά του στην Τουρκία. Είναι μόνο 47 χρόνων αλλά φαίνεται πολύ μεγαλύτερος. Μου δείχνει τα χέρια του και τα πόδια του με απελπισία. Η Τζίλντα μού εξηγεί ότι πάσχει από ρευματοειδή αρθρίτιδα και έχει φοβερούς πόνους που τον εμποδίζουν να εργαστεί σε χειρωνακτικές εργασίες. Επειδή πρέπει να εργαστεί για να μπορέσει να συντηρήσει την οικογένειά του, είναι διατεθειμένος να δουλέψει οπουδήποτε, αλλά εδώ και δύο μήνες βρίσκει παντού πόρτες κλειστές.

«Καλοί» δουλέμποροι
 Τον Μπαχούζ Ντάγοντ τον συνάντησα στον καταυλισμό των προσφύγων στο Κιρκάν, λίγο πριν φύγω. Είχε τελειώσει το Ιφτάρ, το δείπνο των μουσουλμάνων κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού, κι εκείνος καθόταν σε μια γωνιά και κάπνιζε νευρικά. Μιλούσε καλά αγγλικά, το όνειρό του ήταν να σπουδάσει αγγλική φιλολογία, αλλά τελικά έγινε πολιτικός μηχανικός. Την ώρα που ανταλλάσσαμε μέιλ, τον ρώτησα τι του συμβαίνει. Μου εξομολογήθηκε πως οι αγριότητες των μισθοφόρων της Τζαμπάτ Αλ Νούσρα δεν έχουν τελειωμό και πως προσπαθεί να φέρει κοντά του τη γυναίκα του και τη δίχρονη κόρη τους. Οταν πια γύρισα στην Αθήνα, βρήκα ένα μήνυμά του που έλεγε πως η οικογένειά του ενώθηκε ξανά.

Ο Μπαχούζ δεν θέλει να μείνει στην Τουρκία. Θέλει να περάσει στην Ελλάδα και από εκεί να πάει σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Είναι καλά ενημερωμένος για την οικονομική κρίση στη χώρα μας και πιστεύει ότι δεν θα βρει δουλειά εδώ. Θέλει να πάει σε κάποια χώρα του πλούσιου ευρωπαϊκού Βορρά. «Για να περάσεις στην Ελλάδα ο Τούρκος δουλέμπορος στη Σμύρνη ζητά 3.000 ευρώ το κεφάλι και από την Ελλάδα στην Ευρώπη άλλα 7.000 ευρώ. Συνολικά και για τους τρεις μας χρειαζόμαστε 30.000 ευρώ. Είναι πάρα πολλά λεφτά και δεν τα έχω» μου εξηγεί. Καθώς ανάβει το επόμενο τσιγάρο, μου λέει: «Από την άλλη, οι ζωές μας είναι στα χέρια των δουλεμπόρων. Είμαστε έρμαια της “φιλευσπλαχνίας” τους. Την προηγούμενη εβδομάδα βούλιαξε η βάρκα στα ανοιχτά της Χίου και πνίγηκαν οι περισσότεροι. Το άκουσες αυτό;» με ρωτάει, προσπαθώντας να με κάνει να επιβεβαιώσω τους φόβους του. «Είναι εξαιρετικά επικίνδυνα» του απαντώ. «Πώς μπορώ να ρισκάρω τις ζωές της γυναίκας μου και της κόρης μου;» μου λέει.

Ο Μπαχούζ κατάγεται από το χωριό Αφρίν, της επαρχίας Σεκχ Αλ Χαντίντ. Το χωριό του στα κουρδικά λέγεται Σιέχ. Το 2010 παντρεύτηκε και αγόρασε με τη γυναίκα του ένα σπίτι στα περίχωρα του Χαλεπίου. «Πήραμε καινούργια έπιπλα και ήμαστε πολύ χαρούμενοι και ευτυχισμένοι που όλα στο σπίτι μας ήταν καινούργια. Και ξαφνικά όλα σταμάτησαν στις 15 Μαρτίου 2011». Ηταν η μέρα που ξεκίνησαν οι ταραχές στη Συρία. «Πολύ φοβάμαι ότι η ζωή μας άλλαξε για πάντα. Αλλά δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε», μου λέει καθώς μου σφίγγει το χέρι.

Αλλαγή φρουράς
 Οταν ο Μπαχούζ χρειάστηκε μια μικρή βοήθεια, του έστειλα μήνυμα να πάει και να βρει τον Νούρι. Ημουν σίγουρος πως θα τον βοηθήσει. Ο Μπαχούζ τον αναζήτησε, αλλά το γραφείο του ήταν κλειστό και κανένας δεν του έλεγε πού ήταν. Χρειάστηκε να κάνω μια μικρή έρευνα για να μάθω ότι ο Νούρι απαλλάχθηκε των καθηκόντων του, ενώ χρέη υπευθύνου στο προσφυγικό στρατόπεδο του Κιρκάν εκτελεί πλέον ο εθνικιστής Ραχμί Βάρντι.
 ……………………………………………………………………………………………………………………………

* Ο Θωμάς Σίδερης είναι δημοσιογράφος, δημιουργός του ντοκιμαντέρ «THE BORDERS»