Έρχεται τέλος εποχής για το πολιτικό
Ισλάμ; Ή μήπως το ερώτημα δεν απηχεί άλλο από ευσεβείς πόθους Αμερικανών
και άλλων δυτικών αναλυτών, τους οποίους ενίσχυσαν τα αλλεπάλληλα
ξεσπάσματα των σοβαρότατων και εξελισσόμενων πολιτικών κρίσεων εις βάρος
των ισλαμιστικών κυβερνήσεων στην Τουρκία, την Αίγυπτο και την Τυνησία
εδώ και δυόμισι περίπου μήνες; Τα πολιτικά και υπαρξιακά ερωτήματα του
τύπου «είναι το Ισλάμ συμβατό με τη Δημοκρατία;» μήπως εν τέλει
αποδεικνύονται ψευδεπίγραφα; Η πολιτική αναταραχή – που έχει ήδη κοστίσει τις ζωές εκατοντάδων και
τη σωματική ακεραιότητα χιλιάδων πολιτών στις τρεις αυτές χώρες – έχει
ανεβάσει ακόμη πιο ψηλά «στο κόκκινο» τον δείκτη του κινδύνου στην
ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου.
Ταυτόχρονα «σκιαγραφεί» ένα ακόμη πιο ζοφερό σκηνικό στη γεωγραφική
γειτονιά και «πίσω αυλή» της Ευρώπης (και φυσικά και της Ελλάδας), το
οποίο είναι ήδη άκρως βεβαρημένο από τη φρίκη του εμφυλίου στη Συρία και
τη φετινή αναζωπύρωση της σεχταριστικής βίας στο Ιράκ, όπου – μόνο μέσα
στον Ιούλιο – η αιματηρή «σοδειά» των νεκρών έφθασε ρεκόρ πενταετίας.
Από σήμερα και για ένα τριήμερο, οι ανά την υφήλιο μουσουλμάνοι γιορτάζουν την Έιντ Αλ Φιτρ, τη διακοπή της νηστείας του ιερού μήνα Ραμαντάν. Όμως το φετινό Ραμαζάνι είναι το πλέον αιματοβαμμένο εδώ και χρόνια.Ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε την ιστορία όσο γίνεται πιο ψύχραιμα, έχοντας κατά νου το εξής: Παρότι η Μέση Ανατολή έχει γεννήσει πάμπολλους προφήτες και τις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, εντούτοις, μέσα στο άκρως πολύπλοκο κουβάρι των σύγχρονων πολιτικών της δυναμικών, σήμερα είναι αδύνατο να γίνει κάποιος «προφήτης» και να προβλέψει το μέλλον της.
Νίκησαν, απέτυχαν
Η υπόθεση του πολιτικού Ισλάμ (που, σε γενικές γραμμές, σήμερα ξεκινά από το ΑΚΡ του Ερντογάν και καταλήγει στην Αλ Κάιντα) πάντα αφορούσε τους σουνίτες μουσουλμάνους, οι οποίοι υπολογίζονται σε πάνω από το 80% των 1,7 δισ. του ισλαμικού πληθυσμού – ενός ποσοστού ισοδύναμου με το 23%, περίπου, των ανθρώπων της υφηλίου.Η ρεφορμιστική του εκδοχή – επικεντρωμένη κυρίως στην υλοποίηση του Χαλιφάτου – κατάφερε να πετύχει πολλά τα τελευταία χρόνια, ειδικά μέσα στην τριετία των κοσμοϊστορικών, για των αραβικό κόσμο, μεταβολών που προκάλεσαν οι εξεγέρσεις αυτού που τεχνικά αποκαλείται ακόμα «Αραβική Άνοιξη».Οι ισλαμιστές, έχοντας να αντιμετωπίσουν τα απολυταρχικά καθεστώτα της όλης περιοχής, ήδη από τα μέσα του 20ού αιώνα είχαν διαφοροποιηθεί με βάση την ιδεολογία και πολιτική στρατηγική τους σε δύο κυρίαρχες τάσεις:
♦ Η μία εντόπισε την ανάγκη για μια ειρηνική και εξελικτική μεταβολή της πολιτικής πραγματικότητας.
♦ Η άλλη επαγγέλλεται αλλαγές εκ θεμελίων που μπορούν να υλοποιηθούν μόνο με αποφασιστική αντιπαράθεση με το κοσμικό κράτος μέσα από τη χρήση βίας.
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι της Αιγύπτου (ιδρυμένοι το 1928, από τα παλαιότερα κόμματα στον Αραβικό Κόσμο) ήταν οι πρώτοι ισλαμιστές που υιοθέτησαν την πρώτη τάση, πολύ πριν από την ίδρυση των «συγγενών» πολιτικών κομμάτων στην Τουρκία. Άλλες οργανώσεις ισλαμιστών επέλεξαν τη δεύτερη τάση, ιδρύοντας ένοπλα κινήματα τζιχαντιστών, με αποκορύφωμα την «ομπρέλα» της Αλ Κάιντα.
Ισλαμιστές επωφελήθηκαν από τις μετεπαναστατικές κάλπες στις αραβικές χώρες. Κι ας μην ήταν οι ισλαμιστές στην πρωτοπορία των συγκεκριμένων εξεγέρσεων, τις οποίες προώθησαν κυρίως μορφωμένα τμήματα της νεολαίας που οραματίζονταν φιλελεύθερες, κοσμικές πολιτικές διακυβέρνησης και ήξεραν να χειρίζονται επιτυχώς με ιδέες πρωτότυπες τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φέρνοντας προ εκπλήξεων το «βαθύ κράτος» των γερασμένων, φθαρμένων δικτατοριών και προκαλώντας την κατάρρευσή τους πρώτα στην Τυνησία και ύστερα στην Αίγυπτο.
Όμως ούτε λύσεις για τα χρονίζοντα ζωτικά ζητήματα της οικονομίας και των ακραίων αναγκών της ζωτικής επιβίωσης των πολιτών είχαν με επιτυχία να εφαρμόσουν οι φρεσκο-νομιμοποιημένες κυβερνήσεις των ισλαμιστών, ούτε απέφυγαν να εξοργίσουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού που δεν επιθυμεί να του ρυθμίζει την καθημερινότητά του η συντηρητική ισλαμική ατζέντα που επιχείρησαν να εφαρμόσουν οι κρατούντες.
Ναι, όντως, τόσο η κυβέρνηση Ομπάμα όσο και εκείνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αλλά και, εν πολλοίς, ένα σημαντικό μέρος της Αριστεράς στην Ευρώπη) επιχείρησαν να δώσουν απτή υπόσταση στην ελπίδα πως η μετεπαναστατική Αίγυπτος θα αποτελούσε επιτυχές πείραμα της συμφιλίωσης του Ισλάμ με τη Δημοκρατία. Η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες επένδυσαν αξιοσημείωτα πολιτικά κεφάλαια στη στρατηγική, σύμφωνα με την οποία, με τον Μοχάμεντ Μόρσι στην αιγυπτιακή προεδρία, στη χώρα αυτή θα μπορούσε να μεταφυτευτεί το λεγόμενο «τουρκικό μοντέλο» και βαθμιαία η ίδια να αποτελέσει «οδικό χάρτη» διακυβέρνησης και για τις άλλες μουσουλμανικές κοινωνίες.
Τουρκικό μοντέλο
Εξαιρουμένων, φυσικά, πάντοτε των πάγιων στρατηγικών συμμάχων των ΗΠΑ – Ιορδανία, Σαουδική Αραβία και λοιπές μοναρχίες του Κόλπου –, παρά το γεγονός ότι Σαουδάραβες και Καταριανοί έχουν παίξει (και ακόμα παίζουν) τουλάχιστον αμφιλεγόμενο ρόλο ως προς τη στήριξη των φονταμενταλιστών στην όλη περιοχή, με αποκορύφωμα τον συριακό εμφύλιο.
Η υπόθεση του «τουρκικού μοντέλου», ειδικά στην Αίγυπτο, είχε αναδειχτεί σε θέμα της ημερησίας διάταξης επί προεδρίας Μόρσι, ενσωματώνοντας την αντίληψη ενός πολιτικού συστήματος όπου ο στρατός θα διατηρούσε τα συνήθη προνόμιά του και θα αντιπαρερχόταν τους συμβατικούς τρόπους λογοδοσίας και διαφάνειας στο όνομα της δημοκρατικής σταθερότητας.
Όμως αυτό κατέληξε σε μία μεγάλη πολιτική... παρεξήγηση μεταξύ των δυνάμεων που ενσαρκώνουν το μετεπαναστατικό ρεύμα και εκείνων που νοσταλγούν το σύστημα της εποχής Μουμπάρακ – τις δομές και τα πρόσωπα του οποίου η αιγυπτιακή επανάσταση της 25ης Ιανουαρίου 2011 απέτυχε να ξεριζώσει:
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι (με την έμπρακτη και αυτοπρόσωπη βοήθεια του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν) ερμήνευσαν το «τουρκικό μοντέλο» ως υπόθεση πολιτικής κυριαρχίας που έχει γίνει αποδεκτή από τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς θεσμούς.Έτσι, φρόντισαν να τα «βρουν» με τους στρατιωτικούς, τόσο επί εποχής του πρώτου στρατιωτικού νόμου που εκπροσωπούσε ο στρατηγός Μοχάμεντ Ταντάουι όσο και, κατόπιν, με τον διάδοχό του και ηγέτη του σημερινού πραξικοπήματος (που δεν είναι πραξικόπημα κατά ΗΠΑ και Ε.Ε.), τον στρατηγό Άμπντελ Φάταχ Σαΐντ Χουσέιν Χαλίλ Ελ Σίσι, όπως είναι το πλήρες όνομα του νέου πολιτικού «ευνοούμενου» της Ουάσιγκτον στην Αίγυπτο.
Αντιαμερικανισμός
Επομένως, στο όνομα της τουρκικής εκδοχής του πολιτικού Ισλάμ, έγιναν νέο σύστημα οι κοινές επιδιώξεις συνδιαχείρισης της εξουσίας στρατιωτικών και Αδελφών Μουσουλμάνων εις βάρος της υπόθεσης της πραγματικής λαϊκής κυριαρχίας, την οποία ζητούσε και ζητά ακόμη το προοδευτικό τμήμα των εξεγερμένων στην Αίγυπτο.Η ανεξέλεγκτη και αδιαφανής ιδιοκτησία μεγάλου μέρους των πλουτοπαραγωγικών πηγών και μέσων παραγωγής της χώρας από τον στρατό «πήγε αγκαζέ» με την πολιτική και κοινωνική ηγεμονία των ισλαμιστών, μέχρι που το, υπό τον Σίσι πραξικόπημα, έβαλε τέλος στον συνεταιρισμό.
Στην Αίγυπτο λέγεται υπό μορφή παροιμίας πως «ο στρατός κατασκευάζει από βελόνες μέχρι πυραύλους»! Ελάχιστες πληροφορίες βλέπουν το φως σχετικά με τις οικονομικές δραστηριότητες των στρατιωτικών, οι οποίες κινούνται σε συντονισμό με 14, συνολικά, κύριες εταιρείες, με κύκλο εργασιών που υπολογίζεται ότι καλύπτει μέχρι και το 40% του ΑΕΠ της χώρας.
Ειρωνεία θαρρείς: τη συνοικία Νασρ Σίτι στο ανατολικό Κάιρο, όπου βρίσκεται το τζαμί Ραμπάα Αλ Ανταουίγια – κέντρο και στρατηγείο για την καθιστική διαμαρτυρία των Αδελφών Μουσουλμάνων από την ανατροπή του Μόρσι στις 3 Ιουλίου – ο στρατός την έχει κτίσει (και ταυτόχρονα την εκμεταλλεύεται οικονομικά από τη δεκαετία του ‘60) προς τιμήν του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ. Ο ίδιος, για την ακρίβεια, την ονόμασε έτσι προς τιμήν του.
Ο στρατηγός Σίσι δεν είναι Νάσερ, όσο και αν επιδιώκουν τον παραλληλισμό οι υποστηρικτές του. Ο ακραίος και εκρηκτικός διχασμός της πολιτικής και κοινωνικής ταυτότητας, εν μέσω των 85 περίπου εκατομμυρίων του αιγυπτιακού πληθυσμού, μόνο ένα κοινό σημείο έχει να επιδείξει σε αυτό το διάστημα: τον συνεχώς αυξανόμενο αντιαμερικανισμό. Οι υποστηρικτές των στρατιωτικών κατηγορούν ακόμα τις ΗΠΑ ότι στήριξαν τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, ενώ οι ισλαμιστές αρνούνται κάθε αμερικανική μεσολάβηση για την επίλυση της κρίσης.
Ακόμα και τα συνθήματα των δύο στρατοπέδων μοιάζουν μεταξύ τους:
♦ Όταν ο Σίσι είχε καλέσει σε διαδηλώσεις «εναντίον των τρομοκρατών» τα πλήθη των υποστηρικτών του, στις 26 Ιουλίου, και όλα τελικά κατέληξαν σε νέα σφαγή δεκάδων ισλαμιστών στους δρόμους, την ίδια ώρα στην Ταχρίρ φώναζαν: «Ω, καταραμένη Αμερική, δεν θέλουμε τη βοήθειά σου!». Ήταν ενόψει της αναστολής της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Αίγυπτο – ενός ποσού της τάξης των 1,3 δισ. δολαρίων (ποσό δεύτερο μετά από του Ισραήλ στην περιοχή).
♦ «Ω, Αμερική, γιατί ανακατεύεσαι;» φωνάζουν και οι υποστηρικτές του Μόρσι στο Ραμπάα Αλ Ανταουίγια.
Ωστόσο, είναι αυτός ο αντιαμερικανισμός προπομπός εξελίξεων ή απλώς ένα πρόσχημα; Θα φανεί πολύ σύντομα...http://www.topontiki.gr/article/56890/Mas-teleiose-to-politiko-Islam
Από σήμερα και για ένα τριήμερο, οι ανά την υφήλιο μουσουλμάνοι γιορτάζουν την Έιντ Αλ Φιτρ, τη διακοπή της νηστείας του ιερού μήνα Ραμαντάν. Όμως το φετινό Ραμαζάνι είναι το πλέον αιματοβαμμένο εδώ και χρόνια.Ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε την ιστορία όσο γίνεται πιο ψύχραιμα, έχοντας κατά νου το εξής: Παρότι η Μέση Ανατολή έχει γεννήσει πάμπολλους προφήτες και τις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, εντούτοις, μέσα στο άκρως πολύπλοκο κουβάρι των σύγχρονων πολιτικών της δυναμικών, σήμερα είναι αδύνατο να γίνει κάποιος «προφήτης» και να προβλέψει το μέλλον της.
Νίκησαν, απέτυχαν
Η υπόθεση του πολιτικού Ισλάμ (που, σε γενικές γραμμές, σήμερα ξεκινά από το ΑΚΡ του Ερντογάν και καταλήγει στην Αλ Κάιντα) πάντα αφορούσε τους σουνίτες μουσουλμάνους, οι οποίοι υπολογίζονται σε πάνω από το 80% των 1,7 δισ. του ισλαμικού πληθυσμού – ενός ποσοστού ισοδύναμου με το 23%, περίπου, των ανθρώπων της υφηλίου.Η ρεφορμιστική του εκδοχή – επικεντρωμένη κυρίως στην υλοποίηση του Χαλιφάτου – κατάφερε να πετύχει πολλά τα τελευταία χρόνια, ειδικά μέσα στην τριετία των κοσμοϊστορικών, για των αραβικό κόσμο, μεταβολών που προκάλεσαν οι εξεγέρσεις αυτού που τεχνικά αποκαλείται ακόμα «Αραβική Άνοιξη».Οι ισλαμιστές, έχοντας να αντιμετωπίσουν τα απολυταρχικά καθεστώτα της όλης περιοχής, ήδη από τα μέσα του 20ού αιώνα είχαν διαφοροποιηθεί με βάση την ιδεολογία και πολιτική στρατηγική τους σε δύο κυρίαρχες τάσεις:
♦ Η μία εντόπισε την ανάγκη για μια ειρηνική και εξελικτική μεταβολή της πολιτικής πραγματικότητας.
♦ Η άλλη επαγγέλλεται αλλαγές εκ θεμελίων που μπορούν να υλοποιηθούν μόνο με αποφασιστική αντιπαράθεση με το κοσμικό κράτος μέσα από τη χρήση βίας.
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι της Αιγύπτου (ιδρυμένοι το 1928, από τα παλαιότερα κόμματα στον Αραβικό Κόσμο) ήταν οι πρώτοι ισλαμιστές που υιοθέτησαν την πρώτη τάση, πολύ πριν από την ίδρυση των «συγγενών» πολιτικών κομμάτων στην Τουρκία. Άλλες οργανώσεις ισλαμιστών επέλεξαν τη δεύτερη τάση, ιδρύοντας ένοπλα κινήματα τζιχαντιστών, με αποκορύφωμα την «ομπρέλα» της Αλ Κάιντα.
Ισλαμιστές επωφελήθηκαν από τις μετεπαναστατικές κάλπες στις αραβικές χώρες. Κι ας μην ήταν οι ισλαμιστές στην πρωτοπορία των συγκεκριμένων εξεγέρσεων, τις οποίες προώθησαν κυρίως μορφωμένα τμήματα της νεολαίας που οραματίζονταν φιλελεύθερες, κοσμικές πολιτικές διακυβέρνησης και ήξεραν να χειρίζονται επιτυχώς με ιδέες πρωτότυπες τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, φέρνοντας προ εκπλήξεων το «βαθύ κράτος» των γερασμένων, φθαρμένων δικτατοριών και προκαλώντας την κατάρρευσή τους πρώτα στην Τυνησία και ύστερα στην Αίγυπτο.
Όμως ούτε λύσεις για τα χρονίζοντα ζωτικά ζητήματα της οικονομίας και των ακραίων αναγκών της ζωτικής επιβίωσης των πολιτών είχαν με επιτυχία να εφαρμόσουν οι φρεσκο-νομιμοποιημένες κυβερνήσεις των ισλαμιστών, ούτε απέφυγαν να εξοργίσουν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού που δεν επιθυμεί να του ρυθμίζει την καθημερινότητά του η συντηρητική ισλαμική ατζέντα που επιχείρησαν να εφαρμόσουν οι κρατούντες.
Ναι, όντως, τόσο η κυβέρνηση Ομπάμα όσο και εκείνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αλλά και, εν πολλοίς, ένα σημαντικό μέρος της Αριστεράς στην Ευρώπη) επιχείρησαν να δώσουν απτή υπόσταση στην ελπίδα πως η μετεπαναστατική Αίγυπτος θα αποτελούσε επιτυχές πείραμα της συμφιλίωσης του Ισλάμ με τη Δημοκρατία. Η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες επένδυσαν αξιοσημείωτα πολιτικά κεφάλαια στη στρατηγική, σύμφωνα με την οποία, με τον Μοχάμεντ Μόρσι στην αιγυπτιακή προεδρία, στη χώρα αυτή θα μπορούσε να μεταφυτευτεί το λεγόμενο «τουρκικό μοντέλο» και βαθμιαία η ίδια να αποτελέσει «οδικό χάρτη» διακυβέρνησης και για τις άλλες μουσουλμανικές κοινωνίες.
Τουρκικό μοντέλο
Εξαιρουμένων, φυσικά, πάντοτε των πάγιων στρατηγικών συμμάχων των ΗΠΑ – Ιορδανία, Σαουδική Αραβία και λοιπές μοναρχίες του Κόλπου –, παρά το γεγονός ότι Σαουδάραβες και Καταριανοί έχουν παίξει (και ακόμα παίζουν) τουλάχιστον αμφιλεγόμενο ρόλο ως προς τη στήριξη των φονταμενταλιστών στην όλη περιοχή, με αποκορύφωμα τον συριακό εμφύλιο.
Η υπόθεση του «τουρκικού μοντέλου», ειδικά στην Αίγυπτο, είχε αναδειχτεί σε θέμα της ημερησίας διάταξης επί προεδρίας Μόρσι, ενσωματώνοντας την αντίληψη ενός πολιτικού συστήματος όπου ο στρατός θα διατηρούσε τα συνήθη προνόμιά του και θα αντιπαρερχόταν τους συμβατικούς τρόπους λογοδοσίας και διαφάνειας στο όνομα της δημοκρατικής σταθερότητας.
Όμως αυτό κατέληξε σε μία μεγάλη πολιτική... παρεξήγηση μεταξύ των δυνάμεων που ενσαρκώνουν το μετεπαναστατικό ρεύμα και εκείνων που νοσταλγούν το σύστημα της εποχής Μουμπάρακ – τις δομές και τα πρόσωπα του οποίου η αιγυπτιακή επανάσταση της 25ης Ιανουαρίου 2011 απέτυχε να ξεριζώσει:
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι (με την έμπρακτη και αυτοπρόσωπη βοήθεια του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν) ερμήνευσαν το «τουρκικό μοντέλο» ως υπόθεση πολιτικής κυριαρχίας που έχει γίνει αποδεκτή από τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς θεσμούς.Έτσι, φρόντισαν να τα «βρουν» με τους στρατιωτικούς, τόσο επί εποχής του πρώτου στρατιωτικού νόμου που εκπροσωπούσε ο στρατηγός Μοχάμεντ Ταντάουι όσο και, κατόπιν, με τον διάδοχό του και ηγέτη του σημερινού πραξικοπήματος (που δεν είναι πραξικόπημα κατά ΗΠΑ και Ε.Ε.), τον στρατηγό Άμπντελ Φάταχ Σαΐντ Χουσέιν Χαλίλ Ελ Σίσι, όπως είναι το πλήρες όνομα του νέου πολιτικού «ευνοούμενου» της Ουάσιγκτον στην Αίγυπτο.
Αντιαμερικανισμός
Επομένως, στο όνομα της τουρκικής εκδοχής του πολιτικού Ισλάμ, έγιναν νέο σύστημα οι κοινές επιδιώξεις συνδιαχείρισης της εξουσίας στρατιωτικών και Αδελφών Μουσουλμάνων εις βάρος της υπόθεσης της πραγματικής λαϊκής κυριαρχίας, την οποία ζητούσε και ζητά ακόμη το προοδευτικό τμήμα των εξεγερμένων στην Αίγυπτο.Η ανεξέλεγκτη και αδιαφανής ιδιοκτησία μεγάλου μέρους των πλουτοπαραγωγικών πηγών και μέσων παραγωγής της χώρας από τον στρατό «πήγε αγκαζέ» με την πολιτική και κοινωνική ηγεμονία των ισλαμιστών, μέχρι που το, υπό τον Σίσι πραξικόπημα, έβαλε τέλος στον συνεταιρισμό.
Στην Αίγυπτο λέγεται υπό μορφή παροιμίας πως «ο στρατός κατασκευάζει από βελόνες μέχρι πυραύλους»! Ελάχιστες πληροφορίες βλέπουν το φως σχετικά με τις οικονομικές δραστηριότητες των στρατιωτικών, οι οποίες κινούνται σε συντονισμό με 14, συνολικά, κύριες εταιρείες, με κύκλο εργασιών που υπολογίζεται ότι καλύπτει μέχρι και το 40% του ΑΕΠ της χώρας.
Ειρωνεία θαρρείς: τη συνοικία Νασρ Σίτι στο ανατολικό Κάιρο, όπου βρίσκεται το τζαμί Ραμπάα Αλ Ανταουίγια – κέντρο και στρατηγείο για την καθιστική διαμαρτυρία των Αδελφών Μουσουλμάνων από την ανατροπή του Μόρσι στις 3 Ιουλίου – ο στρατός την έχει κτίσει (και ταυτόχρονα την εκμεταλλεύεται οικονομικά από τη δεκαετία του ‘60) προς τιμήν του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ. Ο ίδιος, για την ακρίβεια, την ονόμασε έτσι προς τιμήν του.
Ο στρατηγός Σίσι δεν είναι Νάσερ, όσο και αν επιδιώκουν τον παραλληλισμό οι υποστηρικτές του. Ο ακραίος και εκρηκτικός διχασμός της πολιτικής και κοινωνικής ταυτότητας, εν μέσω των 85 περίπου εκατομμυρίων του αιγυπτιακού πληθυσμού, μόνο ένα κοινό σημείο έχει να επιδείξει σε αυτό το διάστημα: τον συνεχώς αυξανόμενο αντιαμερικανισμό. Οι υποστηρικτές των στρατιωτικών κατηγορούν ακόμα τις ΗΠΑ ότι στήριξαν τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, ενώ οι ισλαμιστές αρνούνται κάθε αμερικανική μεσολάβηση για την επίλυση της κρίσης.
Ακόμα και τα συνθήματα των δύο στρατοπέδων μοιάζουν μεταξύ τους:
♦ Όταν ο Σίσι είχε καλέσει σε διαδηλώσεις «εναντίον των τρομοκρατών» τα πλήθη των υποστηρικτών του, στις 26 Ιουλίου, και όλα τελικά κατέληξαν σε νέα σφαγή δεκάδων ισλαμιστών στους δρόμους, την ίδια ώρα στην Ταχρίρ φώναζαν: «Ω, καταραμένη Αμερική, δεν θέλουμε τη βοήθειά σου!». Ήταν ενόψει της αναστολής της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Αίγυπτο – ενός ποσού της τάξης των 1,3 δισ. δολαρίων (ποσό δεύτερο μετά από του Ισραήλ στην περιοχή).
♦ «Ω, Αμερική, γιατί ανακατεύεσαι;» φωνάζουν και οι υποστηρικτές του Μόρσι στο Ραμπάα Αλ Ανταουίγια.
Ωστόσο, είναι αυτός ο αντιαμερικανισμός προπομπός εξελίξεων ή απλώς ένα πρόσχημα; Θα φανεί πολύ σύντομα...http://www.topontiki.gr/article/56890/Mas-teleiose-to-politiko-Islam