Η πρόσφατη τηλεοπτική εμφάνιση του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ και τα κρίσιμα σημεία του διαγγέλματός του επιβεβαίωσαν αρκούντως την τροπή των εξελίξεων που οδηγούν μάλλον σε ένα τέλος των συγκρούσεων. Αν και τούτο διαφαίνεται ήδη, δεν είναι όμως ακόμη εμφανές το πότε και κυρίως το πώς θα κλείσει αυτός ο κύκλος του αίματος και της κοινωνικής εξαθλίωσης στη Συρία.
Η έναρξη των συγκρούσεων στην αραβική αυτή χώρα επήλθε ως επακόλουθο προηγούμενων εξεγέρσεων σε άλλες ισλαμικές χώρες, όπου σημειώθηκαν μεν ιστορικές ανατροπές, αλλά το αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά εκείνο που επεδίωκαν οι δυνάμεις της προόδου υπήρξε. Στη Συρία όμως ουδέποτε υπήρξαν συνθήκες παρόμοιες αυτών που οδήγησαν σε εξεγέρσεις στις χώρες του Μαγκρέμπ, στην Αίγυπτο, στην Υεμένη και αργότερα στην Ιορδανία. Η Συρία δεν είχε γνωρίσει το θρησκευτικό φανατισμό και υπήρχε μεγάλη ανοχή στη διαφορετικότητα.
Εκεί διαβιοί άλλωστε και μεγάλη πληθυσμιακή μερίδα με χριστιανική πίστη. Το μπααθικό καθεστώς Ασαντ υπήρξε -για την εποχή του- ένα συγκριτικά προοδευτικό σύστημα διακυβέρνησης έναντι άλλων θεοκρατικών καθεστώτων στον αραβικό κόσμο, όπου οι γυναίκες ούτε καν άδεια οδήγησης αυτοκινήτου διαθέτουν. Στην πορεία των εμφυλιοπολεμικών συρράξεων σε χώρες της βόρειας Αφρικής επιχειρήθηκε η εισαγωγή του «μοντέλου» της «αραβικής άνοιξης» και στη Συρία. Την ίδια ώρα, δε, οι εμίρηδες του Κόλπου και η Δύση βοηθούσαν στην καταστολή ανάλογων εξεγέρσεων σε χώρες όπως το Μπαχρέιν, η Ιορδανία, το Μαρόκο και η Υεμένη.
Στη διάρκεια της κλιμάκωσης των συγκρούσεων στη Συρία εκδηλώθηκε η πρώτη ανάμιξη ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας, οι οποίες ανακήρυξαν σε εχθρό τους το νόμιμο πρόεδρο της χώρας. Στη ρηξικέλευθη αυτή πολιτική που προωθούσαν ηγετικές δυνάμεις της Δύσης, όπου αντιδρούσαν όμως δυναμικά αφ' ενός η Ρωσία και αφ' ετέρου η Κίνα, πρωτοστάτησε η τότε Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, η οποία επεδίωκε συνάμα να επιβάλει στη Δαμασκό μια κυβέρνηση στα δικά της μέτρα και στα μέτρα του Ισραήλ. Το ακόμη χειρότερο ήταν πως η ίδια παρέσυρε και την Ε.Ε. (μέσω Αγγλίας) στην ίδια καταστροφική πολιτική, επιστρατεύοντας γι' αυτό κάθε διαθέσιμο μέσο.
Ούτε η παρουσία σημαντικών κλιμακίων της Αλ Κάιντα σε συριακό έδαφος και μουτζαχεντίν από τον Καύκασο και ασιατικές χώρες προβλημάτισε τη Δύση. Είναι γεγονός, μάλιστα, ότι σε νοσοκομεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης κατέφθαναν δεκάδες τραυματίες από τη Λιβύη, οι οποίοι μετά την αποθεραπεία τους προωθούνταν μέσω Τουρκίας στα πεδία των συγκρούσεων κοντά στη Δαμασκό. Τα υψηλού κόστους νοσήλια καταβάλλονταν ασφαλώς από γνωστά αραβικά ταμεία, τα οποία πλήρωναν και τους ισλαμιστές μισθοφόρους. Το είδος αυτό των «μαχητών» του Ισλάμ απαντά εν τω μεταξύ, μετά τη Βοσνία, στο Κόσοβο, στην Τσετσενία, στη Λιβύη, στην Υεμένη, στη Σομαλία και σε άλλες εστίες κρίσης.
Πέραν του παράγοντος Ρωσία, η Δύση δεν αποτίμησε και τον παράγοντα λαό στη Συρία, όπου το καθεστώς Ασαντ βρίσκει ακόμη σημαντική λαϊκή υποστήριξη. Τούτο οφείλεται σίγουρα και στην αδυναμία των αντιπολιτευόμενων ομάδων να παρουσιάσουν μια πειστική εναλλακτική λύση.
Ομως το ρόλο αυτό δεν θα μπορούσε να αναθέσει κανείς σε έξωθεν δυνάμεις, όπως τούτο συνέβη στο μπααθικό επίσης Ιράκ, όπου η κατάσταση βαίνει καθημερινά από το κακό στο χειρότερο, ενώ η χώρα ήταν και παραμένει -ντε φάκτο- τριχοτομημένη. Τούτο άνοιξε προφανώς και τουρκικές ορέξεις, καθώς η κατάσταση έλαβε κρισιμότερες διαστάσεις με την ανοιχτή εμπλοκή στη συριακή σύγκρουση του πρωθυπουργού της γείτονος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Εχοντας στο εσωτερικό του διάφορα ανοιχτά μέτωπα, ο Τούρκος ηγέτης επιχείρησε με τούτο να καταστεί εκφραστής του σουνιτικού κόσμου όλης της Μέσης Ανατολής. Και όχι μόνο «δεν του βγήκε» το χαρτί αυτό, αλλά γύρισε πάνω του μπούμερανγκ και βρήκε απέναντί του μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας, το οποίο είναι αντίθετο με την πολιτική ισλαμοποίησης της δημόσιας ζωής στη χώρα.
Ανεξάρτητα από το πολιτικό μέλλον του σημερινού Σύρου προέδρου και του όποιου τέλους μέλλει να έχει η εσωτερική συριακή σύγκρουση, η διεθνής κοινότητα οφείλει επιτέλους να διδαχθεί από τα ερείπια που έχουν συσσωρευθεί σε όλες τις συριακές πόλεις. Πέραν τούτων είναι ο τραγικός απολογισμός των περισσότερων από 100 χιλιάδων νεκρών, καθώς και πολλών χιλιάδων προσφύγων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Ολα αυτά συνιστούν ουσιαστικά το τίμημα αυτής της σύγκρουσης, αυτό είναι το αποτέλεσμα που έφερε η εισαγόμενη «αραβική άνοιξη» στη Συρία. Καιρός είναι άλλωστε να εκτιμήσουν και οι αραβικοί λαοί τα όσα βιώνουν τα τελευταία χρόνια στον τόπο τους, συνειδητοποιώντας παράλληλα το γεγονός ότι θρησκεία και πολιτική είναι δύο διαφορετικά πράγματα, τα οποία δύσκολα παντρεύονται.
* Δημοσιογράφος, πολιτικός επιστήμονας