Η κυβέρνηση Ερντογάν «φιμώνει» και τιμωρεί κάθε ανεξάρτητη και επικριτική φωνή, σε εφημερίδες και τηλεόραση
Της Ελλης Πάνου
Τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης στην Τουρκία αιμορραγούν αργά και σταθερά τα τελευταία χρόνια. Η τελευταία αντεπίθεση, όμως, του Ταγίπ Ερντογάν, τα οδηγεί ταχύτατα στην άβυσσο, με τη φίμωση και τη συστηματική τιμωρία κάθε ελεύθερης, ανεξάρτητης και επικριτικής εναντίον του φωνής.
«Η εχθρότητα του Τούρκου πρωθυπουργού κατά του Τύπου δεν είναι κάτι καινούργιο» σχολιάζει ο Ντέιβιντ Γκάρνερ στους «Financial Times». «Ωστόσο, μετά την τρίτη, συνεχόμενη νίκη του στις κάλπες, το 2011, και ειδικά μετά την εξέγερση του Ιουνίου κατά της παρεμβατικής κι αυταρχικής συμπεριφοράς του, ο Ερντογάν έδειξε τις πραγματικές του προθέσεις». Οι μαζικές διαδηλώσεις με αφορμή το πάρκο Γκεζί αλλά και οι πριν από μερικές ημέρες βαριές καταδίκες και δημοσιογράφων για τη διαβόητη υπόθεση Εργκενεκόν αποκάλυψαν πόσο στριμωγμένα στη γωνία είναι τα μέσα ενημέρωσης.
Διαπλοκή
Τον περασμένο μήνα απολύθηκε από την εφημερίδα «Sabah» ο έγκριτος αρθρογράφος της, Γιαβούζ Μπαϊντάρ. Ηταν ένας από τους 22 δημοσιογράφους που εκδιώχθηκαν και τους 37 που εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση λόγω της κάλυψης των γεγονότων της Ταξίμ, σύμφωνα τουλάχιστον με την Ενωση Τούρκων Δημοσιογράφων. (Η Τουρκία δεν είναι απλώς «ο χειρότερος δεσμοφύλακας δημοσιογράφων παγκοσμίως», αναφέρει η Επιτροπή Προστασίας των Δημοσιογράφων, αλλά όπως υποστήριξε και ο Μπαϊντάρ σε άρθρο του στους «New York Times», τα περισσότερα τουρκικά ΜΜΕ είτε έχουν υποχρεωθεί να «σιωπούν» είτε χρησιμοποιούνται από τους ιδιοκτήτες τους προκειμένου να εξασφαλίσουν πλούσια κρατικά συμβόλαια στις κατασκευές, στον τραπεζικό τομέα ή στις τηλεπικοινωνίες.)
Η ατμόσφαιρα, για παράδειγμα, άρχισε να μυρίζει μπαρούτι στις αρχές του χρόνου στην εφημερίδα «Milliyet», όταν ο βετεράνος δημοσιογράφος Χασάν Τζεμάλ αναγκάστηκε να φύγει εξαιτίας της έντονης κριτικής που άσκησε στον Ταγίπ Ερντογάν και στο κατεστημένο των media. Και η κρίση κορυφώθηκε την περασμένη εβδομάδα, μετά την παραίτηση του αρχισυντάκτη Ντέρια Σαζάκ και την απόλυση του αρθρογράφου Τζαν Ντουντάρ. «Μου τηλεφώνησε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας, Ερντογάν Ντεμιρορέν, για να μου πει ότι η δουλειά μου στη “Milliyet” τελείωσε» δήλωσε ο Ντουντάρ. «Την περίμενα αυτή την εξέλιξη εδώ και καιρό. Δεν ήταν έκπληξη για μένα. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι ότι χάθηκε μια δουλειά, αλλά ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε ένα επάγγελμα. Εάν δεν ενωθούμε, θα υπάρξουν κι άλλα θύματα. Είναι σαφές τι παθαίνουν αυτοί που δεν σκύβουν μπροστά στο κυβερνών κόμμα. Οταν ο Ερντογάν είπε σε μια συγκέντρωση τον περασμένο Μάρτιο “κατάρα στη δημοσιογραφία”, δεν ήταν απλώς μια κουβέντα, αλλά μια διαταγή. Το γραφείο του αφεντικού της “Milliyet” αμέσως μετά κατακλύστηκε από τηλεφωνήματα υπουργών και συμβούλων που του ζητούσαν ακριβώς αυτό: να πραγματοποιήσει την επιθυμία του πρωθυπουργού».
Με τις απειλές, τον εκφοβισμό και τα συμφέροντα να κυριαρχούν και στο τηλεοπτικό τοπίο, παρόμοια είναι η κατάσταση και στη «Sabah», μια καθημερινή εφημερίδα με κυκλοφορία, το 2011, 330.000 φύλλα.
Εμμεση εξαγορά
Η Sabah υποστηρίζει ότι στόχος της είναι η υπεράσπιση της δημοκρατίας, της ελεύθερης αγοράς και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από το 2007 όμως και μετά φαίνεται ότι βασική προτεραιότητά της είναι η προάσπιση της κυβέρνησης. Και βεβαίως, όχι τυχαία. Την χρονιά εκείνη ο Ερντογάν εξασφάλισε, εμμέσως, τον έλεγχο της εφημερίδας και μετά την απόλυση αρκετών παλαιών δημοσιογράφων της, η «Sabah» -και το κανάλι ATV- βρέθηκαν στην κατοχή του ομίλου ΜΜΕ Turkuaz, που ανήκε στην εταιρεία Çalık Holding, του οποίου διευθύνων σύμβουλος είναι ο Αχμέτ Τσαλίκ, γαμπρός του Τούρκου πρωθυπουργού. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι η αγορά, που στοίχισε 1,1 δισ. δολάρια, έγινε με δάνεια από δύο κρατικές τράπεζες, κατόπιν «συστάσεων» του ίδιου του Ερντογάν!
Τόσο η «Millyet» όσο και η «Sabah» ήταν δυο βασικοί πυλώνες του Τύπου στην Τουρκία – η πρώτη τις δεκαετίες ‘60 και ‘70 στον σοσιαλδημοκρατικό χώρο και η δεύτερη το ‘80 και το ‘90 στο φιλελεύθερο στρατόπεδο. Αυτές οι δύο ναυαρχίδες της δημοσιογραφίας έχουν πλέον προσαράξει. «Σήμερα βλέπουμε τη “Sabah” να αγωνιά και να παλεύει για την επιβίωσή της», λέει ο πρώην αρχισυντάκτης της, Εργούν Μπαμπαχάν.«Η εφημερίδα έχει γίνει κυβερνητικό όργανο, με μια ομάδα δημοσιογράφων αποκομμένων από την πραγματικότητα και μια διευθυντική ομάδα που έχει μόνο μία ανησυχία: τον μισθουλάκο της».
Η επικρατούσα άποψη μεταξύ πολλών δημοσιογράφων είναι ότι αυτή η εκστρατεία για τον «επανασχεδιασμό» των μέσων ενημέρωσης είναι πλέον μεταξύ των προτεραιοτήτων του Ερντογάν, εν όψει των εκλογών του 2014 και του 2015. Οπως λέει ο Φαρούκ Μπιλντιριτζί, στέλεχος της «Hurriyet», «οι ασφυκτικές πιέσεις της κυβέρνησης στην κριτική, ερευνητική και ανεξάρτητη δημοσιογραφία θα ενταθούν ακόμα πιο πολύ όσο πλησιάζει η ώρα της κάλπης». Σε άρθρο του, ο απολυμένος από τη «Milliyet» Χασάν Τζεμάλ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: «Η συνεργασία των αφεντικών των ΜΜΕ με την κυβέρνηση, είτε εθελοντικά είτε καταναγκαστικά, υπονομεύει όχι μόνο τη δημοσιογραφία αλλά την ίδια τη δημοκρατία και καταργεί παντελώς την ελευθερία του λόγου. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην Τουρκία σήμερα. Η στενή πολιορκία των media είναι στενή πολιορκία της δημοκρατίας. Εάν αποτύχουμε να δούμε αυτή την πραγματικότητα, εάν κάνουμε τα στραβά μάτια ή εάν σωπάσουμε, θα είναι απερισκεψία και ντροπή για τη δημοκρατία».
O Ερντογάν είναι άμεσα ή έμμεσα υπεύθυνος για τη σύλληψη τουλάχιστον 50 δημοσιογράφων «για εγκλήματα κατά της εθνικής ασφάλειας»έγραφε η εφημερίδα «Haaretz», επισημαίνοντας τις ευθύνες των ιδιοκτητών ΜΜΕ, οι οποίοι «είτε χρειάζονται χάρες από την κυβέρνηση ή τον πρωθυπουργό είτε δεν θέλουν να βλάψουν τα δικά τους επιχειρηματικά συμφέροντα ή των συνεταίρων τους, που κατά σύμπτωση επίσης είναι ιδιοκτήτες εφημερίδων ή καναλιών».
Κρίση; Ποια κρίση…
Και φέρνει ως παράδειγμα την τραπεζική κρίση του 2000-2001 στην Τουρκία, την οποία οι περισσότερες εφημερίδες δεν μπόρεσαν να δημοσιεύσουν διότι είτε οι τραπεζίτες ήταν και ιδιοκτήτες μέσου ενημέρωσης είτε είχαν χορηγήσει μεγάλα δάνεια σε επιχειρηματίες της ενημέρωσης, χωρίς τις απαραίτητες εγγυήσεις.
Αλλο παράδειγμα είναι η εφημερίδα «Milliyet», που μαζί με την εφημερίδα «Vatan» ανήκουν στον επιχειρηματία Ερντογάν Ντεμιρορέν, ο οποίος κατάφερε να διορίσει τον γιο του -και διευθύνοντα σύμβουλο της εφημερίδας- στην προεδρία της Τουρκικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, εξασφαλίζοντας συστατική επιστολή από τον ίδιο τον πρωθυπουργό! «Κι αφού είναι τέτοια η φιλία μεταξύ των δύο ανδρών, πώς μπορεί οι εφημερίδες του Ντεμιρορέν να επικρίνουν τον πρωθυπουργό;» αναρωτιέται η «Haaretz». «Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει καν ανάγκη να επιβληθεί λογοκρισία. Είναι “ενσωματωμένη” από τη φύση της σχέσης».
Της Ελλης Πάνου
Τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης στην Τουρκία αιμορραγούν αργά και σταθερά τα τελευταία χρόνια. Η τελευταία αντεπίθεση, όμως, του Ταγίπ Ερντογάν, τα οδηγεί ταχύτατα στην άβυσσο, με τη φίμωση και τη συστηματική τιμωρία κάθε ελεύθερης, ανεξάρτητης και επικριτικής εναντίον του φωνής.
«Η εχθρότητα του Τούρκου πρωθυπουργού κατά του Τύπου δεν είναι κάτι καινούργιο» σχολιάζει ο Ντέιβιντ Γκάρνερ στους «Financial Times». «Ωστόσο, μετά την τρίτη, συνεχόμενη νίκη του στις κάλπες, το 2011, και ειδικά μετά την εξέγερση του Ιουνίου κατά της παρεμβατικής κι αυταρχικής συμπεριφοράς του, ο Ερντογάν έδειξε τις πραγματικές του προθέσεις». Οι μαζικές διαδηλώσεις με αφορμή το πάρκο Γκεζί αλλά και οι πριν από μερικές ημέρες βαριές καταδίκες και δημοσιογράφων για τη διαβόητη υπόθεση Εργκενεκόν αποκάλυψαν πόσο στριμωγμένα στη γωνία είναι τα μέσα ενημέρωσης.
Διαπλοκή
Τον περασμένο μήνα απολύθηκε από την εφημερίδα «Sabah» ο έγκριτος αρθρογράφος της, Γιαβούζ Μπαϊντάρ. Ηταν ένας από τους 22 δημοσιογράφους που εκδιώχθηκαν και τους 37 που εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση λόγω της κάλυψης των γεγονότων της Ταξίμ, σύμφωνα τουλάχιστον με την Ενωση Τούρκων Δημοσιογράφων. (Η Τουρκία δεν είναι απλώς «ο χειρότερος δεσμοφύλακας δημοσιογράφων παγκοσμίως», αναφέρει η Επιτροπή Προστασίας των Δημοσιογράφων, αλλά όπως υποστήριξε και ο Μπαϊντάρ σε άρθρο του στους «New York Times», τα περισσότερα τουρκικά ΜΜΕ είτε έχουν υποχρεωθεί να «σιωπούν» είτε χρησιμοποιούνται από τους ιδιοκτήτες τους προκειμένου να εξασφαλίσουν πλούσια κρατικά συμβόλαια στις κατασκευές, στον τραπεζικό τομέα ή στις τηλεπικοινωνίες.)
Η ατμόσφαιρα, για παράδειγμα, άρχισε να μυρίζει μπαρούτι στις αρχές του χρόνου στην εφημερίδα «Milliyet», όταν ο βετεράνος δημοσιογράφος Χασάν Τζεμάλ αναγκάστηκε να φύγει εξαιτίας της έντονης κριτικής που άσκησε στον Ταγίπ Ερντογάν και στο κατεστημένο των media. Και η κρίση κορυφώθηκε την περασμένη εβδομάδα, μετά την παραίτηση του αρχισυντάκτη Ντέρια Σαζάκ και την απόλυση του αρθρογράφου Τζαν Ντουντάρ. «Μου τηλεφώνησε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας, Ερντογάν Ντεμιρορέν, για να μου πει ότι η δουλειά μου στη “Milliyet” τελείωσε» δήλωσε ο Ντουντάρ. «Την περίμενα αυτή την εξέλιξη εδώ και καιρό. Δεν ήταν έκπληξη για μένα. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι ότι χάθηκε μια δουλειά, αλλά ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε ένα επάγγελμα. Εάν δεν ενωθούμε, θα υπάρξουν κι άλλα θύματα. Είναι σαφές τι παθαίνουν αυτοί που δεν σκύβουν μπροστά στο κυβερνών κόμμα. Οταν ο Ερντογάν είπε σε μια συγκέντρωση τον περασμένο Μάρτιο “κατάρα στη δημοσιογραφία”, δεν ήταν απλώς μια κουβέντα, αλλά μια διαταγή. Το γραφείο του αφεντικού της “Milliyet” αμέσως μετά κατακλύστηκε από τηλεφωνήματα υπουργών και συμβούλων που του ζητούσαν ακριβώς αυτό: να πραγματοποιήσει την επιθυμία του πρωθυπουργού».
Με τις απειλές, τον εκφοβισμό και τα συμφέροντα να κυριαρχούν και στο τηλεοπτικό τοπίο, παρόμοια είναι η κατάσταση και στη «Sabah», μια καθημερινή εφημερίδα με κυκλοφορία, το 2011, 330.000 φύλλα.
Εμμεση εξαγορά
Η Sabah υποστηρίζει ότι στόχος της είναι η υπεράσπιση της δημοκρατίας, της ελεύθερης αγοράς και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από το 2007 όμως και μετά φαίνεται ότι βασική προτεραιότητά της είναι η προάσπιση της κυβέρνησης. Και βεβαίως, όχι τυχαία. Την χρονιά εκείνη ο Ερντογάν εξασφάλισε, εμμέσως, τον έλεγχο της εφημερίδας και μετά την απόλυση αρκετών παλαιών δημοσιογράφων της, η «Sabah» -και το κανάλι ATV- βρέθηκαν στην κατοχή του ομίλου ΜΜΕ Turkuaz, που ανήκε στην εταιρεία Çalık Holding, του οποίου διευθύνων σύμβουλος είναι ο Αχμέτ Τσαλίκ, γαμπρός του Τούρκου πρωθυπουργού. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι η αγορά, που στοίχισε 1,1 δισ. δολάρια, έγινε με δάνεια από δύο κρατικές τράπεζες, κατόπιν «συστάσεων» του ίδιου του Ερντογάν!
Τόσο η «Millyet» όσο και η «Sabah» ήταν δυο βασικοί πυλώνες του Τύπου στην Τουρκία – η πρώτη τις δεκαετίες ‘60 και ‘70 στον σοσιαλδημοκρατικό χώρο και η δεύτερη το ‘80 και το ‘90 στο φιλελεύθερο στρατόπεδο. Αυτές οι δύο ναυαρχίδες της δημοσιογραφίας έχουν πλέον προσαράξει. «Σήμερα βλέπουμε τη “Sabah” να αγωνιά και να παλεύει για την επιβίωσή της», λέει ο πρώην αρχισυντάκτης της, Εργούν Μπαμπαχάν.«Η εφημερίδα έχει γίνει κυβερνητικό όργανο, με μια ομάδα δημοσιογράφων αποκομμένων από την πραγματικότητα και μια διευθυντική ομάδα που έχει μόνο μία ανησυχία: τον μισθουλάκο της».
Η επικρατούσα άποψη μεταξύ πολλών δημοσιογράφων είναι ότι αυτή η εκστρατεία για τον «επανασχεδιασμό» των μέσων ενημέρωσης είναι πλέον μεταξύ των προτεραιοτήτων του Ερντογάν, εν όψει των εκλογών του 2014 και του 2015. Οπως λέει ο Φαρούκ Μπιλντιριτζί, στέλεχος της «Hurriyet», «οι ασφυκτικές πιέσεις της κυβέρνησης στην κριτική, ερευνητική και ανεξάρτητη δημοσιογραφία θα ενταθούν ακόμα πιο πολύ όσο πλησιάζει η ώρα της κάλπης». Σε άρθρο του, ο απολυμένος από τη «Milliyet» Χασάν Τζεμάλ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: «Η συνεργασία των αφεντικών των ΜΜΕ με την κυβέρνηση, είτε εθελοντικά είτε καταναγκαστικά, υπονομεύει όχι μόνο τη δημοσιογραφία αλλά την ίδια τη δημοκρατία και καταργεί παντελώς την ελευθερία του λόγου. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην Τουρκία σήμερα. Η στενή πολιορκία των media είναι στενή πολιορκία της δημοκρατίας. Εάν αποτύχουμε να δούμε αυτή την πραγματικότητα, εάν κάνουμε τα στραβά μάτια ή εάν σωπάσουμε, θα είναι απερισκεψία και ντροπή για τη δημοκρατία».
O Ερντογάν είναι άμεσα ή έμμεσα υπεύθυνος για τη σύλληψη τουλάχιστον 50 δημοσιογράφων «για εγκλήματα κατά της εθνικής ασφάλειας»έγραφε η εφημερίδα «Haaretz», επισημαίνοντας τις ευθύνες των ιδιοκτητών ΜΜΕ, οι οποίοι «είτε χρειάζονται χάρες από την κυβέρνηση ή τον πρωθυπουργό είτε δεν θέλουν να βλάψουν τα δικά τους επιχειρηματικά συμφέροντα ή των συνεταίρων τους, που κατά σύμπτωση επίσης είναι ιδιοκτήτες εφημερίδων ή καναλιών».
Κρίση; Ποια κρίση…
Και φέρνει ως παράδειγμα την τραπεζική κρίση του 2000-2001 στην Τουρκία, την οποία οι περισσότερες εφημερίδες δεν μπόρεσαν να δημοσιεύσουν διότι είτε οι τραπεζίτες ήταν και ιδιοκτήτες μέσου ενημέρωσης είτε είχαν χορηγήσει μεγάλα δάνεια σε επιχειρηματίες της ενημέρωσης, χωρίς τις απαραίτητες εγγυήσεις.
Αλλο παράδειγμα είναι η εφημερίδα «Milliyet», που μαζί με την εφημερίδα «Vatan» ανήκουν στον επιχειρηματία Ερντογάν Ντεμιρορέν, ο οποίος κατάφερε να διορίσει τον γιο του -και διευθύνοντα σύμβουλο της εφημερίδας- στην προεδρία της Τουρκικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, εξασφαλίζοντας συστατική επιστολή από τον ίδιο τον πρωθυπουργό! «Κι αφού είναι τέτοια η φιλία μεταξύ των δύο ανδρών, πώς μπορεί οι εφημερίδες του Ντεμιρορέν να επικρίνουν τον πρωθυπουργό;» αναρωτιέται η «Haaretz». «Σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει καν ανάγκη να επιβληθεί λογοκρισία. Είναι “ενσωματωμένη” από τη φύση της σχέσης».