Σε
ένα πρόσφατο άρθρο του που δημοσιεύτηκε ταυτόχρονα σε μεγάλες
εφημερίδες της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Πολωνίας, της Ιταλίας
και της Ισπανίας, υπό τον απολογητικό τίτλο «οι Γερμανοί δεν θέλουμε μια γερμανική Ευρώπη», ο Γερμανός υπουργός οικονομικών Βόλγκανγκ Σόιμπλε (Wolfgang Schäuble) αρνήθηκε πως η Γερμανία επιδιώκει να αναλάβει ηγεμονικό ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Ο Σόιμπλε, που με την υπουργό εργασίας Ούρσουλα Φον Ντερ Λέιεν (Ursula von der Leyen) είναι τα δύο τελευταία μέλη του υπουργικού συμβουλίου της καγκελαρίου 'Ανγκελα Μέρκελ (Angela Merkel) που μπορούν να χαρακτηριστούν «ευρωπαϊστές» με την παλιά δυτικογερμανική έννοια, έγραψε αυτό που πιστεύει. Το
τελευταίο πράγμα που θα ήθελε θα ήταν να αντιστραφεί η πορεία της
Γερμανίας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση -και μαζί η βάση της
σταθερότητας της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων. Γνωρίζει με τι θα καλούνταν να αναμετρηθούν οι Γερμανοί, αν ποτέ συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Μετά την ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας το 1871, η Γερμανία κατέλαβε μια εν μέρει ηγεμονική, αλλά ριψοκίνδυνη, θέση στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τον εκλιπώντα ιστορικό Λούντβιχ Ντέιο (Ludwig Dehio), η Γερμανία ήταν «πολύ αδύναμη για να κυριαρχήσει στην Ευρώπη, αλλά και πολύ ισχυρή για να αυτοπεριοριστεί». Αυτή η κατάσταση έστρωσε το έδαφος στα δεινά του 20ού αιώνα. Χάρη
στην επιτυχημένη μεταπολεμική ευρωπαϊκή ενοποίηση, η διχοτομημένη -και
στη συνέχεια η ενωμένη- Γερμανία, απέφυγαν να βυθιστούν ξανά στο ίδιο,
παλιό δίλημμα. Είναι προφανώς προς το συμφέρον της Γερμανίας αυτή η κατάσταση πραγμάτων να παραμείνει ως έχει. Αλλά μήπως έχει ήδη αλλάξει;
Ο Σόιμπλε αντιδρά σε μια συγκεκριμένη απειλή. Είναι ο άνθρωπος που έχει αναλάβει να ασκεί πίεση στις Βρυξέλλες εκ μέρους της Μέρκελ -και είναι εις θέση να συναισθάνεται τις ρωγμές που προκαλεί, και που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διάρρηξη τον ίδιο τον πυρήνα της Ευρώπης. Είναι ο άνθρωπος που όταν συναντάται με τους υπουργούς οικονομικών της «οικονομικής νομισματικής ενότητας» (ΟΝΕ) νιώθει την αγανάκτηση των «οφειλετών κρατών» κάθε φορά που ακυρώνει αλλαγές στην εφαρμοζόμενη πολιτική. Η ἀρνησή του σε μια τραπεζική ένωση που θα αμοιβαιοποιούσε το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης των χρεοκοπημένων τραπεζών είναι μόνο το πιο πρόσφατο σχετικό παράδειγμα.
Ο Σόιμπλε σχεδόν ταυτίζεται με την υπόθεση της καγκελαρίου πως οι
Γερμανοί φορολογούμενοι δεν πρέπει να επιβαρυνθούν ούτε ευρώ παραπάνω
από τα απολύτως απαραίτητα που απαιτούν οι αγορές για να διασωθεί το
ευρώ -και που πάντοτε αυτές λάβαιναν, ως μέρος της πολιτικής των «πακέτων διάσωσης», που υπηρετούν ανοικτά τα συμφέροντα των επενδυτών.
Φυσικά, αυτή η αυστηρά ακολουθούμενη πορεία δεν αποκλείει να δοθούν 100
εκατομμύρια ευρώ σε δάνεια για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στα
ταλαίπωρα ξαδέρφια μας της Αθήνας, αφού ανοίξει το θησαυροφυλάκιο της
τράπεζας του πλούσιου Γερμανού θείου.
Διπροσωπία
Η αλήθεια είναι πως η κυβέρνηση Μέρκελ επιβάλλει
την αμφισβητούμενη πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης της στη Γαλλία και
τις «νότιες χώρες», χάρη και στην (μη αναγνωρισμένη όσο το αξίζει)
πολιτική στήριξη εκ μέρους της «ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας» (ΕΚΤ). Παράλληλα
η Γερμανία αρνείται στην Ευρώπη το δικαίωμα να αναλάβει συλλογικά την
ευθύνη για τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης της, προτιμώντας να
επωμιστεί τακτικά μονομερώς την ευθύνη αυτή (ορισμένοι θα έλεγαν
απολύτως φυσιολογικά) ως ηγεμονική δύναμη της Ευρώπης. Αναλογιστείτε
τα εξωφρενικά νούμερα της ανεργίας των νέων στη νότιο Ευρώπη, μια μόνο
από τις επιπτώσεις των εφαρμοζόμενων πολιτικών λιτότητας που στις
κοινωνίες αυτές επιβαρύνουν δυσανάλογα τους κοινωνικά ασθενέστερους.
Ιδωμένο υπό αυτή την οπτική γωνία, το μήνυμα «δεν θέλουμε μια γερμανική Ευρώπη» μπορεί να ερμηνευτεί με έναν πολύ λιγότερο ελκυστικό τρόπο, ήτοι ως άρνηση της Γερμανίας να αναλάβει τις ευθύνες της. Τυπικά το «ευρωπαϊκό συμβούλιο» λαβαίνει τις αποφάσεις του με ομοφωνία. Ως ένα μόνο από τα δεκαοκτώ μέλη της ΟΝΕ, η Μέρκελ μπορεί
έτσι να επιδιώκει, δίχως να έχει ενοχές, την εξυπηρέτηση των εθνικών
της συμφερόντων ή τουλάχιστο όποια θεωρεί πως είναι αυτά. Για όσο καιρό
οι εταίροι της Γερμανίας δεν αμφισβητούν ανοικτά αυτήν την παθητική «νομιμοφροσύνη» του Βερολίνου προς την Ευρώπη, η γερμανική κυβέρνηση θα συνεχίσει να αντλεί κέρδη από την οικονομική επικυριαρχία της, που θα μπορούσαν μάλιστα να χαρακτηριστούν δυσανάλογα.
Αλλά
πώς είναι δυνατό να θεωρηθεί αξιόπιστη οποιαδήποτε χειρονομία
ταπεινοφροσύνης εκ μέρους του Βερολίνου, από τη στιγμή που αφήνει
ανέγγιχτη μια πολιτική η οποία εκμεταλλεύεται κατάφορα την οικονομική
και δημογραφική επικυριαρχία της Γερμανίας επί της Ευρώπης; Όταν
επί παραδείγματι αναβάλλεται επ' αόριστον η ψήφιση από τις Βρυξέλλες
αυστηρότερων προδιαγραφών στις εκπομπές ρύπων στα υπερπολυτελή οχήματα
που προτιμούν οι νεόπλουτοι, σε πλήρη αντίθεση με την πολιτική της
ομοσπονδιακής γερμανικής κυβέρνησης κατά της πυρηνικής και υπέρ της
«πράσινης» ενέργειας, μόνο και μόνο από το φόβο μήπως υπάρξουν
αρνητικές παρενέργειες αυτού του μέτρου στη γερμανική
αυτοκινητοβιομηχανία, και μάλιστα μετά από προσωπική παρέμβαση της καγκελαρίου, προς χάριν του σχετικού λόμπι -ή μέχρι να ολοκληρωθούν οι γερμανικές εκλογές; Εκτιμώ πως το άρθρο του Σόιμπλε
είχε ως στόχο να διασκεδάσει την απογοήτευση που έχει προκαλέσει στους
ηγέτες των υπόλοιπων κρατών-μελών της ευρωζώνης η διπροσωπία του
Βερολίνου.
Απατηλή «εθνική κυριαρχία»
Στο όνομα των επιταγών των αγορών, στις οποίες υποτίθεται πως «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση», η
ολοένα και πιο απομονωμένη Γερμανία επιβάλλει πολιτικές σκληρής
λιτότητας στη Γαλλία και τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης που έχουν ήδη
πληγεί από την κρίση. Παραγνωρίζοντας την πραγματικότητα, θεωρεί πως όλα τα μέλη της ΟΝΕ μπορούν να αποφασίζουν «κυρίαρχα» ό,τι θέλουν όσον αφορά τη δημοσιονομική και οικονομική τους πολιτική. Προσκαλούνται έτσι να «εκσυγχρονίσουν»
τη διοίκηση και την οικονομία τους -και να βελτιώσουν την
ανταγωνιστικότητά τους, με τη βοήθεια ενισχύσεων από το ταμείο διάσωσης
όποτε αυτό κριθεί απαραίτητο.
Αυτή η απατηλή «εθνική κυριαρχία» βολεύει τη Γερμανία, διότι απαλλάσσει τον ισχυρότερο εταίρο της ΕΕ από το να λογοδοτήσει για τις αρνητικές επιπτώσεις ορισμένων πολιτικών της στους ασθενέστερους εταίρους της. Είναι μια κατάσταση για την οποία είχε προειδοποιήσει εδώ κι ένα χρόνο σχεδόν ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι (Mario Draghi, όταν έλεγε πως «δεν
είναι ούτε βιώσιμο, ούτε νόμιμο ορισμένα κράτη-μέλη της ευρωζώνης να
εφαρμόζουν εθνικές πολιτικές που βλάπτουν οικονομικά τους εταίρους τους».
Αυτό αξίζει να το εμπεδώσουμε: οι
όροι υπό τους οποίους λειτουργεί σήμερα η ΟΝΕ είναι αποτέλεσμα ελλιπούς
σχεδιασμού, ήτοι της μη ολοκληρωμένης πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης.
Αυτός είναι ο λόγος που η χρηματοδότηση των κρατών μελών για να
επωμισθούν μόνες τους την επίλυση των προβλημάτων τους δεν είναι η
ενδεδειγμένη απάντηση. Οι επιβαλλόμενες πολιτικές λιτότητας δεν μπορούν να διορθώσουν τις υφιστάμενες οικονομικές ανισορροπίες στην ευρωζώνη. Η σταδιακή και μερική εξομοίωση των διαφορετικών επιπέδων παραγωγικότητας απαιτεί μια κοινή -ή τουλάχιστο στενά συντονισμένη- δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική πολιτική.
Εφ' όσον δεν επιθυμούμε οι ακολουθούμενες πολιτικές να μεταλλάξουν την
Ευρώπη σε μια τέλεια τεχνοκρατία, ας ρωτήσουμε τους ίδιους τους πολίτες
τι σκέφτονται για τη δημοκρατική λειτουργία του πυρήνα της Ευρώπης. Ο Βολφγκανγκ Σόιμπλε
τα γνωρίζει αυτά. Τα έχει επαναλάβει μεταξύ άλλων και σε συνεντεύξεις
του στο «Σπίγκελ», χωρίς μολοταύτα τα λεγόμενά του να έχουν επιπτώσεις
στην πολιτική του συμπεριφορά.
Η ευρωπαϊκή πολιτική έχει πέσει σε μια παγίδα που κατηύγασε με έξοχο τρόπο ο πολιτικός κοινωνιολόγος Κλάους Όφε (Claus Offe): δεν
θέλουμε να εγκαταλείψουμε την ΟΝΕ, μια θεσμική αλλαγή που όμως
χρειάζεται χρόνο και είναι ταυτόχρονα αναγκαία, αλλά και αντιδημοφιλής. Αυτός είναι ο λόγος που οι πολιτικοί που ευελπιστούν να επανεκλεγούν επιδιώκουν να κερδίσουν χρόνο. Η
γερμανική κυβέρνηση ιδιαίτερα είναι διπλά παγιδευμένη, καθώς έχει ήδη
αναλάβει έμπρακτα την ευθύνη για την πορεία όλης της Ευρώπης. Είναι επίσης η μόνη κυβέρνηση που
μπορεί να πραγματοποιήσει το πολλά υποσχόμενο βήμα προς το εμπρός -και
θα έπρεπε ήδη να επιδιώκει τη συμπαράσταση της Γαλλίας στη διαδικασία
αυτή. Μπορεί να πρόκειται για ένα απαιτητικό βήμα, αλλά είναι αυτό
που θα κρίνει τη διαδικασία στην οποία επί μισό αιώνα οι πιο
διακεκριμένοι πολιτικοί ολόκληρης της Ευρώπης αφιέρωσαν τον ανθό της
πολιτικής τους παρουσίας.
Οι πολιτικοί χρειάζεται να αποσαφηνίσουν τις προθέσεις τους
Από
την άλλη, τι ακριβώς σημαίνει «μη δημοφιλής»; Αν μια πολιτική λύση
είναι κρίσιμης σημασίας, είναι λογικό να ζητείται από το εκλογικό σώμα
να την επιδοκιμάσει δημοκρατικά. Και ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να συμβεί αυτό, παρά στις κοινοβουλευτικές εκλογές; Κάθε
τι άλλο, δεν είναι παρά διαχείριση της απογοήτευσης. Είναι πάντοτε
λάθος να υποτιμάμε το εκλογικό σώμα -ή να του ζητούμε πολύ λίγα. Εκτιμώ
πως οι πολιτικές ελίτ της Γερμανίας οδεύουν προς ιστορική αποτυχία, εφ'
όσον συνεχίσουν να εθελοτυφλούν και να συμπεριφέρονται λες και
βρισκόμαστε σε μια συνηθισμένη κατάσταση -κι επιμένουν να επιβάλλουν κοντόθωρες πολιτικές πίσω από κλειστές πόρτες, όπως το κάνουν ως σήμερα.
Αντ' αυτού, οι πολιτικοί χρειάζεται να αποσαφηνίσουν τις προθέσεις τους ενώπιον των ολοένα και πιο ανήσυχων υπηκόων
τους, που ουδέποτε κλήθηκαν να ετυμηγορήσουν για σημαντικά ευρωπαϊκά
ζητήματα. Θα κληθούν να ηγηθούν μιας αναπόφευκτα πολωτικής αντιπαράθεσης
για τις υφιστάμενες επιλογές, καμία εκ των οποίων δεν είναι ανώδυνη.
Και θα χρειαστεί να πάψουν να προβάλλουν τις αρνητικές συνέπειες που οι
«δανειστές» οφείλουν να βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα να αποδεχθούν,
εν ονόματι των πιο μακροπρόθεσμων συμφερόντων τους και της μόνης
εποικοδομητικής λύσης στην κρίση.
Ξέρουμε την απάντηση της 'Ανγκελα Μέρκελ: καθησυχαστικές κενολογίες. Η δημόσια περσόνα της μοιάζει να στερείται κάθε κανονιστικού περιεχομένου. Από τότε που ξέσπασε η ελληνική κρίση, το Μάιο του 2010, και οι χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ έχασαν τις εκλογές της Βορείου Ρηνανίας-Βεστφαλίας, όλες της οι κινήσεις υπετάγησαν στον καιροσκοπισμό και στην αγωνία της να παραμείνει στην εξουσία.
Έκτοτε η δαιμόνια καγκελάριος ασκείται σε χειρισμούς, με ξεκάθαρο μυαλό
αλλά χωρίς σαφή στόχευση, ενώ στερεί για δεύτερη φορά τις ομοσπονδιακές
εκλογές από κάθε αμφιλεγόμενο περιεχόμενο, για να μην αναφερθούμε στο προσεκτικό κρύψιμο της ευρωπαϊκής της πολιτικής.
Μπορεί να διαμορφώνει την πολιτική ατζέντα, διότι αν η αντιπολίτευση
αποφάσιζε να εγείρει το ευρωπαϊκό ζήτημα, θα βρισκόταν αντιμέτωπη με
κατηγορίες πως θέλει μια «ένωση χρεών» από εκείνους που ομονοούσαν μόνο όταν δεν είχαν τίποτα να πουν.
Η Ευρώπη βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης, και η πολιτική ισχύς θα πάει σε όποιον έχει το θάρρος να αναίξει δημοσίως τη συζήτηση για τα κρίσιμα ζητήματα. Η Γερμανία δεν κινείται ·στέκεται πάνω σε ένα ηφαίστειο.
Αποτυχαίνουν οι ελίτ; Κάθε δημοκρατική χώρα έχει τους πολιτικούς που της αξίζουν. Δεν υπάρχει τίποτα περίεργο στο να αναμένεται
από αιρετούς να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Είμαι ευτυχής να ζω σε
μια χώρα που από το 1945 δε χρειάζεται πια ήρωες. Επίσης δεν πιστεύω πως την ιστορία τη γράφουν οι προσωπικότητες, τουλάχιστο κατά κανόνα. Αλλά κατανοώ πως υπάρχουν έκτακτες περιστάσεις στις οποίες η γνώση, η φαντασία, το θάρρος και η προθυμία των ιθυνόντων να αναλάβουν τις ευθύνες τους επηρεάζουν την εξέλιξη των γεγονότων.