Πρόσφατα ολοκλήρωσα την εξαιρετικά καλογραμμένη και ενδιαφέρουσα
μονογραφία «Η Κίνα από την Ουράνια Αυτοκρατορία στην Ανερχόμενη
Υπερδύναμη του 21ου Αιώνα» του καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο
Πανεπιστήμιο Χαράλαμπου Παπασωτηρίου, των εκδόσεων Ποιότητα. Η Κίνα, ο
για πολλούς αιώνες σε ύπνωση «δράκος» υπό το νανούρισμα της κομφουκιανής
φιλοσοφίας, παρέμεινε για μεγάλο διάστημα στο περιθώριο των διεθνών
εξελίξεων. Το διάστημα αυτό αποτελεί μια μακρά περίοδο εξωτερικών
παρεμβάσεων, στρατιωτικών διαπομπεύσεων -κυρίως από την Ιαπωνία- και
διαρκούς συρρίκνωσης (εδαφικής, οικονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής)
λόγω της αδυναμίας της Πολιτείας να εκσυγχρονιστεί.
Χαρακτηριστικά, όταν στα τέλη του 18ου αιώνα η Βρετανία πραγματοποίησε μια τεράστια για τα μέτρα της εποχής διπλωματική αποστολή στην Κίνα με σκοπό τη χαρτογράφηση του τεράστιου αυτού κράτους αλλά και τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών, η απάντηση του αυτοκράτορα Τσιαν Λονγκ προς τον Γεώργιο τον Γ΄ ήταν η πλήρης αδιαφορία και η αλαζονεία. Ο κινεζικός απομονωτισμός οικοδόμησε μια παράλληλη ναρκισσιστική ικανοποίηση ως προς το διοικητικό σύστημα, με αποτέλεσμα η άρνηση εφαρμογής μέτρων εκσυγχρονισμού να οδηγήσει στο τέλμα της ενδοκρατικής αποδόμησης.
Χρειάζεται η Ελλάδα μια αντίστοιχη εκσυγχρονιστική διαδικασία; Πέρα από κάθε αμφιβολία. Ο πολίτης έχει κατανοήσει ότι το ελληνικό κράτος στηρίζεται στα σαθρά θεμέλια μιας αναχρονιστικής γραφειοκρατίας που όχι μόνο αρνείται να ακολουθήσει τα βήματα της ψηφιακής εποχής, αλλά που συνεχίζει να επιμένει να τον μεταχειρίζεται ως μέρος του ψυχοκοινωνικού πειράματος των «Σκυλιών του Παβλόφ». Ενώ όμως είναι φανερό ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένα καλύτερο κράτος, εξυπνότερο, φιλικότερο προς τον πολίτη και προς τις νέες τεχνολογίες, ο διάλογος παραμένει πεισματικά προσκολλημένος στο αδόκιμο δίλημμα «μεγαλύτερο ή μικρότερο κράτος;».
Μπορεί η Ελλάδα να προχωρήσει πέρα από την κρίση με την υπάρχουσα Δημόσια Διοίκηση; Ασφαλώς και όχι. Αξίζει η Δημόσια Διοίκηση να εκσυγχρονιστεί και να αποτελέσει το εμβρυουλκό των εξελίξεων για την Ελλάδα της επόμενης ημέρας; Ασφαλώς ναι. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Με το να τεθεί ένα οριστικό τέλος στο μανιχαϊκό δίλημμα «ιδιωτικός εναντίον δημόσιου τομέα». Στα προηγμένα κράτη της Δύσης ο δημόσιος τομέας στηρίζει, ελέγχει και θέτει τους κανόνες με τους οποίους το ενδοκρατικό παίγνιο θα εξελιχθεί ορθολογικά, ενώ ο ιδιωτικός τομέας αναλαμβάνει να παράξει πρωτογενή πλούτο, να ανακαλύψει νέες αγορές εκτός συνόρων, να αυξήσει τις ευκαιρίες εξαγωγών και να στηρίζει την προσπάθεια της Πολιτείας, ώστε να διατηρεί το κύρος και το γόητρό της σε υψηλό επίπεδο. Αν εξαιρέσει κάποιος τον χώρο της εμπορικής ναυτιλίας και κάποιων σημαντικών εξαιρέσεων στον τομέα του τουρισμού, είναι δύσκολο να ανακαλύψει αυτή τη στιγμή άλλον κλάδο στον ιδιωτικό τομέα που να ανταποκρίνεται σε όλα τα παραπάνω κριτήρια.
Χρειαζόμαστε έναν νέο αστικό εκσυγχρονισμό, ανάλογο του βάθους και της ποιότητας που πέτυχε ο Ελευθέριος Βενιζέλος μεταξύ 1910-1920, για να δούμε ως κράτος την ανατολή μιας καλύτερης ημέρας. Και ασφαλώς ο εκσυγχρονισμός αυτός πρέπει να ξεκινήσει από τον δημόσιο τομέα. Με όρους όμως που θα σέβονται και θα προάγουν την αξιοσύνη και τις ικανότητες του καθενός στελέχους ξεχωριστά και δεν θα λειτουργούν οριζόντια τόσο σε περικοπές μισθών όσο και σε μετακινήσεις, κινητικότητα ή απολύσεις. Αστικός εκσυγχρονισμός δεν μπορεί να γίνει με μισθούς ανατολικού μπλοκ επί Ψυχρού Πολέμου και φορολογία Σουηδίας ούτε ασφαλώς με την οριστική μας αποχώρηση από το πλαίσιο του δυτικού κοινωνικού κράτους! Ας ακολουθήσουμε τη δυτική συνταγή της ανάπτυξης, όπως το έθεσε ξεκάθαρα και ο Αμερικανός πρόεδρος κατά τη διάρκεια της συνάντησης με τον Ελληνα πρωθυπουργό στο Οβάλ Γραφείο, και ας απομακρυνθούμε από το βαϊμαρικό χάος της διαρκώς ανανεούμενης λιτότητας δίχως ορατό τέλος. Δεν είναι μόνο ζήτημα πολιτικής επιλογής, αλλά και θέμα προστασίας της δημοκρατίας μας και επιβίωσης όλων μας.
Σπύρος Ν. Λίτσας
Χαρακτηριστικά, όταν στα τέλη του 18ου αιώνα η Βρετανία πραγματοποίησε μια τεράστια για τα μέτρα της εποχής διπλωματική αποστολή στην Κίνα με σκοπό τη χαρτογράφηση του τεράστιου αυτού κράτους αλλά και τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών, η απάντηση του αυτοκράτορα Τσιαν Λονγκ προς τον Γεώργιο τον Γ΄ ήταν η πλήρης αδιαφορία και η αλαζονεία. Ο κινεζικός απομονωτισμός οικοδόμησε μια παράλληλη ναρκισσιστική ικανοποίηση ως προς το διοικητικό σύστημα, με αποτέλεσμα η άρνηση εφαρμογής μέτρων εκσυγχρονισμού να οδηγήσει στο τέλμα της ενδοκρατικής αποδόμησης.
Χρειάζεται η Ελλάδα μια αντίστοιχη εκσυγχρονιστική διαδικασία; Πέρα από κάθε αμφιβολία. Ο πολίτης έχει κατανοήσει ότι το ελληνικό κράτος στηρίζεται στα σαθρά θεμέλια μιας αναχρονιστικής γραφειοκρατίας που όχι μόνο αρνείται να ακολουθήσει τα βήματα της ψηφιακής εποχής, αλλά που συνεχίζει να επιμένει να τον μεταχειρίζεται ως μέρος του ψυχοκοινωνικού πειράματος των «Σκυλιών του Παβλόφ». Ενώ όμως είναι φανερό ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένα καλύτερο κράτος, εξυπνότερο, φιλικότερο προς τον πολίτη και προς τις νέες τεχνολογίες, ο διάλογος παραμένει πεισματικά προσκολλημένος στο αδόκιμο δίλημμα «μεγαλύτερο ή μικρότερο κράτος;».
Μπορεί η Ελλάδα να προχωρήσει πέρα από την κρίση με την υπάρχουσα Δημόσια Διοίκηση; Ασφαλώς και όχι. Αξίζει η Δημόσια Διοίκηση να εκσυγχρονιστεί και να αποτελέσει το εμβρυουλκό των εξελίξεων για την Ελλάδα της επόμενης ημέρας; Ασφαλώς ναι. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Με το να τεθεί ένα οριστικό τέλος στο μανιχαϊκό δίλημμα «ιδιωτικός εναντίον δημόσιου τομέα». Στα προηγμένα κράτη της Δύσης ο δημόσιος τομέας στηρίζει, ελέγχει και θέτει τους κανόνες με τους οποίους το ενδοκρατικό παίγνιο θα εξελιχθεί ορθολογικά, ενώ ο ιδιωτικός τομέας αναλαμβάνει να παράξει πρωτογενή πλούτο, να ανακαλύψει νέες αγορές εκτός συνόρων, να αυξήσει τις ευκαιρίες εξαγωγών και να στηρίζει την προσπάθεια της Πολιτείας, ώστε να διατηρεί το κύρος και το γόητρό της σε υψηλό επίπεδο. Αν εξαιρέσει κάποιος τον χώρο της εμπορικής ναυτιλίας και κάποιων σημαντικών εξαιρέσεων στον τομέα του τουρισμού, είναι δύσκολο να ανακαλύψει αυτή τη στιγμή άλλον κλάδο στον ιδιωτικό τομέα που να ανταποκρίνεται σε όλα τα παραπάνω κριτήρια.
Χρειαζόμαστε έναν νέο αστικό εκσυγχρονισμό, ανάλογο του βάθους και της ποιότητας που πέτυχε ο Ελευθέριος Βενιζέλος μεταξύ 1910-1920, για να δούμε ως κράτος την ανατολή μιας καλύτερης ημέρας. Και ασφαλώς ο εκσυγχρονισμός αυτός πρέπει να ξεκινήσει από τον δημόσιο τομέα. Με όρους όμως που θα σέβονται και θα προάγουν την αξιοσύνη και τις ικανότητες του καθενός στελέχους ξεχωριστά και δεν θα λειτουργούν οριζόντια τόσο σε περικοπές μισθών όσο και σε μετακινήσεις, κινητικότητα ή απολύσεις. Αστικός εκσυγχρονισμός δεν μπορεί να γίνει με μισθούς ανατολικού μπλοκ επί Ψυχρού Πολέμου και φορολογία Σουηδίας ούτε ασφαλώς με την οριστική μας αποχώρηση από το πλαίσιο του δυτικού κοινωνικού κράτους! Ας ακολουθήσουμε τη δυτική συνταγή της ανάπτυξης, όπως το έθεσε ξεκάθαρα και ο Αμερικανός πρόεδρος κατά τη διάρκεια της συνάντησης με τον Ελληνα πρωθυπουργό στο Οβάλ Γραφείο, και ας απομακρυνθούμε από το βαϊμαρικό χάος της διαρκώς ανανεούμενης λιτότητας δίχως ορατό τέλος. Δεν είναι μόνο ζήτημα πολιτικής επιλογής, αλλά και θέμα προστασίας της δημοκρατίας μας και επιβίωσης όλων μας.
Σπύρος Ν. Λίτσας