27 Ιουνίου 2013

Ποιο Αύριο για την Τουρκία;

http://www.skai.gr/files/temp//0903F60E9DBB4EC3FAB9CEC61292FA52.jpg
Είναι γνωστό ότι η εξουσία διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα. Τίθεται λοιπόν το εξής ερώτημα: δεδομένου ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δεν κατέχει την απόλυτη εξουσία και όμως θεωρείται από πολλούς διεφθαρμένος και αυταρχικός, πού θα μπορούσε να τον οδηγήσει η επιδίωξή του για απόλυτη εξουσία, και τι θα μπορούσε αυτό να σημαίνει για την Τουρκία; Υπό αυτό το πρίσμα, η σημαντικότητα των διαδηλώσεων στην Τουρκία δε βρίσκεται τόσο πολύ στις πολιτικές αλλαγές που θα μπορούσαν να φέρουν, αλλά στην πιθανότητα της αποτυχίας τους να φέρουν τις επιθυμητές αλλαγές.

Όταν ανέλαβε για πρώτη φορά την εξουσία ο πρωθυπουργός Ερντογάν, το 2003, εισήλθε στο πολιτικό σκηνικό με μια δυναμική μεταρρυθμιστή. Μια πολλά υποσχόμενη δυναμική για την οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας, τις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις σχέσεις πολιτείας και στρατού, τον εκδημοκρατισμό της χώρας, τη σχέση της με το ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο, τη γενικότερη της σταθερότητα, αλλά και την αυξανόμενα σημαντική θέση της στην περιφέρεια και τον κόσμο.

Ο Ερντογάν, και το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), έχουν πετύχει σε μεγάλο βαθμό τους στόχους που είχαν θέσει και μια μεγάλη πλειοψηφία τον έχει δει πολύ θετικά για αυτό. Έχει δώσει στην Τουρκία τη δυναμική που πολλοί πίστευαν ότι θα έπρεπε να είχε. Αλλά το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Όσο περισσότερο ο Ερντογάν και το ΑΚΡ ισχυροποιούσαν την εξουσία τους επί του κράτους και της πολιτικής δύναμης του στρατού, τόσο περισσότερο ο έλεγχός τους γινότανε ασφυκτικός (για πολλούς) και οι πολιτικές τους αντανακλούσαν ένα πρόγραμμα συντηριτικής κοινωνικής αναδιάρθρωσης από τα πάνω.

Σήμερα, τα σχέδιά του, και οι διεργασίες του καπιταλισμού τις οποίες οι πολιτικές του αντιπροσωπεύουν, δέχονται αντίσταση, ίσως όχι από την πλειοψηφία της κοινωνίας αλλά σίγουρα από ένα μεγάλο κομμάτι της. Τα κέντρα δεκάδων τουρκικών πόλεων αντιμετωπίζουν μαζικές διαδηλώσεις ενώ η καταστολή της αστυνομίας και η βίαιη στάση της κατά των διαδηλωτών έχει υπάρξει υπερβολική. Σε τέτοιο βαθμό, που είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το κράτος δεν θέλει την κοινωνική αυτή αντιπολίτευση να ακουστεί. Αλλά κάθε δράση φέρνει αντίδραση και η βία φέρνει περισσότερη βία. Όταν ειρηνικοί διαδηλωτές καταστέλλονται βίαια, τότε η κύρια ευθύνη του κράτους, που είναι η διασφάλιση της ευημερίας των πολιτών του, αποτυγχάνει και οι διαδηλωτές καταφεύγουν σε άλλα μέσα (σσ. αντιδραστική βία) εξ ανάγκης.

 Σύμφωνα με τα λόγια του Μάλκολμ Χ, «Κάποιες φορές πρέπει να σηκώσεις το όπλο για να βάλεις το όπλο κάτω». Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν είναι για να το εύχεται κανείς αλλά δεν παύει από του να είναι μια κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα.

Τώρα, τι θα συμβεί αν οι διαδηλωτές αποτύχουν να επηρεάσουν τις πολιτικές της κυβέρνησης; Τι θα γίνει στην περίπτωση που το κράτος καταφέρει να καταστείλει επιτυχώς τις διαδηλώσεις ή αν η χώρα εισέλθει σε μια μακρά περίοδο παρατεταμένης κοινωνικής αναταραχής η οποία, παρόλα αυτά, θα ήταν εύκολα διαχειρίσιμη από την κυβέρνηση; Το τελευταίο σενάριο θα σήμαινε ότι η Τουρκία θα γινόταν σημαντικά ασταθής με κοινωνικές δυνάμεις να αντιστέκονται σε μια κυβέρνηση μη διατεθειμένη να ασχοληθεί με τα προφανή προβλήματα. Επιπλέον, αν οι διαδηλώσεις δεν αποβούν επιτυχημένες στο να επηρεάσουν τις πολιτικές του κράτους ή τα μελλοντικά εκλογικά αποτελέσματα, σημαίνει ότι ο Ερντογάν το πιο πιθανόν να επανεκλεγόταν αλλά αυτή τη φορά ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Και δεν είναι μόνο αυτό αλλά η θέση του Προέδρου αυτή τη φορά θα ήταν πολύ πιο ισχυρή σε περίπτωση που το ΑΚΡ κατάφερνε να περάσει την αναθεώρηση του συντάγματος και να μετατρέψει το τουρκικό πολιτικό σύστημα από κοινοβουλευτικό σε προεδρικό, με αυξημένες αρμοδιότητες και εξουσίες στο προεδρικό αξίωμα.  Σε ένα τέτοιο σενάριο ο Ερντογάν θα αποκτούσε απόλυτη εξουσία.

Δεδομένου ότι ο Ερντογάν έχει μέχρι τώρα αγνοήσει και υποτιμήσει τα αιτήματα και την σημαντικότητα των διαδηλώσεων, ως νεοεκλεγής ισχυρότερος και αυταρχικότερος Πρόεδρος θα ένιωθε πιο νομιμοποιημένος και ικανός να δαιμονοποιήσει και να καταστείλει τις διαδηλώσεις ακόμα περισσότερο. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, ο αναδυόμενος αυταρχισμός του θα τύγχανε σταδιακά μεγαλύτερης αντίστασης από ένα συνεχώς αυξανόμενο αριθμό ανθρώπων, οδηγώντας έτσι τη χώρα σε ένα φαύλο κύκλο εκτεταμένης βίας μεταξύ του κράτους και των πολιτών. Γίνεται έτσι ξεκάθαρο ότι μια πιθανή αποτυχία των διαδηλωτών για πολιτικές αλλαγές, λόγω της ικανότητας της κυβέρνησης να ελέγχει τους μηχανισμούς του κράτους και τις δυνάμεις ασφαλείας αλλά και λόγω του μειωμένου δυναμισμού και πολιτικής συνοχής του «κινήματος», θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμα περισσότερη βία και κοινωνικοπολιτική πόλωση με καταστροφικές πιθανότητες για την Τουρκία.

Εν κατακλείδι, είναι προφανές ότι η πλειοψηφική κατανόηση της δημοκρατίας δεν μπορεί – πάντα – να λειτουργήσει, καθώς θα μπορούσε εύκολα να εκληφθεί ως δικτατορική από τη μειοψηφία, η οποία, κατά ειρωνικό τρόπο, θα μπορούσε να αποτελεί μέχρι και το 49% του εκλογικού σώματος. Με λίγα λόγια, οι πολιτικές της κυβέρνησης δεν μπορούν να αφορούν μόνο την πλειοψηφία που την εκλέγει στην εξουσία αλλά και την υπόλοιπη κοινωνία. Από αυτή την άποψη, η κυβέρνηση του ΑΚΡ και ο πρωθυπουργός Ερντογάν θα πρέπει να εγαινιάσουν ένα ουσιαστικό διάλογο με τους διαδηλωτές και να είναι προετοιμασμένοι να προχωρήσουν σε παραχωρήσεις παρά να διατηρούν την ίδια σκληρή και άκαμπτη πολιτική γραμμή. Σε αντίθετη περίπτωση, το μέλλον της Τουρκίας διαφαίνεται ζοφερό.

* Ο Ζήνωνας Τζιάρρας είναι Διεθνολόγος, Ερευνητής στο Strategy International. -