ΤΟΥΡΚΙΑ Ο εκδότης Τζαν
Οζ, που δεν ανακατευόταν με την πολιτική, όρθωσε μαζί με τους διαδηλωτές
το ανάστημά του απέναντι στον Ερντογάν αποκαλύπτοντας πως ευνοεί τη
διαπλοκή με στόχο τον έλεγχο των πληροφοριών
Της Ελλης Πάνου
Για
τον Τζαν Οζ, η επανάσταση στην Τουρκία μόλις άρχισε. Επί σειρά ετών
ακολουθούσε τη συμβουλή του πατέρα του -συγγραφέα και εκδότη που είχε
φυλακιστεί και βασανιστεί από τη χούντα τη δεκαετία του 1970- να μείνει
μακριά από την πολιτική. Αλλά οι ταραχές έσπρωξαν τον γνωστό στην
Τουρκία εκδότη λογοτεχνικών βιβλίων από το περιθώριο στο κέντρο της
σκηνής.
O Τζαν είναι 32 ετών και έχει αναλάβει τα τελευταία έξι χρόνια τον
οικογενειακό εκδοτικό οίκο Can Yayinlari – που εκδίδει έργα συγγραφέων
όπως οι Ουμπέρτο Εκο, Τόνι Μόρισον, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Πάμπλο
Νερούδα, Ζαν-Πολ Σαρτρ, Τόμας Μαν, Ορχάν Παμούκ. Παρότι επέκρινε μεταξύ
φίλων την πολιτική Ερντογάν, δεν είχε ποτέ εκφράσει τις απόψεις του
δημόσια.
Αλλαγή στάσης
Στις 31 Μαΐου, όμως, άλλαξε ριζικά στάση, δηλώνοντας στους συνεργάτες
του ότι, παρά τους κινδύνους, ήταν έτοιμος να δημοσιοποιήσει το ίδιο
απόγευμα τη στήριξή του στους διαδηλωτές. Με την κυβέρνηση Ερντογάν να
έχει βάλει στη φυλακή ήδη δεκάδες διανοούμενους και δημοσιογράφους, ο
Τζαν είχε σταματήσει τα τελευταία χρόνια να μιλάει στο τηλέφωνο, με τον
φόβο των παρακολουθήσεων, με τα χρόνια απελπίστηκε, πικράθηκε και
παραιτήθηκε. Η εξέγερση του Μαΐου τα άλλαξε όλα. Ο Οζ πήρε στην αρχή το
μέρος των διαδηλωτών στο twitter και μετά κατέβηκε στους δρόμους και
στάθηκε στο πλευρό τους, μπροστά στη βία των δυνάμεων καταστολής. Στις
11 Ιουνίου, δημοσίευσε ένα άρθρο-καταπέλτη για την Αγκυρα, στην
εφημερίδα «Guardian».
«Φοβάμαι», έγραψε. «Με κάθε ομιλία του Ταγίπ Ερντογάν, νιώθω να
αυξάνεται το μίσος και η αηδία προς εμένα και τους νέους ανθρώπους της
γενιάς μου. Το μόνο που ζητάμε είναι λίγη ελευθερία, χώρο για να ζήσουμε
και λίγα δένδρα. [...] Τις τελευταίες ημέρες έγινα αυτόπτης μάρτυρας
τόσων ψεμάτων από την αστυνομία και την κυβέρνηση, που δεν μπορώ να τους
εμπιστευτώ ξανά. Πέρασα πολλές ημέρες με τους διαδηλωτές. [...] Αυτοί
οι άνθρωποι με έκαναν να αισθάνομαι ότι ζω ένα όνειρο. Μετά από κάθε
ομιλία του Ερντογάν, τα e-mails μίσους που δεχόμουν γίνονταν πιο
απειλητικά. Φοβάμαι. Οχι για τη ζωή μου. Αλλά για τη σύντροφό μου, τη
μητέρα μου, την αδελφή μου και τη χώρα μου. Είναι φανερό ότι ο Ερντογάν
αντιμετωπίζει τα προβλήματα με κλιμάκωση της επιθετικότητας. Εάν
συνεχίσει έτσι, θα οδηγήσει σε εμφύλιο την Τουρκία. Τα τελευταία χρόνια,
φοβόμουν να εκφράσω τις απόψεις μου. Δεν έκανα αρκετά για να εκφράσω
την αντίθεσή μου στον Ερντογάν. Δεν μίλησα αρκετά δυνατά για τα
αδικήματα των κρατικών αξιωματούχων που έπεσαν στην αντίληψή μου. Οχι
πια. Δεν φοβάμαι μη χάσω την επιχείρησή μου, ή τα χρήματά μου, ή ακόμα
και την ελευθερία μου. Αλλά δεν μπορώ να αντέξω να ζήσω άλλο μια
ανέντιμη ζωή».
Ο Τζαν λέει ότι είναι έτοιμος να υποστεί τις συνέπειες. Ξέρει τι έχει
συμβεί σε άλλους εκδότες, όπως ο Αϊντίν Ντογάν, ο πανίσχυρος ιδιοκτήτης
της αντιπολιτευόμενης εφημερίδας «Hurriyet», ο οποίος σχεδόν
καταστράφηκε από την «επίθεση» που εξαπέλυσε εναντίον του η Εφορία,
επιβάλλοντάς του το εξοντωτικό πρόστιμο των 2,5 δισ. δολαρίων το 2009,
μετά την αποκάλυψη μιας υπόθεσης με άρωμα σκανδάλου κατά του κυβερνώντος
κόμματος AKP.
Χειραγώγηση των μέσων
«Μη βάζετε τις εφημερίδες του Ομίλου Ντογάν στα σπίτια σας»
διακήρυσσε εκείνη την περίοδο ο ίδιος ο Ερντογάν, προτρέποντας ανοιχτά
τα μέλη του κόμματός του να ξεκινήσουν εκστρατεία κατά των μέσων
ενημέρωσης που «μεταδίδουν ψευδείς ειδήσεις».
«Ο Ερντογάν μισεί τα μέσα ενημέρωσης», έγραψε η ισραηλινή εφημερίδα
«Haaretz», «είναι έμμεσα ή άμεσα υπεύθυνος για τη σύλληψη 50
δημοσιογράφων» και φαίνεται ότι φρόντισε παράλληλα να στραγγαλίσει την
ενημέρωση, διευκολύνοντας τη διαπλοκή επιχειρηματιών με τα δημόσια έργα.
Κορυφαίο παράδειγμα είναι ο Αχμέτ Τσαλίκ του ομώνυμου Ομίλου που σήμερα
απασχολεί 20.000 εργαζόμενους και ασχολείται με τα πάντα. Το 2007
απέκτησε την καθημερινή εφημερίδα «Sabah» και το κανάλι ATV το 2007 και
τοποθέτησε διευθύνοντα σύμβουλο στον όμιλο τον γαμπρό του Ταγίπ
Ερντογάν. Οπως αποδείχθηκε, ο Τσαλίκ δεν είχε τα χρήματα να ολοκληρώσει
την εξαγορά, οι ιδιωτικές τράπεζες δεν διακινδύνευαν να του χορηγήσουν
ένα τόσο μεγάλο δάνειο και με μεσολάβηση του Ερντογάν, κρατικές τράπεζες
του έδωσαν τα 750 εκατομμύρια που χρειαζόταν.
Κραυγαλέα ιστορία είναι
και αυτή του Ερντογάν Ντεμιρορέν, ιδιοκτήτη μεγάλης εταιρείας φυσικού
αερίου, που αγόρασε την εφημερίδα «Millyet», με διευθύνοντα σύμβουλο τον
γιο του, Γιλντιρίμ, ο οποίος στη συνέχεια «αναδείχθηκε» πρόεδρος της
Τουρκικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Για να του ανατεθεί όμως το αξίωμα,
ζήτησε και πήρε συστατική επιστολή από τον Ταγίπ Ερντογάν.