Μαριλένα Κοππά Δεν πάει πολύς καιρός που η El Pais
έδινε μια απάντηση στο δίλημμα «Ανατολή ή Δύση» για την Τουρκία,
λέγοντας ότι η απάντηση είναι προφανής: Η Τουρκία, απλώς θα αναδυθεί
πέρα και πάνω από αυτό το δίλημμα! Πράγματι, το 2011, κάθε ξένος
παρατηρητής μπορούσε να δει μόνο το προφανές: Σε μία δεκαετία, η Τουρκία
τετραπλασίασε το ΑΕΠ της, μείωσε το δημόσιο χρέος της και εμφανίστηκε
ως το πρότυπο ανάπτυξης και δημοκρατίας του αραβικού κόσμου.
Όσο η Ευρώπη βούλιαζε οικονομικά, η Τουρκία αναπτυσσόταν με ρυθμούς αναπτυσσόμενης οικονομίας. Όμως, αυτό που δεν επισήμανε ο αρθογράφος της El Pais, είναι ότι «η Ευρώπη» δεν είχε πλέον τη θέση του «αξιολογητή» στην τουρκική πολιτική σκηνή.
Η σημερινή κρίση στην Τουρκία, δεν έχει να κάνει με τη δημοκρατία, αν με αυτό εννοούμε την κυριαρχία της πλειοψηφίας. Ακόμα και οι εχθροί του Ερντογάν, του αναγνωρίζουν ότι έχει πίσω του την πλειοψηφία. Αυτό που κάνει κάποιους να ανησυχούν, είναι η μεταχείριση της πολιτικής μειοψηφίας και των μειοψηφιών γενικότερα. Το παράδοξο είναι ότι η μειοψηφία που αντιδρά δυναμικότερα, είναι η μειοψηφία των παραδοσιακών ελίτ, δηλαδή εκείνων που είχαν ταυτιστεί με το όραμα του εξευρωπαϊσμού.
Πολύ πριν από τα γεγονότα στην Πλατεία Ταξίμ, η Ε.Ε. επισήμαινε το ζήτημα της χαλιναγώγησης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, είτε με την επιβολή υπέρογκων προστίμων, είτε φροντίζοντας παρασκηνιακά για τον αποκλεισμό τους από τη διαφημιστική αγορά. Σε κάθε περίπτωση, η δημόσια επίθεση του Ερντογάν κατά των κοινωνικών δικτύων ενημέρωσης και, ιδιαίτερα, του Twitter, θεωρείται μάλλον ανεκδοτολογική, αφού ο ίδιος διατηρεί λογαριασμό με περισσότερους από δυόμιση εκατομμύρια followers. Όμως, μια καταγγελία της Επιτροπής σήμερα, σημαίνει πολύ λιγότερα για τον Ερντογάν απ’ ό,τι σήμαινε μια καταγγελία/προειδοποίηση ενάντια στο στρατιωτικό κατεστημένο έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000.
Το παιχνίδι της χαλιναγώγησης των ΜΜΕ είναι μάλλον κοινότυπο και δεν περιορίζεται στην τουρκική πολιτική σκηνή. Πολύ πριν από τα γεγονότα στην Πλατεία Ταξίμ, ο δυτικός τύπος είχε εγείρει τις αμφιβολίες του για τη διαχείριση της υπόθεσης Ergenekon, όχι επειδή θα είχε οποιοσδήποτε στην Ευρώπη τη διάθεση να υπερασπιστεί το λεγόμενο βαθύ κράτος του στρατιωτικού κατεστημένου, αλλά επειδή υπήρχε ο φόβος ότι θ’ αλλάξουν τα πρόσωπα και όχι το σύστημα παρασκηνιακής επιρροής στην πολιτική ζωή της Τουρκίας. Αλλά με δεδομένο το προηγούμενο Μπερλουσκόνι, που τάισε με στελέχη της Mediaset την αυτοκρατορία του Πούτιν, όπως επίσης και το προηγούμενο Όρμπαν στην Ουγγαρία, η Επιτροπή δεν μπορεί να κουνά το δάχτυλο.
Αυτό που πραγματικά ανησυχεί εκείνα τα στρώματα της κοινής γνώμης που είναι στο δρόμο, είναι η «κατάληψη» του δημοσίου χώρου από τους λεγόμενους «μαύρους Τούρκους», δηλαδή συντηρητικά μουσουλμανικά στρώματα της Ανατολίας και των φτωχών συνοικιών μεγάλων αστικών κέντρων. Είτε μιλάμε για την αστυνομία και το διπλωματικό σώμα, είτε για την τηλεόραση, η νέα ελίτ απειλεί την παλαιά, απαιτώντας νέες και πολύ διαφορετικές δηλώσεις κοινωνικών φρονημάτων. Ο Ερντογάν έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η φωνή των ισλαμιστών Τούρκων, που το κοσμικό κατεστημένο περιφρονούσε, αναγνωρίζοντας την αξίωση «του άλλου μισού» της πολιτικής κοινότητας της Τουρκίας να εισέλθει στην πολιτική. Σήμερα, ο εξουσιαζόμενος επιστρέφει ως εξουσιαστής.
Τώρα δεν πρόκειται πλέον για ένα αγώνα κοινωνικής ένταξης, αλλά για ένα αγώνα αστικής κυριαρχίας. Η σύγκρουση του Ερντογάν με το στρατιωτικό κατεστημένο και ο σχετικά μετριοπαθής του αντιαμερικανισμός – που εκφράστηκε κυρίως με την άρνηση συνεργασίας με τις ΗΠΑ στον πόλεμο του Ιράκ – κέρδισε για το AKP ευρύτερη υποστήριξη σε τμήματα της διανόησης. Τώρα, η ίδια αυτή διανόηση, φοβάται ότι αντικατέστησε ένα είδος αυταρχισμού με ένα άλλο. Στο παρελθόν, η σύγκρουσή του Ερντογάν με το Ισραήλ, ενίσχυσε το προφίλ της Τουρκίας στον Αραβικό Κόσμο, στον οποίο η ίδια διεκδικούσε να εμφανίζεται ως «μοντέλο». Την ίδια όμως στιγμή, το AKP απέκτησε ερείσματα ακόμα και στην αριστερά, όχι μόνο της Τουρκίας, αλλά και της Ευρώπης. Όμως, σήμερα ο φόβος της αριστεράς και της διανόησης στην Τουρκία, είναι μήπως ο Αραβικός Κόσμος γίνει το πρότυπο της Τουρκίας.
Με άλλα λόγια, η τραγικότερη εξέλιξη δεν είναι τόσο η πόλωση, όσο η καταστροφή του πολιτικού και πολιτισμικού κέντρου της Τουρκίας, μια κρίσιμη μάζα που είναι απαραίτητη για την ενότητα της Τουρκίας και την κοινωνική της συνοχή. Οι τελευταίες κινήσεις του Ερντογάν οδηγούν ουσιαστικά σε ανοικτή πόλωση μεταξύ Λευκών (κοσμική ελίτ) και Μαύρων Τούρκων, αλλά και τις θρησκευτικές μειονότητες: Απαγόρευση του αλκοόλ, διάλυση του μεγάρου μουσικής και οικοδόμηση στη θέση του ενός τζαμιού, η επιλογή ονομασίας της τρίτης γέφυρας του Βοσπόρου με το όνομα του Σουλτάνου που αιματοκύλησε τους ετερόδοξους Αλεβίτες (Σελίμ Ι, 1470-1520).
Σε άλλες εποχές, η Ε.Ε. θα είχε κάτι να πει για τα τεκταινόμενα, αλλά η φωνή των Βρυξελλών σήμερα είναι μάλλον αμελητέα ποσότητα. Στις αρχές της δεκαετίας, ο εξευρωπαϊσμός ήταν το άλλοθι της σύγκρουσης του Ερντογάν με το στρατιωτικό κατεστημένο. Το όραμα της ένταξης έδωσε στο AKP τη δυνατότητα να εντάξει στους κόλπους του μια σειρά από υποστηρικτές της αστικής διανόησης, που καμία σχέση δεν είχαν με το πολιτικό Ισλάμ, διαιρώντας έτσι το αντίθετο στρατόπεδο της άρχουσας τάξης. Όμως, ο λαϊκιστικός λόγος ηγετών όπως ο Σαρκοζί και η Μέρκελ, αποδυνάμωσαν την όποια επιρροή είχε η Ευρώπη στην Τουρκία. Άλλωστε, ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας είναι η Ρωσία και όχι κάποια χώρα-μέλος της Ε.Ε.
Στο εσωτερικό, οδηγώντας αυτή τη συμβολική αναμέτρηση στα άκρα, ο Ερντογάν αποδυναμώνει τη θέση του, αφού κάνει την επιλογή του AKP να φαντάζει λιγότερο μετριοπαθής και ουδέτερη, περισσότερο ταξική και εθνικά οριοθετημένη. Είναι προφανές ότι τόσο το κόστος της ανεξέλεγκτης πλέον σύγκρουσης στη Συρία, η αναγκαστική σχεδόν εξεύρεση κοινού τόπου με το Ισραήλ και η υστέρηση των οικονομικών δεικτών, έχουν πλήξει το μύθο του Ερντογάν. Τα γεγονότα που μάλλον αδόκιμα συγκρίνουμε με την Αραβική Άνοιξη, αποτελούν το επιστέγασμα και όχι την αφετηρία μιας διαδικασίας απομυθοποίησης. Όμως, για ένα πράγμα δεν κατηγορείται ακόμα ο Ερτνογάν, ότι δηλαδή απομακρύνει την Τουρκία από την ευρωπαϊκή της προοπτική.
Τόσο στο εσωτερικό του κόμματός του, όσο και στην κοινωνία, το πολιτικό μέλλον του Πρωθυπουργού είναι τώρα επισφαλές. Ο Ερντογάν μάχεται με όρους ακέραιης πλειοψηφίας, χάνοντας τα ερείσματά του σε ευρύτερες κοινωνικές τάξεις. Η διαδοχή του Ερντογάν από τον Γκιούλ ή κάποιον άλλο δελφίνο (βλ. Μπαγκίς), είναι τώρα μια σοβαρή πιθανότητα. Αλλά υπάρχει ένας ακόμα σοβαρότερος κίνδυνος. Μια απομόνωση του Ερντογάν, με δεδομένο ότι το πρόγραμμα του εξευρωπαϊσμού δεν έχει σήμερα ουσιαστικά ερείσματα, μπορεί να στρέψει την Τουρκία σε μια σειρά επιλογών που για την Ελλάδα θα θυμίζουν τη δεκαετία του 1980. Η διαφορά του σήμερα με το τότε, είναι ότι η Τουρκία έχει άλλα οικονομικά και στρατιωτικά μεγέθη, ενώ η «ευρωπαϊκή προοπτική» δεν σημαίνει σχεδόν τίποτα.
Όσο η Ευρώπη βούλιαζε οικονομικά, η Τουρκία αναπτυσσόταν με ρυθμούς αναπτυσσόμενης οικονομίας. Όμως, αυτό που δεν επισήμανε ο αρθογράφος της El Pais, είναι ότι «η Ευρώπη» δεν είχε πλέον τη θέση του «αξιολογητή» στην τουρκική πολιτική σκηνή.
Η σημερινή κρίση στην Τουρκία, δεν έχει να κάνει με τη δημοκρατία, αν με αυτό εννοούμε την κυριαρχία της πλειοψηφίας. Ακόμα και οι εχθροί του Ερντογάν, του αναγνωρίζουν ότι έχει πίσω του την πλειοψηφία. Αυτό που κάνει κάποιους να ανησυχούν, είναι η μεταχείριση της πολιτικής μειοψηφίας και των μειοψηφιών γενικότερα. Το παράδοξο είναι ότι η μειοψηφία που αντιδρά δυναμικότερα, είναι η μειοψηφία των παραδοσιακών ελίτ, δηλαδή εκείνων που είχαν ταυτιστεί με το όραμα του εξευρωπαϊσμού.
Πολύ πριν από τα γεγονότα στην Πλατεία Ταξίμ, η Ε.Ε. επισήμαινε το ζήτημα της χαλιναγώγησης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, είτε με την επιβολή υπέρογκων προστίμων, είτε φροντίζοντας παρασκηνιακά για τον αποκλεισμό τους από τη διαφημιστική αγορά. Σε κάθε περίπτωση, η δημόσια επίθεση του Ερντογάν κατά των κοινωνικών δικτύων ενημέρωσης και, ιδιαίτερα, του Twitter, θεωρείται μάλλον ανεκδοτολογική, αφού ο ίδιος διατηρεί λογαριασμό με περισσότερους από δυόμιση εκατομμύρια followers. Όμως, μια καταγγελία της Επιτροπής σήμερα, σημαίνει πολύ λιγότερα για τον Ερντογάν απ’ ό,τι σήμαινε μια καταγγελία/προειδοποίηση ενάντια στο στρατιωτικό κατεστημένο έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000.
Το παιχνίδι της χαλιναγώγησης των ΜΜΕ είναι μάλλον κοινότυπο και δεν περιορίζεται στην τουρκική πολιτική σκηνή. Πολύ πριν από τα γεγονότα στην Πλατεία Ταξίμ, ο δυτικός τύπος είχε εγείρει τις αμφιβολίες του για τη διαχείριση της υπόθεσης Ergenekon, όχι επειδή θα είχε οποιοσδήποτε στην Ευρώπη τη διάθεση να υπερασπιστεί το λεγόμενο βαθύ κράτος του στρατιωτικού κατεστημένου, αλλά επειδή υπήρχε ο φόβος ότι θ’ αλλάξουν τα πρόσωπα και όχι το σύστημα παρασκηνιακής επιρροής στην πολιτική ζωή της Τουρκίας. Αλλά με δεδομένο το προηγούμενο Μπερλουσκόνι, που τάισε με στελέχη της Mediaset την αυτοκρατορία του Πούτιν, όπως επίσης και το προηγούμενο Όρμπαν στην Ουγγαρία, η Επιτροπή δεν μπορεί να κουνά το δάχτυλο.
Αυτό που πραγματικά ανησυχεί εκείνα τα στρώματα της κοινής γνώμης που είναι στο δρόμο, είναι η «κατάληψη» του δημοσίου χώρου από τους λεγόμενους «μαύρους Τούρκους», δηλαδή συντηρητικά μουσουλμανικά στρώματα της Ανατολίας και των φτωχών συνοικιών μεγάλων αστικών κέντρων. Είτε μιλάμε για την αστυνομία και το διπλωματικό σώμα, είτε για την τηλεόραση, η νέα ελίτ απειλεί την παλαιά, απαιτώντας νέες και πολύ διαφορετικές δηλώσεις κοινωνικών φρονημάτων. Ο Ερντογάν έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η φωνή των ισλαμιστών Τούρκων, που το κοσμικό κατεστημένο περιφρονούσε, αναγνωρίζοντας την αξίωση «του άλλου μισού» της πολιτικής κοινότητας της Τουρκίας να εισέλθει στην πολιτική. Σήμερα, ο εξουσιαζόμενος επιστρέφει ως εξουσιαστής.
Τώρα δεν πρόκειται πλέον για ένα αγώνα κοινωνικής ένταξης, αλλά για ένα αγώνα αστικής κυριαρχίας. Η σύγκρουση του Ερντογάν με το στρατιωτικό κατεστημένο και ο σχετικά μετριοπαθής του αντιαμερικανισμός – που εκφράστηκε κυρίως με την άρνηση συνεργασίας με τις ΗΠΑ στον πόλεμο του Ιράκ – κέρδισε για το AKP ευρύτερη υποστήριξη σε τμήματα της διανόησης. Τώρα, η ίδια αυτή διανόηση, φοβάται ότι αντικατέστησε ένα είδος αυταρχισμού με ένα άλλο. Στο παρελθόν, η σύγκρουσή του Ερντογάν με το Ισραήλ, ενίσχυσε το προφίλ της Τουρκίας στον Αραβικό Κόσμο, στον οποίο η ίδια διεκδικούσε να εμφανίζεται ως «μοντέλο». Την ίδια όμως στιγμή, το AKP απέκτησε ερείσματα ακόμα και στην αριστερά, όχι μόνο της Τουρκίας, αλλά και της Ευρώπης. Όμως, σήμερα ο φόβος της αριστεράς και της διανόησης στην Τουρκία, είναι μήπως ο Αραβικός Κόσμος γίνει το πρότυπο της Τουρκίας.
Με άλλα λόγια, η τραγικότερη εξέλιξη δεν είναι τόσο η πόλωση, όσο η καταστροφή του πολιτικού και πολιτισμικού κέντρου της Τουρκίας, μια κρίσιμη μάζα που είναι απαραίτητη για την ενότητα της Τουρκίας και την κοινωνική της συνοχή. Οι τελευταίες κινήσεις του Ερντογάν οδηγούν ουσιαστικά σε ανοικτή πόλωση μεταξύ Λευκών (κοσμική ελίτ) και Μαύρων Τούρκων, αλλά και τις θρησκευτικές μειονότητες: Απαγόρευση του αλκοόλ, διάλυση του μεγάρου μουσικής και οικοδόμηση στη θέση του ενός τζαμιού, η επιλογή ονομασίας της τρίτης γέφυρας του Βοσπόρου με το όνομα του Σουλτάνου που αιματοκύλησε τους ετερόδοξους Αλεβίτες (Σελίμ Ι, 1470-1520).
Σε άλλες εποχές, η Ε.Ε. θα είχε κάτι να πει για τα τεκταινόμενα, αλλά η φωνή των Βρυξελλών σήμερα είναι μάλλον αμελητέα ποσότητα. Στις αρχές της δεκαετίας, ο εξευρωπαϊσμός ήταν το άλλοθι της σύγκρουσης του Ερντογάν με το στρατιωτικό κατεστημένο. Το όραμα της ένταξης έδωσε στο AKP τη δυνατότητα να εντάξει στους κόλπους του μια σειρά από υποστηρικτές της αστικής διανόησης, που καμία σχέση δεν είχαν με το πολιτικό Ισλάμ, διαιρώντας έτσι το αντίθετο στρατόπεδο της άρχουσας τάξης. Όμως, ο λαϊκιστικός λόγος ηγετών όπως ο Σαρκοζί και η Μέρκελ, αποδυνάμωσαν την όποια επιρροή είχε η Ευρώπη στην Τουρκία. Άλλωστε, ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας είναι η Ρωσία και όχι κάποια χώρα-μέλος της Ε.Ε.
Στο εσωτερικό, οδηγώντας αυτή τη συμβολική αναμέτρηση στα άκρα, ο Ερντογάν αποδυναμώνει τη θέση του, αφού κάνει την επιλογή του AKP να φαντάζει λιγότερο μετριοπαθής και ουδέτερη, περισσότερο ταξική και εθνικά οριοθετημένη. Είναι προφανές ότι τόσο το κόστος της ανεξέλεγκτης πλέον σύγκρουσης στη Συρία, η αναγκαστική σχεδόν εξεύρεση κοινού τόπου με το Ισραήλ και η υστέρηση των οικονομικών δεικτών, έχουν πλήξει το μύθο του Ερντογάν. Τα γεγονότα που μάλλον αδόκιμα συγκρίνουμε με την Αραβική Άνοιξη, αποτελούν το επιστέγασμα και όχι την αφετηρία μιας διαδικασίας απομυθοποίησης. Όμως, για ένα πράγμα δεν κατηγορείται ακόμα ο Ερτνογάν, ότι δηλαδή απομακρύνει την Τουρκία από την ευρωπαϊκή της προοπτική.
Τόσο στο εσωτερικό του κόμματός του, όσο και στην κοινωνία, το πολιτικό μέλλον του Πρωθυπουργού είναι τώρα επισφαλές. Ο Ερντογάν μάχεται με όρους ακέραιης πλειοψηφίας, χάνοντας τα ερείσματά του σε ευρύτερες κοινωνικές τάξεις. Η διαδοχή του Ερντογάν από τον Γκιούλ ή κάποιον άλλο δελφίνο (βλ. Μπαγκίς), είναι τώρα μια σοβαρή πιθανότητα. Αλλά υπάρχει ένας ακόμα σοβαρότερος κίνδυνος. Μια απομόνωση του Ερντογάν, με δεδομένο ότι το πρόγραμμα του εξευρωπαϊσμού δεν έχει σήμερα ουσιαστικά ερείσματα, μπορεί να στρέψει την Τουρκία σε μια σειρά επιλογών που για την Ελλάδα θα θυμίζουν τη δεκαετία του 1980. Η διαφορά του σήμερα με το τότε, είναι ότι η Τουρκία έχει άλλα οικονομικά και στρατιωτικά μεγέθη, ενώ η «ευρωπαϊκή προοπτική» δεν σημαίνει σχεδόν τίποτα.
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ.