29 Ιουνίου 2013

Κανένας δεν απειλεί την κυπριακή διάλεκτο

ΑΛΕΚΟΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ 
ΑΛΕΚΟΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣΘα ήταν θλιβερό, με δεδομένη τη σημερινή βαθύτατη κρίση του ελληνισμού στο σύνολο του, η νέα κυβέρνηση στην Κύπρο, που μας υποσχέθηκε την ενότητα και τον εκσυχρονισμό, να μας οδηγήσει πίσω στις πιο σκοτεινές περιόδους του εθνικού διχασμού, υποκύπτοντας στις πιέσεις γραφικών νοσταλγών του παρελθόντος», αναφέρει ο πρώην υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού κ. Ανδρέας Δημητρίου σε ένα άκριτο μάλλον παρά γραφικό κείμενο του που δημοσιεύθηκε στον «Πολίτη της Κυριακής» την περασμένη Κυριακή, 23 Ιουνίου 2013.
Ο πρώην υπουργός Παιδείας δεν διευκρινίζει στο άρθρο του με ποιον τρόπο η νέα κυβέρνηση θα μας οδηγήσει, όπως υποστηρίζει, «πίσω» σε σκοτεινές περιόδους, όπως δεν διευκρινίζει ποιοι είναι αυτοί οι «γραφικοί νοσταλγοί του παρελθόντος» στους οποίους αναφέρεται. Ένα σοβαρό κείμενο, στο οποίο διατυπώνονται τόσο σοβαρές κατηγορίες, οφείλει να είναι σαφές και να καταγράφει τί ακριβώς εννοεί και σε ποιους ακριβώς αναφέρεται.

Εκείνο που φαίνεται να απασχολεί τον πρώην υπουργό, χωρίς να τα καταφέρνει να το διατυπώσει ευθέως και με σαφήνεια είναι η τύχη της κυπριακής διαλέκτου. «Αν κινδυνεύει κάποια εκδοχή της ελληνικής γλώσσας στην Κύπρο σήμερα», αυτή είναι η κυπριακή διάλεκτος και όχι η κοινή νεοελληνική», αποφαίνεται ο κ. Δημητρίου, ο οποίος υποστηρίζει ότι έχει δημιουργηθεί «ένα περιβάλλον που απειλεί κάθε ελληνική διάλεκτο». Και αυτό το «περιβάλλον», απειλεί, εκτός από τις άλλες διαλέκτους (την ποντιακή, την κρητική και την επτανησιακή) και την κυπριακή διάλεκτο, κυρίως την κυπριακή διάλεκτο, για την τύχη της οποίας ανησυχεί ο πρώην υπουργός. Κανένας, όμως, δεν «απειλεί» την κυπριακή διάλεκτο, η οποία δεν κινδυνεύει ούτε από τη νέα κυβέρνηση ούτε από τους «γραφικούς νοσταλγούς του παρελθόντος».

Η ανέλιξη και η τύχη μιας διαλέκτου ακολουθεί μιαν πορεία της οποίας το αποτέλεσμα δεν οφείλεται σε απειλές ή παρεμβάσεις γραφικών νοσταλγών του παρελθόντος. Το ότι ο πρώην υπουργός Παιδείας δεν έχει μελετήσει το θέμα (του) φαίνεται από την αναφορά του στον ελληνισμό και την ελληνική ταυτότητά του, του οποίου κάποιοι, αυτοί οι κάποιοι, «ασύστολα πριονίζουν την ποικιλία του, που αποτέλεσε επί χιλιετίες το σύμβολο του δυναμισμού του».

Η αρχαία ελληνική γλώσσα ήταν μέχρι το 300 π.Χ. ένα μωσαϊκό διαλέκτων. Ανάμεσα σ' αυτές είχε αρχίσει από τον πέμπτο αιώνα π.Χ. να ξεχωρίζει η διάλεκτος της Αθήνας, η αττική διάλεκτος. Η υιοθέτησή της ως κοινής γλώσσας των Ελλήνων «θα οδηγήσει τις άλλες διαλέκτους σιγά σιγά σε εξαφάνιση» (Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Α. Φ. Χριστίδης). Κανένας δεν «πριόνισε» τότε την ποικιλία του ελληνισμού. Το μυστικό, λοιπόν, της γέννησης και της καθιέρωσης των κοινών γλωσσικών μορφών και της βαθμιαίας εξαφάνισης ή αφομοίωσης των διαλέκτων κρύβεται στην κοινωνία και στις ανάγκες της και στους νόμους της γλωσσικής εξέλιξης που δεν υπακούουν σε απειλές σε ντικτάτ και σε σχεδιασμούς.