Η επίσκεψη του Ερντογάν στις ΗΠΑ αναδεικνύει την άνοδο της
στρατηγικής υπεραξίας της Τουρκίας για την Ουάσινγκτον. Ακολουθούν
λοιπόν οι ΗΠΑ μια φιλοϊσλαμική πολιτική; Η απάντηση είναι αρνητική, αφού
ένα σοβαρό κράτος όπως οι ΗΠΑ δεν σχεδιάζει την υψηλή στρατηγική του με
βάση ιδεολογικά στερεότυπα. Τι συμβαίνει λοιπόν στην περιοχή, πώς
διαμορφώνονται οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις και ποιο το εύρος κινήσεων
της Ελλάδας;
Οι ΗΠΑ βρίσκονται σήμερα αντιμέτωπες με δύο ακανθώδη ζητήματα: Τη Συρία και το Ιράν. Η Συρία αποτελεί έναν αιχμηρό αγκάθι για τη Δύση, γιατί στο εσωτερικό της πραγματώνεται ένας sui generis «εμφύλιος» μεταξύ σιιτών και σουνιτών. Το Ιράν παράλληλα αποτελεί καταλύτη της συγκαιρινής συστημικής κατανομής ισχύος. Τυχόν είσοδός του στην προνομιούχα λέσχη των πυρηνικών δυνάμεων και η πιθανότητα το Ισραήλ να προβεί σε αποτρεπτικό πλήγμα εναντίον της Τεχεράνης, όπως έπραξε και με τη Συρία, αυξάνουν το φάσμα των προκλήσεων για την αμερικανική διπλωματία.
Οι ΗΠΑ στο πλαίσιο της «έξυπνης άμυνας», του δόγματος Υψηλής Στρατηγικής των Ομπάμα - Χίλαρι Κλίντον, που στηρίζεται στη μεταφορά βαρών σε έτερους συμμαχικούς παράγοντες, όπως θα υποστήριζε ο θεωρητικός θεμελιωτής του επιθετικού ρεαλισμού Τζον Τζ. Μερσχάιμερ, επιδιώκουν να καταστήσουν την Τουρκία επικεφαλής των ενεργειών -στρατιωτικών και πολιτικών- που θα έχουν ως στόχο να αντιμετωπίσουν το συριακό ζήτημα πρωτίστως. Μια τέτοια εξέλιξη λειτουργεί αναμφισβήτητα θετικά για την Αγκυρα.
Παράλληλα όμως αυξάνει και το πλαίσιο των υποχρεώσεών της, όπως αυτές προκύπτουν μέσα από την αναβάθμιση του στρατηγικού της ρόλου στην αιχμή των εξελίξεων που διέπουν την επόμενη ημέρα του Ισλάμ, ως κοινωνικοοργανωτικό μοντέλο καθορισμού της καθημερινότητας εκατομμυρίων πολιτών αλλά και καταλύτη στρατηγικών, πολιτικών και οικονομικών προοπτικών στη γεωγραφική ζώνη που ξεκινά από τα στενά του Γιβραλτάρ, περιλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της υποσαχάριας και ανωσαχάριας Αφρικής, όλης της Μέσης Ανατολής, την Κεντρική Ασία, το υπερκαυκάσιο τόξο, τις δυτικές επαρχίες της Κίνας και καίριες ζώνες της Απω Ανατολής!
Καθίσταται προφανές ότι η αναβάθμιση της Τουρκίας επηρεάζει και την Ελλάδα. Το διεθνές παίγνιο στηρίζεται, πρωτίστως, στην αναλογική αλληλουχία της ισχύος και στο δίλημμα ασφάλειας. Οι υψηλές ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ Αθηνών και Αγκυρας, που προκύπτουν από στρατηγικές διαφορές στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου και όχι από στερεότυπα ή «ιστορικές αντιπαλότητες» (sic), οδηγούν την αύξηση των προοπτικών μείωσης της ασφάλειας του ενός, όταν ο άλλος ενισχύεται σημαντικά και το αντίστροφο.
Στην ανάγνωση λοιπόν της συγκεκριμένης εξίσωσης χρειάζεται ψυχραιμία και καθαρό μυαλό. Οπως όλα δείχνουν, το Συριακό οδηγείται σε διεθνή διάσκεψη που θα διασώσει τον Ασαντ αλλά όχι και το status του καθεστώτος του στο εσωτερικό της Συρίας. Η Τουρκία σε αυτή τη χρονική συγκυρία προκύπτει ως η δύναμη αυτή που θα επιβάλει μέσω της εμπλοκής της με αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων τον έλεγχο της μετα-ασαντικής Συρίας αλλά και ως παράγοντας κρούσης απέναντι στις μονάδες του σουνιτικού φονταμενταλιστικού Ισλάμ, που δεν θα παραδώσουν τόσο εύκολα τα όπλα. Είναι αυτή ακριβώς η εξέλιξη που δεν επιθυμεί η Αγκυρα, αφού γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο θα την τοποθετήσει στη δίνη του κυκλώνα, μεταφέροντας μεγάλο μέρος των συγκρουσιακών φορτίων που φέρει ο δεύτερος κύκλος της Αραβικής Ανοιξης στο εσωτερικό της.
Η Ελλάδα στην παρούσα φάση οφείλει να συνεχίσει να ενισχύει το στρατηγικό τρίγωνο Ελλάδας - Ισραήλ - Κύπρου και να διατηρεί ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας και ουσιαστικής συνεργασίας με την Ουάσινγκτον. Στην παρούσα εξελικτική μας φάση βρισκόμαστε σε ιστορικό χαμηλό για διάφορους λόγους συσσώρευσης λαθών και ανορθολογικών χειρισμών.
Χρειάζεται υπομονή, ενίσχυση των υποδομών μας και επιστροφή στην πολιτική μεθοδολογία για να ανταποκριθούμε με αξιώσεις στις νέες αναβαθμισμένες απαιτήσεις του διεθνούς συστήματος.
Σπύρος Ν. Λίτσας
Οι ΗΠΑ βρίσκονται σήμερα αντιμέτωπες με δύο ακανθώδη ζητήματα: Τη Συρία και το Ιράν. Η Συρία αποτελεί έναν αιχμηρό αγκάθι για τη Δύση, γιατί στο εσωτερικό της πραγματώνεται ένας sui generis «εμφύλιος» μεταξύ σιιτών και σουνιτών. Το Ιράν παράλληλα αποτελεί καταλύτη της συγκαιρινής συστημικής κατανομής ισχύος. Τυχόν είσοδός του στην προνομιούχα λέσχη των πυρηνικών δυνάμεων και η πιθανότητα το Ισραήλ να προβεί σε αποτρεπτικό πλήγμα εναντίον της Τεχεράνης, όπως έπραξε και με τη Συρία, αυξάνουν το φάσμα των προκλήσεων για την αμερικανική διπλωματία.
Οι ΗΠΑ στο πλαίσιο της «έξυπνης άμυνας», του δόγματος Υψηλής Στρατηγικής των Ομπάμα - Χίλαρι Κλίντον, που στηρίζεται στη μεταφορά βαρών σε έτερους συμμαχικούς παράγοντες, όπως θα υποστήριζε ο θεωρητικός θεμελιωτής του επιθετικού ρεαλισμού Τζον Τζ. Μερσχάιμερ, επιδιώκουν να καταστήσουν την Τουρκία επικεφαλής των ενεργειών -στρατιωτικών και πολιτικών- που θα έχουν ως στόχο να αντιμετωπίσουν το συριακό ζήτημα πρωτίστως. Μια τέτοια εξέλιξη λειτουργεί αναμφισβήτητα θετικά για την Αγκυρα.
Παράλληλα όμως αυξάνει και το πλαίσιο των υποχρεώσεών της, όπως αυτές προκύπτουν μέσα από την αναβάθμιση του στρατηγικού της ρόλου στην αιχμή των εξελίξεων που διέπουν την επόμενη ημέρα του Ισλάμ, ως κοινωνικοοργανωτικό μοντέλο καθορισμού της καθημερινότητας εκατομμυρίων πολιτών αλλά και καταλύτη στρατηγικών, πολιτικών και οικονομικών προοπτικών στη γεωγραφική ζώνη που ξεκινά από τα στενά του Γιβραλτάρ, περιλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της υποσαχάριας και ανωσαχάριας Αφρικής, όλης της Μέσης Ανατολής, την Κεντρική Ασία, το υπερκαυκάσιο τόξο, τις δυτικές επαρχίες της Κίνας και καίριες ζώνες της Απω Ανατολής!
Καθίσταται προφανές ότι η αναβάθμιση της Τουρκίας επηρεάζει και την Ελλάδα. Το διεθνές παίγνιο στηρίζεται, πρωτίστως, στην αναλογική αλληλουχία της ισχύος και στο δίλημμα ασφάλειας. Οι υψηλές ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ Αθηνών και Αγκυρας, που προκύπτουν από στρατηγικές διαφορές στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου και όχι από στερεότυπα ή «ιστορικές αντιπαλότητες» (sic), οδηγούν την αύξηση των προοπτικών μείωσης της ασφάλειας του ενός, όταν ο άλλος ενισχύεται σημαντικά και το αντίστροφο.
Στην ανάγνωση λοιπόν της συγκεκριμένης εξίσωσης χρειάζεται ψυχραιμία και καθαρό μυαλό. Οπως όλα δείχνουν, το Συριακό οδηγείται σε διεθνή διάσκεψη που θα διασώσει τον Ασαντ αλλά όχι και το status του καθεστώτος του στο εσωτερικό της Συρίας. Η Τουρκία σε αυτή τη χρονική συγκυρία προκύπτει ως η δύναμη αυτή που θα επιβάλει μέσω της εμπλοκής της με αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων τον έλεγχο της μετα-ασαντικής Συρίας αλλά και ως παράγοντας κρούσης απέναντι στις μονάδες του σουνιτικού φονταμενταλιστικού Ισλάμ, που δεν θα παραδώσουν τόσο εύκολα τα όπλα. Είναι αυτή ακριβώς η εξέλιξη που δεν επιθυμεί η Αγκυρα, αφού γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο θα την τοποθετήσει στη δίνη του κυκλώνα, μεταφέροντας μεγάλο μέρος των συγκρουσιακών φορτίων που φέρει ο δεύτερος κύκλος της Αραβικής Ανοιξης στο εσωτερικό της.
Η Ελλάδα στην παρούσα φάση οφείλει να συνεχίσει να ενισχύει το στρατηγικό τρίγωνο Ελλάδας - Ισραήλ - Κύπρου και να διατηρεί ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας και ουσιαστικής συνεργασίας με την Ουάσινγκτον. Στην παρούσα εξελικτική μας φάση βρισκόμαστε σε ιστορικό χαμηλό για διάφορους λόγους συσσώρευσης λαθών και ανορθολογικών χειρισμών.
Χρειάζεται υπομονή, ενίσχυση των υποδομών μας και επιστροφή στην πολιτική μεθοδολογία για να ανταποκριθούμε με αξιώσεις στις νέες αναβαθμισμένες απαιτήσεις του διεθνούς συστήματος.
Σπύρος Ν. Λίτσας