20 Απριλίου 2013

Τα Greeklish και η ελληνική γλώσσα

http://www.aixmi.gr/wp-content/themes/aixmi2/timthumb.php?src=https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgmuSsVy32Vdi5AzpdRee9VfYAtyLwqk0tzU8u9xTy7qEDQ3_ZEI2JJyPlYwTlN4H6h4TA3qqd0edailog41B8sYL-WjQYuLuK1x851RbuUcVLqF1-EP66jQLLlHOPMaPOc8MMFg3HyTqe0/s1600/Greeklish+Flag.jpg&h=260&w=660&zc=1&q=100
Το τελευταίο διάστημα είναι εμφανής η τάση για αντικατάσταση του ελληνικού αλφαβήτου από το λατινικό. Γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες κειμένων στα οποία η τάση αυτή είναι διάχυτη, και πολλές φορές η παραγωγή τους ανήκει σε πολίτες που στελεχώνουν διοικητικές υπηρεσίες του Κράτους, πανεπιστημιακά ιδρύματα, τηλεοπτικά πάνελ. Πολύ φυσικά, λοιπόν, ανακύπτει το ερώτημα για το αν η προσπάθεια αυτή αποτελεί πλήγμα για την ελληνική σκέψη και τον ελληνικό Πολιτισμό. Πρόκειται για ζήτημα που γίνεται αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ του πολιτικού προσωπικού της χώρας και χρήζει διεξοδικής ανάλυσης και προσεκτικού σχολιασμού.

Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι τα Greeklish (αλλιώς: Φραγκολεβαντίνικα ή Λατινοελληνικά) δεν είναι πρακτική που εμφανίζεται στην τωρινή εποχή, αλλά εντοπίζεται σε διαφορετικές χρονικές φάσεις κατά το παρελθόν και σε διαφορετικούς γεωγραφικούς χώρους, και χρησιμοποιήθηκαν με παραλλαγές από διάφορες ελληνικές κοινότητες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα συναντούμε σε κείμενα της Βυζαντινής Περιόδου, σε μεσαιωνικά κείμενα στην Κρήτη και την Κύπρο, σε βιβλία που τυπώθηκαν στη Σμύρνη, σε τηλεγραφήματα των Ελλήνων του εξωτερικού, αλλά και σε Έλληνες που επικοινωνούσαν με Έλληνες ομογενείς, καθώς και σε ιδιώματα όπως τα Φραγκοχιώτικα. Επίσης, όταν πρωτοξεκίνησε ο προγραμματισμός των υπολογιστών, η αναγνώριση των ελληνικών χαρακτήρων ήταν πολύ δύσκολη από τα υπολογιστικά συστήματα, με αποτέλεσμα η καταγραφή τους με το λατινικό αλφάβητο να οδηγoύσε στην υπέρβαση αυτών των προβλημάτων. Κάπως, έτσι, φτάνουμε στις μέρες μας, και αντιλαμβανόμαστε ότι το φαινόμενο αναζωπυρώνεται, διευρύνεται, διαιωνίζεται από μεγάλο μέρος της νεολαίας κυρίως στο χώρο του Διαδικτύου και της κινητής τηλεφωνίας.

Όπως και παλαιότερα, έτσι και σήμερα, οι λόγοι που ωθούν στο συγκεκριμένο τρόπο γραφής είναι πρακτικοί. Τότε, οι άνθρωποι είχαν σοβαρές αιτίες για να θέλουν να μη γίνονται αντιληπτοί (βλ. εγκατεστημένους στα παράλια της Τουρκίας), πιο μετά τα λειτουργικά συστήματα καθιστούσαν αναγκαία τη χρήση λατινικών χαρακτήρων και σήμερα πολλοί εξακολουθούν να εφαρμόζουν την ίδια χρήση για λόγους βιασύνης και όσο το δυνατόν μεγαλύτερης συντομίας. Τα επιχειρήματα, δηλαδή, που διατυπώνονται υπέρ της χρήσης εστιάζουν στο κοινωνικό μέρος και είναι αμιγώς χρηστικά και τεχνοκρατικά.

Η σύγχρονη γλωσσολογία στο σημείο αυτό καλείται να πάρει θέση. Πρέπει να εξηγήσει αν όλη αυτή η κατάσταση, που στηρίζεται στην «οικονομία» του γλωσσικού συστήματος και στα μαθησιακά πλεονεκτήματα που απορρέουν, είναι επαρκής και επιστημονικά τεκμηριωμένη. Δυστυχώς, κατά καιρούς, ξεπηδούν απόψεις της μίας ή της άλλης πλευράς που διακρίνονται από μια επιστημονική αυταρέσκεια του τύπου «τα ξέρω όλα», με εμφανή τη διάθεση να αποδοθεί σ’ αυτές ένας αξιωματικός χαρακτήρας. Το λυπηρό είναι ότι τέτοιες θέσεις δεν εκφράζονται μόνο από περισπούδαστους κενόσοφους, μα κι από ανθρώπους που υπηρετούν την Επιστήμη της Γλωσσολογίας.

 Μια Επιστήμη που δεν είναι δεκτική σε επιστημονικά θέσφατα, διότι από τη φύση της είναι περιγραφική, έχοντας ως στόχο την ερμηνεία του γλωσσικού φαινομένου κι όχι την επιβολή του ορθού ή του μη ορθού. Εξάλλου, όπως και σε όλες τις Επιστήμες, δεν υπάρχει το «ναι» και το «όχι», αλλά το «ίσως».

Επιστρέφοντας στο θέμα μας, είναι αναγκαίο να εξεταστεί το ζήτημα της ορθογραφίας, ώστε να διαφωτιστούμε σχετικά με το πώς πρέπει να γίνεται η καταγραφή της ελληνικής. Μπορούμε, αρχικά, να συμφωνήσουμε ότι η ορθογραφία είναι η απόφαση για την οπτική αναπαράσταση μιας Γλώσσας η οποία στηρίζεται στη συγκεκριμένη επιλογή από τις θεωρητικές δυνατότητες που προσφέρονται.

Τώρα, αυτοί που υποστηρίζουν ότι η Γλώσσα είναι μόνο εργαλείο σκέψης που καθιστά δυνατή την επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας κοινότητας, επικεντρώνονται στη λειτουργικότητα της ορθογραφίας, λαμβάνοντας υπόψιν το καθημερινό φυσικό, αυθόρμητο λόγο, τη σύγχρονη προφορική Γλώσσα και το γεγονός ότι η Γλώσσα αλλάζει μαζί με την κοινωνία που τη χρησιμοποιεί. Θα λέγαμε ότι αυτό που τους απασχολεί είναι τα γλωσσικά δεδομένα αυτά καθ’ εαυτά, καθετί που εντάσσεται στο γλωσσικό περιβάλλον και σε καμία περίπτωση οι μεταγλωσσικές λειτουργίες.

Η κάθε γλωσσική χρήση, όμως, έχει και μεταγλωσσικές προεκτάσεις. Συνδέεται με το κοινωνικό και το πολιτιστικό γίγνεσθαι, εμπεριέχει ιδεολογία. Η Γλώσσα λειτουργεί ως σύμβολο ταυτότητας. Εκφράζει τις παραδόσεις, τις ιδέες, τις αντιλήψεις, τα ήθη. Πρόκειται για μια απτή πραγματικότητα, ένα ρεαλιστικό δεδομένο που είναι άδικο να μη λαμβάνεται υπόψιν.
Δεν επιθυμώ σε καμία περίπτωση να παίξω το ρόλο του γλωσσικού «καθαριστή». Πιστεύω απλά ότι είναι υποκριτικό κι εκτός πραγματικότητας το γεγονός να εξετάζεται η Γλώσσα ως ανεξάρτητη οντότητα, αποβάλλοντας το ιδεολογικό στοιχείο. Το πιο σωστό θα ήταν να γίνεται η εξέταση συνδυαστικά.

Αρκεί, βέβαια, η ιδεολογία να μην εισέρχεται υποβολιμαία λειτουργώντας μυθοποιητικά ανάλογα με την εποχή και με τέτοιον τρόπο, ώστε να εξυπηρετεί τους εκάστοτε σκοπούς μας.

Στην περίπτωση της ελληνικής, όπως υποστηρίζει και ο καθηγητής Δημήτρης Μαρωνίτης, «δεν ωφελούν τα παρακλητικά προσκυνήματα της νεοελληνικής μπροστά στα εικονίσματα της αρχαιοελληνικής γλώσσας», διότι το γλωσσικό παρόν έχει διασώσει όλα τα αναγκαία στοιχεία του γλωσσικού παρελθόντος. Ας σκύψουμε, λοιπόν, το κεφάλι κι ας δούμε τα πράγματα ψύχραιμα κι από απόσταση, δίχως ακρότητες.