Εκατοντάδες χιλιάδες μορφωμένοι νέοι από τον ευρωπαϊκό
Νότο μεταναστεύουν στη Γερμανία, η οποία αποκτά υψηλού επιπέδου
εργαζομένους χωρίς να δαπανήσει ευρώ για την εκπαίδευσή τους, ενώ οι
χώρες καταγωγής τους στερούνται ανθρώπινο δυναμικό για να ανακάμψουν
Του Μιχάλη Ψύλου
«Η κυβέρνηση κάνει τα πάντα για να προσελκύσει ξένο ειδικευμένο προσωπικό στη Γερμανία» έγραφε την Τρίτη στο κύριο άρθρο της η «Ντι Βελτ». «Για τον λόγο αυτόν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ενέκρινε νόμο για τη διευκόλυνση της αναγνώρισης των τίτλων σπουδών από την αλλοδαπή» σημείωνε η γερμανική εφημερίδα, πανηγυρίζοντας μάλιστα για το γεγονός ότι «περισσότεροι από 8.500 αλλοδαποί γιατροί έχουν υποβάλει αίτηση για αναγνώριση των τίτλων σπουδών τους στη Γερμανία ώστε να εργαστούν στη χώρα».
Στο ίδιο μήκος κύματος το περιοδικό «Σπίγκελ» σημείωνε ότι «μια νέα γενιά μεταναστών αναζητά μέλλον στη Γερμανία. Είναι υψηλής ειδίκευσης και προέρχεται από τη νότια και την ανατολική Ευρώπη».
Η εξήγηση απλή: «Με την ανεργία των νέων στην Ισπανία και την Ελλάδα να φτάνει το 60%, στην Ιταλία και την Πορτογαλία το 40%, ακόμα και το καλύτερα εκπαιδευμένο προσωπικό δεν μπορεί να βρει δουλειά» σημειώνει σε ανάλυσή του το Γερμανικό Ραδιόφωνο. Εντελώς ανερυθρίαστα ο χριστιανοδημοκράτης ευρωβουλευτής Τόμας Μαν δεν δίστασε να επαινέσει το Βερολίνο για την πολιτική αυτή κάνοντας λόγο για «μια πράξη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης».
Χωρίς κανένα κόστος
Οι μνήμες από τα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα των δεκαετιών του 1960 και του 1970 από τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου προς τη Γερμανία ξυπνούν και πάλι. Αυτή τη φορά όμως ο στόχος είναι πολύ διαφορετικός: Η μαζική απογύμνωση των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών από τους μορφωμένους νέους, ανώτερης και ανώτατης μόρφωσης, και όχι από τους ανειδίκευτους γκασταρμπάιτερ γονείς και παππούδες τους. Οι Γερμανοί παίρνουν έτοιμους τους επιστήμονες χωρίς να έχουν ξοδέψει οι ίδιοι ούτε ένα ευρώ για τη μόρφωσή τους! Μια χαρά τούς ήρθε η κρίση!
Το Βερολίνο δεν καταστρέφει μόνο με τα μνημόνια και την πολιτική της λιτότητας την περιφέρεια της Ευρώπης. Στερεί από τις υπόλοιπες χώρες και την όποια ελπίδα μελλοντικής παραγωγικής ανασυγκρότησής τους, αφού τους παίρνει και τα «μυαλά» που θα μπορούσαν να δώσουν τα φώτα τους στην οικονομική ανάπτυξη. «Δεκάδες χιλιάδες μορφωμένοι νέοι που προέρχονται από αυτές τις χώρες βρίσκονται ήδη καθ’ οδόν προς τη Γερμανία» μετέδωσε το Γερμανικό Ραδιόφωνο. «Τα γερμανικά Επιμελητήρια Βιομηχανίας και Εμπορίου διοργανώνουν μαθήματα γερμανικών και υπόσχονται προσοδοφόρες θέσεις εργασίας».
Ο στόχος αυτός είναι στρατηγικής σημασίας για μια χώρα όπως η Γερμανία, που γερνάει δημογραφικά, οι νεοφερμένοι ξένοι επιστήμονες, που έχουν ήδη εκπαιδευτεί με έξοδα των χωρών προέλευσής τους, είναι ένα απροσδόκητο κέρδος. Την ίδια ώρα, η «ευκαιρία» αυτή για τη γερμανική οικονομία κρύβει ένα δράμα για τις χώρες του Νότου της Ευρώπης. Αν αυτή η κίνηση μεταναστών συνεχιστεί, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Κύπρος και οι άλλες χώρες του Νότου θα αδειάσουν σιγά σιγά από τους καλύτερα μορφωμένους νέους, «από τη ζωτική ουσία που μπορεί να εκπροσωπεί μια πολλά υποσχόμενη νεολαία», όπως τονίζει η γαλλική «Μοντ».
Η «Ντι Βελτ» δεν διστάζει μάλιστα να στέλνει μια «κραυγή αγωνίας»: «Λόγω της μεγάλης έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, η Γερμανία χρειάζεται επειγόντως περισσότερους γιατρούς, μηχανικούς και εκπαιδευτικούς. Για να καταπολεμηθεί η αυξανόμενη έλλειψη σε αυτά και άλλα επαγγέλματα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση στηρίζεται στους μετανάστες».
Εξακόσιες χιλιάδες τον χρόνο
Οι αριθμοί που δημοσιεύει η γερμανική εφημερίδα αποδεικνύουν την τραγική πραγματικότητα: Το 35,5% των ξένων επιστημόνων και ειδικών που πηγαίνουν να βρουν την τύχη τους στη Γερμανία προέρχονται από την υπόλοιπη Ευρώπη, το 26,3% από τις Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, το 6,5% από την Τουρκία, το 11,6% από την Ασία και το 5,8% από την Αφρική. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 2012 μετανάστευσαν στη Γερμανία για να δουλέψουν περισσότερα από 600.000 άτομα από χώρες της Ε.Ε., στο σύνολό τους σχεδόν από χώρες της νότιας και της ανατολικής Ευρώπης. Το 2011, το νούμερο αυτό ήταν 500.000. Στη μεγάλη πλειονότητά τους οι μετανάστες αυτοί διαθέτουν ιδιαίτερα επαγγελματικά προσόντα.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δημιούργησε μάλιστα ειδικό φορέα που ελέγχει την ισοδυναμία των επαγγελματικών προσόντων των ξένων. Υπάρχουν 19 εμπειρογνώμονες, που μιλούν 19 διαφορετικές γλώσσες. «Πρόκειται για καθηγητές, γιατρούς, μηχανικούς, νοσηλευτές και εκπαιδευτικούς», λέει η επικεφαλής του προγράμματος, Κλόντια Μόραβεκ. «Σε όλους αυτούς τους τομείς υπάρχει τώρα έλλειψη προσωπικού. Ο νέος νόμος θεσπίστηκε ώστε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της έλλειψης ειδικευμένων εργατών στη Γερμανία», λέει η Μόραβεκ.
«Η βιομηχανία της υγειονομικής περίθαλψης έχει ωφεληθεί ιδιαίτερα από τους νέους κανόνες» γράφει η «Βελτ». «Από το τέλος Φεβρουαρίου, 8.635 γιατροί που εκπαιδεύτηκαν σε ξένες χώρες, έχουν υποβάλει στις αρμόδιες υγειονομικές αρχές των κρατιδίων τους τίτλους για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων τους. 3.123 αφορούν νοσηλευτές και, αν προσθέσετε τις μαίες και άλλους επαγγελματίες από τον χώρο της υγείας, ο συνολικός αριθμός των υποψήφιων μεταναστών είναι πάνω από 20.000».
Χαρακτηριστικό της ειδίκευσης των αιτούντων γιατρών είναι ότι απορρίφθηκε μόλις το 0,4% αιτήσεων.
Του Μιχάλη Ψύλου
«Η κυβέρνηση κάνει τα πάντα για να προσελκύσει ξένο ειδικευμένο προσωπικό στη Γερμανία» έγραφε την Τρίτη στο κύριο άρθρο της η «Ντι Βελτ». «Για τον λόγο αυτόν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ενέκρινε νόμο για τη διευκόλυνση της αναγνώρισης των τίτλων σπουδών από την αλλοδαπή» σημείωνε η γερμανική εφημερίδα, πανηγυρίζοντας μάλιστα για το γεγονός ότι «περισσότεροι από 8.500 αλλοδαποί γιατροί έχουν υποβάλει αίτηση για αναγνώριση των τίτλων σπουδών τους στη Γερμανία ώστε να εργαστούν στη χώρα».
Στο ίδιο μήκος κύματος το περιοδικό «Σπίγκελ» σημείωνε ότι «μια νέα γενιά μεταναστών αναζητά μέλλον στη Γερμανία. Είναι υψηλής ειδίκευσης και προέρχεται από τη νότια και την ανατολική Ευρώπη».
Η εξήγηση απλή: «Με την ανεργία των νέων στην Ισπανία και την Ελλάδα να φτάνει το 60%, στην Ιταλία και την Πορτογαλία το 40%, ακόμα και το καλύτερα εκπαιδευμένο προσωπικό δεν μπορεί να βρει δουλειά» σημειώνει σε ανάλυσή του το Γερμανικό Ραδιόφωνο. Εντελώς ανερυθρίαστα ο χριστιανοδημοκράτης ευρωβουλευτής Τόμας Μαν δεν δίστασε να επαινέσει το Βερολίνο για την πολιτική αυτή κάνοντας λόγο για «μια πράξη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης».
Χωρίς κανένα κόστος
Οι μνήμες από τα μεγάλα μεταναστευτικά κύματα των δεκαετιών του 1960 και του 1970 από τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου προς τη Γερμανία ξυπνούν και πάλι. Αυτή τη φορά όμως ο στόχος είναι πολύ διαφορετικός: Η μαζική απογύμνωση των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών από τους μορφωμένους νέους, ανώτερης και ανώτατης μόρφωσης, και όχι από τους ανειδίκευτους γκασταρμπάιτερ γονείς και παππούδες τους. Οι Γερμανοί παίρνουν έτοιμους τους επιστήμονες χωρίς να έχουν ξοδέψει οι ίδιοι ούτε ένα ευρώ για τη μόρφωσή τους! Μια χαρά τούς ήρθε η κρίση!
Το Βερολίνο δεν καταστρέφει μόνο με τα μνημόνια και την πολιτική της λιτότητας την περιφέρεια της Ευρώπης. Στερεί από τις υπόλοιπες χώρες και την όποια ελπίδα μελλοντικής παραγωγικής ανασυγκρότησής τους, αφού τους παίρνει και τα «μυαλά» που θα μπορούσαν να δώσουν τα φώτα τους στην οικονομική ανάπτυξη. «Δεκάδες χιλιάδες μορφωμένοι νέοι που προέρχονται από αυτές τις χώρες βρίσκονται ήδη καθ’ οδόν προς τη Γερμανία» μετέδωσε το Γερμανικό Ραδιόφωνο. «Τα γερμανικά Επιμελητήρια Βιομηχανίας και Εμπορίου διοργανώνουν μαθήματα γερμανικών και υπόσχονται προσοδοφόρες θέσεις εργασίας».
Ο στόχος αυτός είναι στρατηγικής σημασίας για μια χώρα όπως η Γερμανία, που γερνάει δημογραφικά, οι νεοφερμένοι ξένοι επιστήμονες, που έχουν ήδη εκπαιδευτεί με έξοδα των χωρών προέλευσής τους, είναι ένα απροσδόκητο κέρδος. Την ίδια ώρα, η «ευκαιρία» αυτή για τη γερμανική οικονομία κρύβει ένα δράμα για τις χώρες του Νότου της Ευρώπης. Αν αυτή η κίνηση μεταναστών συνεχιστεί, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Κύπρος και οι άλλες χώρες του Νότου θα αδειάσουν σιγά σιγά από τους καλύτερα μορφωμένους νέους, «από τη ζωτική ουσία που μπορεί να εκπροσωπεί μια πολλά υποσχόμενη νεολαία», όπως τονίζει η γαλλική «Μοντ».
Η «Ντι Βελτ» δεν διστάζει μάλιστα να στέλνει μια «κραυγή αγωνίας»: «Λόγω της μεγάλης έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, η Γερμανία χρειάζεται επειγόντως περισσότερους γιατρούς, μηχανικούς και εκπαιδευτικούς. Για να καταπολεμηθεί η αυξανόμενη έλλειψη σε αυτά και άλλα επαγγέλματα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση στηρίζεται στους μετανάστες».
Εξακόσιες χιλιάδες τον χρόνο
Οι αριθμοί που δημοσιεύει η γερμανική εφημερίδα αποδεικνύουν την τραγική πραγματικότητα: Το 35,5% των ξένων επιστημόνων και ειδικών που πηγαίνουν να βρουν την τύχη τους στη Γερμανία προέρχονται από την υπόλοιπη Ευρώπη, το 26,3% από τις Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, το 6,5% από την Τουρκία, το 11,6% από την Ασία και το 5,8% από την Αφρική. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 2012 μετανάστευσαν στη Γερμανία για να δουλέψουν περισσότερα από 600.000 άτομα από χώρες της Ε.Ε., στο σύνολό τους σχεδόν από χώρες της νότιας και της ανατολικής Ευρώπης. Το 2011, το νούμερο αυτό ήταν 500.000. Στη μεγάλη πλειονότητά τους οι μετανάστες αυτοί διαθέτουν ιδιαίτερα επαγγελματικά προσόντα.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δημιούργησε μάλιστα ειδικό φορέα που ελέγχει την ισοδυναμία των επαγγελματικών προσόντων των ξένων. Υπάρχουν 19 εμπειρογνώμονες, που μιλούν 19 διαφορετικές γλώσσες. «Πρόκειται για καθηγητές, γιατρούς, μηχανικούς, νοσηλευτές και εκπαιδευτικούς», λέει η επικεφαλής του προγράμματος, Κλόντια Μόραβεκ. «Σε όλους αυτούς τους τομείς υπάρχει τώρα έλλειψη προσωπικού. Ο νέος νόμος θεσπίστηκε ώστε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της έλλειψης ειδικευμένων εργατών στη Γερμανία», λέει η Μόραβεκ.
«Η βιομηχανία της υγειονομικής περίθαλψης έχει ωφεληθεί ιδιαίτερα από τους νέους κανόνες» γράφει η «Βελτ». «Από το τέλος Φεβρουαρίου, 8.635 γιατροί που εκπαιδεύτηκαν σε ξένες χώρες, έχουν υποβάλει στις αρμόδιες υγειονομικές αρχές των κρατιδίων τους τίτλους για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων τους. 3.123 αφορούν νοσηλευτές και, αν προσθέσετε τις μαίες και άλλους επαγγελματίες από τον χώρο της υγείας, ο συνολικός αριθμός των υποψήφιων μεταναστών είναι πάνω από 20.000».
Χαρακτηριστικό της ειδίκευσης των αιτούντων γιατρών είναι ότι απορρίφθηκε μόλις το 0,4% αιτήσεων.