03 Απριλίου 2013
Εχει απάντηση η Σοσιαλδημοκρατία;
Οσο κι αν τα διάφορα προγνωστικά, τα οποία συχνά αναπαράγονται αμάσητα από τα εγχώρια «μέσα», προβάλλουν την καγκελάριο Μέρκελ σαν «ακλόνητη», είναι πλέον βέβαιο πως η ίδια δεν πρόκειται να διαθέτει δική της κοινοβουλευτική πλειοψηφία το φθινόπωρο. Αυτό δε ακόμη και στην περίπτωση που οι Φιλελεύθεροι κατορθώσουν το απίθανο, να εισέλθουν δηλαδή οριακά στην Μπούντεσταγκ. Οι Σοσιαλδημοκράτες μαζί με τους Πράσινους διαγράφονται πλέον σαν οι κυρίαρχες δυνάμεις των εξελίξεων, με τη στήριξη ενδεχομένως κι ενός τμήματος της γερμανικής Αριστεράς (die Linke). Ισχύει βεβαίως πάντοτε η προοπτική ενός ακόμη «μεγάλου συνασπισμού», Χριστιανο- και Σοσιαλ-δημοκρατών, οπότε τα πράγματα μεταβάλλονται, όχι όμως ριζικά. Σε κάθε περίπτωση δε, η Γερμανία θα πρέπει μετεκλογικά να αλλάξει την ευρωπαϊκή της πολιτική ώστε να έχουμε ανάσχεση της κρίσης που απειλεί τώρα και την ίδια. Αλλιώς θα έχει μοναδικό της σύμμαχο τη Βρετανία, ίσως και την Ολλανδία, ενώ απέναντί της θα είναι σύμπαντες οι Νοτιοευρωπαίοι και άλλες χώρες της περιφέρειας. Εκτός τούτων θα υπάρχει ένα εξεγερμένο μέτωπο εργαζομένων κι εντός Γερμανίας, οι δυνάμεις του οποίου αρχίζουν να στοιχίζονται ήδη αγωνιστικά.
Εν όψει αυτών των εξελίξεων στο γερμανικό και τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο, καθοριστικός θα είναι ο ρόλος των Σοσιαλδημοκρατών και των πολιτικών δυνάμεων που θα συμπλεύσουν μαζί τους. Τούτο συνεπάγεται ασφαλώς αντίστοιχες ανακατατάξεις σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Είναι προφανές μεν πως οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες επιδιώκουν να αναστρέψουν την αντικοινωνική και αντιαναπτυξιακή πολιτική λιτότητας των χριστιανοφιλελεύθερων κυβερνώντων, το ερώτημα όμως του αν αυτοί διαθέτουν ένα συγκροτημένο «πλάνο» εξόδου από την ευρωπαϊκή κρίση παραμένει αναπάντητο.
Η βασική ιδέα του Γερμανού Σοσιαλδημοκράτη υποψηφίου Πέερ Στάινμπρουκ, για νέα ρύθμιση του τραπεζικού συστήματος, αφορά το ένα σκέλος του ζητήματος. Το άλλο αναφέρεται στο χώρο της πραγματικής εργασίας, όπου το «μάρμαρο» πληρώνουν πολύ ακριβά μισθωτοί και συνταξιούχοι, προκειμένου να ανταγωνιστούν οι μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις τούς κινεζικούς και άλλους εξαγωγικούς γίγαντες των λεγόμενων «αναδυόμενων» αγορών.
Η Γερμανία είναι ώς τώρα η μόνη κερδισμένη χώρα του ευρώ, γεγονός που οφείλεται σε πέραν του ενός λόγους, πρώτιστα όμως στο ότι το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα λειτουργεί -ντε φάκτο- σαν ένα μετονομασμένο μάρκο. Κατά δεύτερον, η Γερμανία αποτελεί όχι μόνο την ισχυρότερη ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και το μεγαλύτερο εξαγωγέα προϊόντων της σε όλο τον κόσμο. Ο τρίτος λόγος, όμως, συνδέεται με το γεγονός ότι η ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας στη Γερμανία ξεκίνησε με την περίφημη «ατζέντα 2010», μια ριζική αναθεώρηση των εργασιακών σχέσεων που συνοδεύτηκε με βαθμιαία συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Τούτα όλα συνέβαλαν άμεσα στη μείωση του παραγωγικού κόστους και βεβαίως στην ενίσχυση του γερμανικού βιομηχανικού ανταγωνισμού. Το μόνο «θετικό» που προέκυψε από όλες αυτές τις αντικοινωνικές ρυθμίσεις ήταν μια θεαματική απορρόφηση της ανεργίας, με ποιο, όμως, ανθρώπινο τίμημα; Δυστυχώς με την απαξίωση αυτής τούτης της εργασίας μέσα από το γνωστό καθεστώς συνθηκών «ευλύγιστης» απασχόλησης εκατομμυρίων ανθρώπων.
Με την περιβόητη «ατζέντα 2010» εφαρμόστηκε στη Γερμανία επίσης ένα είδος «μνημονίου», σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης μάλιστα και με καγκελάριο τον Γκέρχαρντ Σρέντερ. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια θυσία των εργασιακών δικαίων και ιστορικών κατακτήσεων των εργαζομένων στο βωμό της παγκοσμιοποίησης. Οι συνθήκες εργασίας σήμερα, όταν παραβιάζεται «νόμιμα» ακόμη και το αιματοβαμμένο οχτάωρο, εμφανίζουν συχνά -και κατ' αναλογίαν- καταστάσεις παρόμοιες εκείνων της πρώτης βιομηχανικής εποχής. Η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, ένα μαζικό κόμμα που προέκυψε ιστορικά από τους αγώνες της βιομηχανικής εργατιάς, οφείλει πλέον να καταθέσει πρόταση συνολικής ανάσχεσης της κρίσης για όλη την Ευρώπη τώρα, αλλά και αποκατάστασης του δικαιώματος της εργασίας, ως μιας βασικής ανθρώπινης αξίας.