Το μέγεθος της ταύτισης του πολιτικού με τον ομογενειακό αλλά και μητροπολιτικό Ελληνισμό ήταν τόσο μεγάλο, που την ημέρα της ανάληψης των καθηκόντων του, το 1977, οι καμπάνες στη Μεγαλόνησο χτυπούσαν χαρμόσυνα!
Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που υποσχόταν ο Κάρτερ, μιας και η διεθνής πολιτική επιβάλλει ένα άλλο πλαίσιο αντιμετώπισης των αδήριτων πραγματικοτήτων, που εκπορεύονται όχι από τον ιδεαλιστικό βολονταρισμό αλλά από το συστημικό γίγνεσθαι.
Σήμερα ο νέος μύθος που αναδύεται στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας είναι ότι μετά τις εκλογές του φθινοπώρου στη Γερμανία και την επανεκλογή της καγκελαρίου Μέρκελ ο καλός Θεός θα λυπηθεί την πτωχή πλην τιμία Ελλάδα και πλέον η τελευταία τριετία θα μοιάζει με μακρινό δυσάρεστο όνειρο! Πόθεν προκύπτει η θέση αυτή; Μάλλον από την ίδια μεταφυσική αφετηρία με αυτήν περί της οριστικής επίλυσης του Κυπριακού από τον Κάρτερ!
Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε τα τελευταία χρόνια ο Νότος από τις Βρυξέλλες, με πρώτη την Ελλάδα και τελευταίο παράδειγμα την Κύπρο, διαμορφώνει μια πραγματικότητα που θα καθορίσει το μέλλον της περιοχής.
Καμία από τις Μεγάλες Δυνάμεις του ευρωπαϊκού χώρου δεν έχει την οικονομική ισχύ να αντιστρέψει τη σημερινή κατάσταση στον Νότο. Ούτε βέβαια πολύ περισσότερο έχουν τη νομιμοποίηση στο εσωτερικό τους να χαλαρώσουν τους όρους των δανειακών συμβάσεων, καθιστώντας ουσιαστικά τα δάνεια που έδωσαν στα κράτη του Νότου επισφαλή λόγω της διεύρυνσης της χρονικής τους διάρκειας. Κάποτε οι Ελληνες καπεταναίοι είχαν τα μάτια τους στραμμένα στον Βορρά αναμένοντας τη σωτηρία από το «ξανθό γένος». Σήμερα το σύνολο του Νότου ζει και αναπνέει με ορίζοντα την επόμενη ημέρα των γερμανικών εκλογών. Γιατί όμως η Γερμανία να διασώσει τον Νότο;
Η κρίση έχει προσφέρει τη δυνατότητα στη Γερμανία να επανακάμψει ως η κεντρική οικονομική δύναμη στον ευρωπαϊκό χώρο. Κι αυτό είναι εντυπωσιακό, αν αναλογισθούμε ότι το 2003 η Γερμανία ήταν ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης λόγω των δυσχερειών σύγκλισης μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού τομέα.
Σήμερα η Γερμανία δανείζεται με μηδενικό επιτόκιο, δανείζει στον Νότο με μικρό επιτόκιο, αλλά την ίδια στιγμή έχει προνομιακή θέση στις στρατηγικές αποφάσεις οικονομικού, πολιτικού αλλά και ιδεολογικοκοινωνικού χαρακτήρα στο εσωτερικό των κρατών το νότιου άξονα, ενώ αποτελεί πόλο έλξης όλων των νέων επιστημόνων του Νότου κερδίζοντας από το brain-drain, αφού διευρύνει το επιστημονικό της δυναμικό δίχως να χρειαστεί να ξοδεύει περισσότερα κεφάλαια για την ανάπτυξη των τριών βαθμίδων της εκπαίδευσης. Η Γερμανία είναι ο σύγχρονος Μινώταυρος. Μόνο που αντί να εξολοθρεύει τους νέους του Νότου μέσα στον λαβύρινθο τους εντάσσει αρμονικά στη δυναμική της οικονομία, προσφέροντάς τους μια καλύτερη ζωή από αυτή που αφήνουν πίσω τους και αυξάνοντας ταυτοχρόνως τα φορτία ισχύος της.
Ασφαλώς κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τη Γερμανία γι’ αυτό. Το γερμανικό κράτος έχει την ηθική υποχρέωση απέναντι στους πολίτες του να αυξάνει την ευημερία τους και να ισχυροποιεί τις δομές λειτουργίας. Ταυτοχρόνως όμως είναι, αν μη τι άλλο, ανορθολογικό κάποιος να αναμένει από ένα κράτος, το οποιοδήποτε και όχι ασφαλώς μόνο τη Γερμανία, να θέσει από μόνο του τέλος σε αυτή τη διαδικασία της διαρκούς ενδυνάμωσης. Κι αυτό ασφαλώς ισχύει και στην περίπτωση των γερμανικών εκλογών, όποια κι αν είναι η κυβέρνηση της επόμενης ημέρας στο φθινοπωρινό Βερολίνο.