O Χρ.Ροζάκης είναι πρόεδρος του Διοικητικού Δικαστηρίου του Συμβουλίου της Ευρώπης (Φωτογραφία: Eurokinissi ) |
H
Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας καθ' εαυτή δεν προβλέπει μονομερείς
ενέργειες στο θέμα της ΑΟΖ, τονίζει ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών και
πρόεδρος του Διοικητικού Δικαστηρίου του Συμβουλίου της Ευρώπης Χρήστος
Ροζάκης. Μιλώντας στην «Εφημερίδα των Συντακτών» του Σαββάτου, ο καθηγητής
Διεθνούς Δικαίου διευκρινίζει ότι το κλίμα εθνικισμού και συντηρητισμού
σε Τουρκία και Ελλάδα επηρεάζει τις δυνατότητες συμβιβασμών, ενώ εφιστά
προσοχή για την προσέγγιση με το Ισραήλ.Σε ερώτηση για το αν μπορεί να υπάρξει ένα modus vivendi με την Τουρκία
και υπό ποιους όρους, ο κ. Ροζάκης σημειώνει ότι θα έπρεπε να επιλυθεί
το ζήτημα του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης (μέχρι 12 ναυτικά μίλια), το
οποίο αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να βρεθεί η δεύτερη
λύση, που είναι η θαλάσσια ζώνη, αυτό που ονομάζεται ΑΟΖ ή υφαλοκρηπίδα.
«Το τι απομένει στο Αιγαίο για να κατανεμηθεί ανάμεσα στις δύο χώρες εξαρτάται από το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης Ελλάδας και Τουρκίας» εξηγεί.
Για την υφαλοκρηπίδα, όπως και για την ΑΟΖ ο καθηγητής δεν κρύβει ότι απαιτεί μια δύσκολη διαπραγμάτευση.
«Αυτή όμως η δυσκολία είναι ταυτόχρονα και μια θετική κατάσταση για την Ελλάδα. Διότι αυτή η πληθώρα νησιών αυξάνει σημαντικά τις δυνατότητες να αποκτήσουμε μεγαλύτερη έκταση ζωνών στην περιοχή και αυτό φυσικά το γνωρίζει πολύ καλά και η Τουρκία. Στην τελευταία ανάλυση, εάν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, εκείνο που παραμένει πάντα θετικό είναι η ύπαρξη του Δικαστηρίου.»
Ο ίδιος σπεύδει να υπογραμμίσει ότι δεν φοβάται την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο: «Τονίζω ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φαινόμενο μιας ανοιχτής θάλασσας με ένα-δυο νησιά από εδώ και από εκεί διασπαρμένα. Έχεις μια τέτοια συμπαγή ενότητα νησιών στην περιοχή, ώστε αυτό δεν μπορεί παρά να ευνοήσει τελικά την Ελλάδα με την εφαρμογή του Δικαίου της Θάλασσας, όπως προβλέπει η Σύμβαση του 1982.»
«Το τι απομένει στο Αιγαίο για να κατανεμηθεί ανάμεσα στις δύο χώρες εξαρτάται από το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης Ελλάδας και Τουρκίας» εξηγεί.
Για την υφαλοκρηπίδα, όπως και για την ΑΟΖ ο καθηγητής δεν κρύβει ότι απαιτεί μια δύσκολη διαπραγμάτευση.
«Αυτή όμως η δυσκολία είναι ταυτόχρονα και μια θετική κατάσταση για την Ελλάδα. Διότι αυτή η πληθώρα νησιών αυξάνει σημαντικά τις δυνατότητες να αποκτήσουμε μεγαλύτερη έκταση ζωνών στην περιοχή και αυτό φυσικά το γνωρίζει πολύ καλά και η Τουρκία. Στην τελευταία ανάλυση, εάν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, εκείνο που παραμένει πάντα θετικό είναι η ύπαρξη του Δικαστηρίου.»
Ο ίδιος σπεύδει να υπογραμμίσει ότι δεν φοβάται την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο: «Τονίζω ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα φαινόμενο μιας ανοιχτής θάλασσας με ένα-δυο νησιά από εδώ και από εκεί διασπαρμένα. Έχεις μια τέτοια συμπαγή ενότητα νησιών στην περιοχή, ώστε αυτό δεν μπορεί παρά να ευνοήσει τελικά την Ελλάδα με την εφαρμογή του Δικαίου της Θάλασσας, όπως προβλέπει η Σύμβαση του 1982.»
Newsroom ΔΟΛ