Γαλλία: Μπορεί να έχουν πτυχίο ανώτατης σχολής, αλλά έχουν
ξεχάσει τον γραπτό λόγο και δεν μπορούν να συντάξουν ούτε απλά κείμενα
Του Δημήτρη Σ. Φαναριώτη
Είναι μάλλον άγνωστο τοις πάσι και αποτελεί ταμπού. Οπως όμως
αποκαλύπτει στο εκτενές ρεπορτάζ της η γαλλική εφημερίδα «Le Monde»,
εκτός από τους 2,5 εκατομμύρια επισήμως αναλφάβητους Γάλλους, υπάρχουν
και πολλοί «κρυφοί», οι οποίοι έχουν ξεχάσει σε τέτοιο βαθμό το γραπτό
κείμενο ώστε να θεωρούνται «αναλφάβητοι λόγω μη χρήσης της γραφής».
Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι υψηλόβαθμα στελέχη
επιχειρήσεων. Το απίστευτο -για μια χώρα της κεντρικής Ευρώπης-
φαινόμενο διαφεύγει σε πολλές περιπτώσεις τον έλεγχο που κάνουν οι
επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο 32χρονος γιάπι Μικαέλ, ο οποίος
είναι ανώτερο στέλεχος μεγάλης τράπεζας στην περιοχή της Ντεφάνς στο
Παρίσι. «Κάθε μέρα», όπως λέει ο ίδιος, «κρύβεται στον δικό του κόσμο,
αυτόν των αριθμών». Το εντυπωσιακό είναι ότι ο Μικαέλ μπορεί να
χαρακτηριστεί σχεδόν αναλφάβητος σε ό,τι αφορά τον γραπτό λόγο. Κι αυτό
παρά τις σπουδές που έκανε σε ανώτερη εμπορική σχολή της γαλλικής
πρωτεύουσας, αφού στη διάρκειά τους δεν έγραψε ποτέ ούτε ένα κείμενο.
Περιπτώσεις σαν του Μικαέλ, άσου ωστόσο στα μαθηματικά, είναι γνωστή
στους ειδικούς και αποκαλείται «επιστροφή του αναλφαβητισμού». Κι αυτό
επειδή ο Μικαέλ δεν χρησιμοποίησε τη γραφή από την εποχή που πήγαινε
σχολείο και πολύ απλά ξέχασε πώς γράφεται ένα κείμενο.
Οπως παραδέχεται κι ο ίδιος, «στη δουλειά μου δεν χρειάστηκε σχεδόν
ποτέ να γράψω. Οταν ωστόσο μια φορά μου ζητήθηκε να συντάξω μια έκθεση
προς τα ανώτατα στελέχη της τράπεζας, μπλόκαρα και δεν μπορούσα να γράψω
ούτε μια λέξη. Ετσι, αναγκάστηκα να κάνω μια ζαβολιά. Ανέθεσα στον
καλύτερό μου φίλο και συνεργάτη στη δουλειά να συντάξει αντί για μένα το
κείμενο, κάτι που επαναλήφθηκε δυο με τρεις φορές στα χρόνια που
ακολούθησαν. Αυτό που πραγματικά με έχει πανικοβάλει όμως είναι το
γεγονός ότι τον Μάρτιο ο κολλητός μου εγκαταλείπει την τράπεζα. Ετσι, ή
πρέπει να βρω αντικαταστάτη στη σύνταξη των κειμένων ή να ρεζιλευτώ και
να εγκαταλείψω τη δουλειά μου» λέει ξεφυσώντας αγχωμένος.
Οπως αποκαλύπτει μεγάλη έρευνα που διαξήγαγε πριν από λίγους μήνες το
Ινστιτούτο Εθνικών Στατιστικών και Οικονομικών Μελετών (INSEE), το 7%
του πληθυσμού του Εξαγώνου δεν είναι σε θέση να χειριστεί κάθε είδους
γραπτό κείμενο κι αυτό παρά το γεγονός ότι μπορεί να έχει φοιτήσει σε
μια Ανώτατη Σχολή. Και να σκεφθεί κανείς ότι απ” αυτό το 7%, το 70%
εργάζεται σε κάποια θέση ευθύνης.
Πώς λοιπόν οι άνθρωποι αυτοί καταφέρνουν να καθίσουν σε «θέσεις
ευθύνης» και μάλιστα να παραμείνουν για χρόνια, όταν η αδυναμία σύνταξης
κειμένων αποτελεί ένα τεράστιο εμπόδιο στην επαγγελματική τους εξέλιξη
και κυρίως πώς έφτασαν στις θέσεις αυτές χωρίς να τους πιάσει το «δίχτυ»
των εταιρειών στις οποίες εργάζονται;
Tο τέλειο καμουφλάζ
Μια πολύ απλή εξήγηση δίνει ο Μπενουά Ες, κοινωνιολόγος ειδικός σε
θέματα αναλφαβητισμού. Οπως εξηγεί, ένας άριστος τεχνικός καλύπτει την
πλήρη αδυναμία που έχει στον γραπτό λόγο με τον εξαιρετικό χειρισμό του
προφορικού. «Οπως καταλαβαίνετε» λέει «για ένα στέλεχος επιχείρησης
αποτελεί την απόλυτη αισχύνη και επαγγελματική μομφή, ενώ για μια
καθαρίστρια αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα. Μάλιστα, έχουν καταγραφεί
περιπτώσεις ακόμη και αυτοκτονιών στελεχών που αποκαλύφθηκε το ένοχο
μυστικό τους, κάτι το οποίο δεν άντεξαν ψυχικά».
Οι βασικές γνώσεις γραπτού λόγου «λείπουν» και από τον Πασκάλ,
υπεύθυνο διεθνών δημόσιων σχέσεων σε μεγάλη αλυσίδα ξενοδοχείων.
Ομολογεί ότι η γραπτή χρήση της γαλλικής γλώσσας τον τρόμαζε από την
εποχή που ήταν μαθητής και η εκμάθησή της ήταν γι” αυτόν μια «σκληρή
τιμωρία».
Θυμάται ακόμη ότι οι επιδόσεις του στη γραμματική και την ορθογραφία
ήταν επιεικώς «άθλιες». Αυτό ωστόσο δεν τον εμπόδισε, χάρη στον πολύ
καλό προφορικό του λόγο, να ξεκινήσει από την κουζίνα και να αναρριχηθεί
μέχρι τη θέση του διευθυντή ξενοδοχείου. Ωστόσο, για να αναλάβει ακόμη
υψηλότερη θέση, αναγκάστηκε να πάρει μεταπτυχιακό, το οποίο, αν και
διάβασαν δεκάδες φορές οι καθηγητές του, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν
πολλά πράγματα παρά τις συνεχείς διορθώσεις που έκαναν.
«Πριν από δύο χρόνια με έπιασαν στα πράσα», λέει ο Πασκάλ, «επειδή
δεν κατάφερα να συντάξω μια σημαντική αναφορά για την εταιρεία. Το
αποτέλεσμα ήταν να μου ζητήσουν ευγενικά να παρακολουθήσω σεμινάρια για
να βελτιώσω τα γραπτά μου. Ετσι, άρχισα να παρακολουθώ μαθήματα
γραμματικής και σύνταξης και να γράφω εκθέσεις. Ηταν σαν να μαθαίνω μια
ξένη γλώσσα. Στόχος μου ήταν να ανακτήσω την αξιοπιστία μου στα μάτια
των συναδέλφων μου. Πιστεύω ότι πάντοτε κάποιο ανώτερο ή ανώτατο
στέλεχος επιχείρησης θα καταφέρει να ξεγελάσει τη διοίκηση για τις
ανύπαρκτες, πολλές φορές δυνατότητες που έχει στη χρήση του γραπτού
λόγου».
Ο Πασκάλ μπορεί να έλυσε το πρόβλημά του, ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο
για άλλους συναδέλφους του, οι οποίοι οδηγούνται σε πλήρη έλλειψη
αυτοεκτίμησης. Ακόμη, όπως επισημαίνει ο κοινωνιολόγος Ούγκο Λενουάρ του
Πανεπιστημίου Paris X, φαινόμενα «αναλφαβητισμού» στον γραπτό λόγο
συναντάμε ακόμη και στους κύκλους των διανοουμένων. Μάλιστα, η τελευταία
αυτή κατηγορία μπορεί πολύ πιο εύκολα να ξεφύγει απαρατήρητη αφού δεν
«λογοδοτεί» σε κάποια προϊσταμένη αρχή.
Τέλος, ο Λενουάρ θύμισε το παράδειγμα του Αμερικανού δασκάλου και
παιδαγωγού σε λύκειο της Καλιφόρνιας, Τζον Κορκόραν, ο οποίος ήταν το
είδωλο των μαθητών του αλλά δεν ήξερε ούτε να γράφει ούτε να διαβάζει.
Και περίμενε να πάρει τη σύνταξή του για να γράψει το μπεστσέλρ «Ο
δάσκαλος που δεν ήξερε να γράφει».