Στις αρχές της πρώτης δεκαετίας αυτής
της εκατονταετηρίδας και καθώς η Ελλάδα βάδιζε με γοργό βήμα προς το
ευρώ, τα ιδρύματα των γερμανικών πολιτικών κομμάτων, κάτι σαν το δικό
μας ΙΣΤΑΜΕ ή το Ινστιτούτο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αποτραβιόντουσαν από
την Ελλάδα το ένα μετά το άλλο. Ο λόγος; Η χώρα περισσότερο από το ¼
του αιώνα, μετά το τέλος της δικατορίας, γινόταν ή τουλάχιστον φαινόταν
ότι γινόταν ένα φυσιολογικό δυτικοευρωπαϊκό κράτος που δεν είχε μεγάλη
ανάγκη για «πολιτική εκπαίδευση». Δώδεκα χρόνια αργότερα, τα ιδρύματα
των γερμανικών πολιτικών κομμάτων όχι μόνο ξανάνοιξαν στην Ελλάδα, αλλά
μοιάζουν να πολλαπλασιάζονται. Λίγο μετά τις εκλογές εγκαινιάσαν στην
πράξη τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα και όσα δεν το είχαν κάνει.
Παρουσία στην Αθήνα έχει το ίδρυμα "Κόνραντ Αντενάουερ" του κυβερνώντος Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος. Στις επεξεργασίες του ιδρύματος για την ελληνική κρίση υπάρχουν πρωτότυπες προσεγγίσεις, όπως εκείνη της σύγκρισης των αλλαγών στην Ανατολική Γερμανία τη δεκαετία του 1990 με τις αναγκαίες αλλαγές στην Ελλάδα.Πρόκειται για μια κουβέντα που ξεκίνησε με την παρατήρηση του Χέλμουτ Βίζενταλ, ενός ομότιμου Γερμανού καθηγητή στο συνέδριο του ιδρύματος των Πρασίνων "Boell Stiftung" τον Γενάρη του 2012, που επισήμανε ότι οι Έλληνες πολίτες υποστηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις λιγότερο από τους Ανατολικοευρωπαίους τη δεκαετία του '90, διότι θεωρούν ότι έχουν λιγότερα να κερδίσουν.Το ίδρυμα των Πρασίνων είναι το μόνο που άνοιξε τα γραφεία του στη Θεσσαλονίκη -τα άλλα των Χριστιανοδημοκρατών, Σοσιαλδημοκρατών και της Αριστεράς είναι στην Αθήνα- και είναι εκείνο που ασχολείται λιγότερο με την οικονομική πλευρά της κρίσης βάζοντας θέματα όπως βιώσιμες πόλεις και μετανάστευση.
Τα θέματα των μεταναστών είναι στο επίκεντρο των επεξεργασιών του ιδρύματος της Αριστεράς "Ρόζα Λούξεμπουργκ" που άνοιξε τις πόρτες του την ημέρα της επίσκεψης της Άνγκελα Μέρκελ στην Αθήνα. Η πολιτική του είναι αντίθετη στη σημερινή πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, θέσεις που δεν συμμερίζονται τα άλλα γερμανικά ιδρύματα είτε βρίσκονται στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση. Για αυτά η κύρια ευθύνη της σημερινής κρίσης είναι στους Έλληνες και την Ελλάδα. Στην έκδοση «Δημοφιλείς πλάνες για την κρίση χρέους» στη σειρά Luxemburg Argumente (ένα επιμορφωτικό φυλλάδιο για την Ελλάδα και την ευρωκρίση) το συμπέρασμα γράφεται έτσι: "Η υποτίμηση του χρηματιστικού κεφαλαίου αποτρέπεται με την υποτίμηση της εργατικής δύναμης. Το ότι με αυτόν τον τρόπο πρέπει να σωθεί το «δικό μας» ευρώ δείχνει πώς το ευρώ είναι ο γενικός πλούτος στην Ευρώπη. Αλλά δεν είναι ο κοινός σε όλους πλούτος".
Οι σοσιαλδημοκράτες βρέθηκαν στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι, με το ίδρυμα "Φρίντριχ Έμπερτ" λίγο μετά τις δεύτερες βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012, όπου το αδελφό τους κόμμα (ΠΑΣΟΚ) υπέστη καθίζηση. Η αντιμετώπιση του κύματος του νεοναζισμού, τα εργασιακά δικαιώματα, η πολιτική και συνταγματική μεταρρύθμιση, η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και η ανισοκατανομή των βαρών της κρίσης αποτελούν τα θέματα της δικής τους ατζέντας, που αναζητεί μεταξύ των άλλων απαντήσεις στα ερωτήματα που οδήγησαν το ΠΑΣΟΚ στην κοινωνική αρχικά και στη συνέχεια στην εκλογική του καταβαράθρωση.
Όλα τα γερμανικά πολιτικά ιδρύματα χρηματοδοτούνται από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, από κρατικά χρήματα δηλαδή της Ο.Δ. της Γερμανίας. Και αν κοιτάξει κανείς έναν ευρωπαϊκό χάρτη, η Αθήνα είναι η δυτικοευρωπαϊκή πρωτεύουσα με τη μεγαλύτερη πυκνότητα τέτοιων ιδρυμάτων.
Παρουσία στην Αθήνα έχει το ίδρυμα "Κόνραντ Αντενάουερ" του κυβερνώντος Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος. Στις επεξεργασίες του ιδρύματος για την ελληνική κρίση υπάρχουν πρωτότυπες προσεγγίσεις, όπως εκείνη της σύγκρισης των αλλαγών στην Ανατολική Γερμανία τη δεκαετία του 1990 με τις αναγκαίες αλλαγές στην Ελλάδα.Πρόκειται για μια κουβέντα που ξεκίνησε με την παρατήρηση του Χέλμουτ Βίζενταλ, ενός ομότιμου Γερμανού καθηγητή στο συνέδριο του ιδρύματος των Πρασίνων "Boell Stiftung" τον Γενάρη του 2012, που επισήμανε ότι οι Έλληνες πολίτες υποστηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις λιγότερο από τους Ανατολικοευρωπαίους τη δεκαετία του '90, διότι θεωρούν ότι έχουν λιγότερα να κερδίσουν.Το ίδρυμα των Πρασίνων είναι το μόνο που άνοιξε τα γραφεία του στη Θεσσαλονίκη -τα άλλα των Χριστιανοδημοκρατών, Σοσιαλδημοκρατών και της Αριστεράς είναι στην Αθήνα- και είναι εκείνο που ασχολείται λιγότερο με την οικονομική πλευρά της κρίσης βάζοντας θέματα όπως βιώσιμες πόλεις και μετανάστευση.
Τα θέματα των μεταναστών είναι στο επίκεντρο των επεξεργασιών του ιδρύματος της Αριστεράς "Ρόζα Λούξεμπουργκ" που άνοιξε τις πόρτες του την ημέρα της επίσκεψης της Άνγκελα Μέρκελ στην Αθήνα. Η πολιτική του είναι αντίθετη στη σημερινή πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, θέσεις που δεν συμμερίζονται τα άλλα γερμανικά ιδρύματα είτε βρίσκονται στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση. Για αυτά η κύρια ευθύνη της σημερινής κρίσης είναι στους Έλληνες και την Ελλάδα. Στην έκδοση «Δημοφιλείς πλάνες για την κρίση χρέους» στη σειρά Luxemburg Argumente (ένα επιμορφωτικό φυλλάδιο για την Ελλάδα και την ευρωκρίση) το συμπέρασμα γράφεται έτσι: "Η υποτίμηση του χρηματιστικού κεφαλαίου αποτρέπεται με την υποτίμηση της εργατικής δύναμης. Το ότι με αυτόν τον τρόπο πρέπει να σωθεί το «δικό μας» ευρώ δείχνει πώς το ευρώ είναι ο γενικός πλούτος στην Ευρώπη. Αλλά δεν είναι ο κοινός σε όλους πλούτος".
Οι σοσιαλδημοκράτες βρέθηκαν στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι, με το ίδρυμα "Φρίντριχ Έμπερτ" λίγο μετά τις δεύτερες βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012, όπου το αδελφό τους κόμμα (ΠΑΣΟΚ) υπέστη καθίζηση. Η αντιμετώπιση του κύματος του νεοναζισμού, τα εργασιακά δικαιώματα, η πολιτική και συνταγματική μεταρρύθμιση, η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και η ανισοκατανομή των βαρών της κρίσης αποτελούν τα θέματα της δικής τους ατζέντας, που αναζητεί μεταξύ των άλλων απαντήσεις στα ερωτήματα που οδήγησαν το ΠΑΣΟΚ στην κοινωνική αρχικά και στη συνέχεια στην εκλογική του καταβαράθρωση.
Όλα τα γερμανικά πολιτικά ιδρύματα χρηματοδοτούνται από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, από κρατικά χρήματα δηλαδή της Ο.Δ. της Γερμανίας. Και αν κοιτάξει κανείς έναν ευρωπαϊκό χάρτη, η Αθήνα είναι η δυτικοευρωπαϊκή πρωτεύουσα με τη μεγαλύτερη πυκνότητα τέτοιων ιδρυμάτων.