Του Δημήτρη Ραπίδη*-Έχουν περάσει δεκατέσσερα χρόνια από την άνοδο του κόμματος
Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στην εξουσία. Ο Ερντογάν υπήρξε από την πρώτη
στιγμή ένας ισχυρός ηγέτης που οραματιζόταν να καταστήσει τη χώρα του
σημαίνοντα γεωπολιτικό δρώντα στη Μέση Ανατολή, επενδύοντας στην
πολιτική ήπιας ισχύος στον αραβικό κόσμο, στην καλλιέργεια στενών
εμπορικών και οικονομικών σχέσεων με τις χώρες της κεντρικής Ασίας και
του Περσικού Κόλπου. Μέχρι το 2008 είχε καταφέρει να φέρει τη σκακιέρα
στα μέτρα του, να δώσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στην οικονομία, να
επανεκκινήσει το διάλογο με τους Κούρδους, να κερδίσει τη μεγαλύτερη
επιρροή και εμπιστοσύνη σε κύκλους της αμερικανικής ηγεσίας από
οποιοδήποτε άλλο Τούρκο ηγέτη του παρελθόντος.
Η συμβολή του Γκιουλέν και του κινήματός του στη χώρα ήταν καθοριστικής σημασίας για να καταφέρει ο Ερντογάν να χτίσει όλα όσα σήμερα πολλοί συντηρητικοί Τούρκοι πολίτες και άνθρωποι της αγοράς στην Τουρκία νοσταλγούν. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο αυτών προσωπικοτήτων έφερε τη χώρα και την κοινωνία στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα, δημιουργώντας ένα περιβάλλον συνεχούς ανασφάλειας για ένα τεράστιο τμήμα του τουρκικού πληθυσμού που, επειδή ακριβώς φοβάται τον ηγέτη του, σπεύδει φανατικά να τον υποστηρίξει και να τον υπακούσει. Το «κυνήγι μαγισσών» που έχει εξαπολύσει η τουρκική ηγεσία μοιάζει αλλόκοτο και τριτοκοσμικό στα μάτια μας, όσο και στα μάτια πολλών Τούρκων, που νιώθουν τόσο εγκλωβισμένοι όσο και αποσβολωμένοι με όλα όσα διαδραματίζονται.
Την ίδια στιγμή, είναι σχεδόν αδύνατο ακόμα και για τον πλέον έμπειρο αναλυτή να διαβλέψει πού ακριβώς οδηγείται η κατάσταση στην Τουρκία, ποιό είναι το πλάνο Ερντογάν, εάν και πότε θα επιστρέψει η χώρα σε συνθήκες ομαλότητας. Η αδυναμία εκτίμησης της κατάστασης, ωστόσο, δεν έγκειται αποκλειστικά στις επιλογές και την όποια στρατηγική της τουρκικής κυβέρνησης, αλλά και στο γεγονός ότι ο πόλεμος στη Σύρια και η μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ) αλλάζουν συνεχώς τους συσχετισμούς δυνάμεων και τις συμμαχίες μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών.
Αντιπολιτευτικό έλλειμμα
Εξαιρετικά ανησυχητική όσο και απογοητευτική είναι η στάση της αντιπολίτευσης, και συγκεκριμένα του ρεπουμπλικανικού CHP, το οποίο ελλείψει πολιτικής πρότασης, με μια αδύναμη και ασθμαίνουσα πολιτική ηγεσία, δεν μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις στο εσωτερικό και να «δέσει» συμμαχίες στο εξωτερικό. Κατά συνέπεια, το κόμμα σέρνεται πίσω από τις επιλογές Ερντογάν, αλλοιώνοντας διαρκώς το δημοκρατικό του χαρακτήρα και χάνοντας ερείσματα σε μεγάλα τμήματα της νεολαίας και του εμπορικού και επιχειρηματικού κόσμου. Στην παρούσα συγκυρία, η μοναδική πιθανότητα να βρεθεί ο Ερντογάν ενώπιον μιας ισχυρής και δυναμικής πολιτικής παρουσίας που θα μπορούσε σταδιακά να κλονίσει την ηγεμονία του στην εσωτερική πολιτική σκηνή, θα προερχόταν από το ίδιο του το κόμμα. Ένας πολιτικός που θα είχε ιδανικά τα χαρακτηριστικά, τη μαχητικότητα και το όραμα του Ντεμιρτάς, αλλά ο οποίος δεν θα ήταν Κούρδος.
Στόχος οι Κούρδοι
Αναφορικά με τη Συρία, η τουρκική κυβέρνηση κινήθηκε με μεθοδικότητα προκειμένου να εξυπηρετήσει την κεντρική γραμμή της διάλυσης με κάθε τρόπο των προσπαθειών για δημιουργία τετελεσμένων στο κουρδικό ζήτημα. Αφήνοντας επί της ουσίας τις κουρδικές δυνάμεις ως οπισθοφυλακή για την προστασία των συνόρων της από το Ισλαμικό Κράτος, διέβλεψε την κατάλληλη στιγμή πως αυτή η επιλογή και οι επιτυχίες των Κούρδων θα μπορούσαν να αποβούν μοιραίες, στέλνοντας τεθωρακισμένα στη συριακή επικράτεια με την πρόφαση εξολόθρευσης του ΙΚ. Στην ουσία στόχος ήταν να απωθηθούν οι Κούρδοι μαχητές, διασπώντας τις γραμμές που είχαν σχηματίσει και τις περιοχές που είχαν καταλάβει στα πεδία των μαχών όλα αυτά τα χρόνια. Παράλληλα, η τουρκική κυβέρνηση, στο όνομα της πάταξης της τρομοκρατίας, ναρκοθετεί κάθε πιθανό πλαίσιο επανέναρξης ειρηνευτικού διαλόγου με τους Κούρδους στο άμεσο μέλλον, καλλιεργώντας συνεχώς στην κοινή γνώμη την αντίληψη ότι οι Κούρδοι είναι συλλήβδην τρομοκράτες, θέτοντας τις βάσεις ώστε η ίδια η κοινωνία να «ακυρώσει» μελλοντικά κάθε πιθανή προσπάθεια για εκεχειρία.
Τα πολλά και ανοιχτά μέτωπα που διατηρεί η κυβέρνηση της Άγκυρας είναι βέβαιο ότι θα της στοιχίσουν, μόλις ο πόλεμος στη Συρία λάβει τέλος. Κάθε πλευρά που συμμετέχει με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο στον πόλεμο, θα κληθεί να δρέψει τους καρπούς της πάνω σε μια αιματοβαμμένη, πλήρως διαλυμένη χώρα. Η «μοιρασιά» θα γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να ωφεληθούν ως επί το πλείστον οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Για την Τουρκία το τοπίο είναι θολό, καθώς τόσο η Ουάσινγκτον όσο και η Μόσχα επιθυμούν τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κουρδικού κράτος, ως παράγοντα σταθερότητας ενάντια στην πολυδιάσπαση της περιοχής. Για την Άγκυρα, προκύπτει και ένα ακόμη ζήτημα εγκλωβισμού του κουρδικού στοιχείου σε συγκεκριμένα όρια και πλαίσια, και αυτό αφορά τη (διακρατική) διαχείριση των υδάτινων πόρων, μέγα ζήτημα το οποίο θα απασχολήσει την Μέση Ανατολή τα επόμενα χρόνια.
* Ο Δ. Ραπίδης είναι πολιτικός επιστήμονας και επικοινωνιολόγος, μέλος της Γραμματείας Εξωτερικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Η συμβολή του Γκιουλέν και του κινήματός του στη χώρα ήταν καθοριστικής σημασίας για να καταφέρει ο Ερντογάν να χτίσει όλα όσα σήμερα πολλοί συντηρητικοί Τούρκοι πολίτες και άνθρωποι της αγοράς στην Τουρκία νοσταλγούν. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο αυτών προσωπικοτήτων έφερε τη χώρα και την κοινωνία στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα, δημιουργώντας ένα περιβάλλον συνεχούς ανασφάλειας για ένα τεράστιο τμήμα του τουρκικού πληθυσμού που, επειδή ακριβώς φοβάται τον ηγέτη του, σπεύδει φανατικά να τον υποστηρίξει και να τον υπακούσει. Το «κυνήγι μαγισσών» που έχει εξαπολύσει η τουρκική ηγεσία μοιάζει αλλόκοτο και τριτοκοσμικό στα μάτια μας, όσο και στα μάτια πολλών Τούρκων, που νιώθουν τόσο εγκλωβισμένοι όσο και αποσβολωμένοι με όλα όσα διαδραματίζονται.
Την ίδια στιγμή, είναι σχεδόν αδύνατο ακόμα και για τον πλέον έμπειρο αναλυτή να διαβλέψει πού ακριβώς οδηγείται η κατάσταση στην Τουρκία, ποιό είναι το πλάνο Ερντογάν, εάν και πότε θα επιστρέψει η χώρα σε συνθήκες ομαλότητας. Η αδυναμία εκτίμησης της κατάστασης, ωστόσο, δεν έγκειται αποκλειστικά στις επιλογές και την όποια στρατηγική της τουρκικής κυβέρνησης, αλλά και στο γεγονός ότι ο πόλεμος στη Σύρια και η μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ) αλλάζουν συνεχώς τους συσχετισμούς δυνάμεων και τις συμμαχίες μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών.
Αντιπολιτευτικό έλλειμμα
Εξαιρετικά ανησυχητική όσο και απογοητευτική είναι η στάση της αντιπολίτευσης, και συγκεκριμένα του ρεπουμπλικανικού CHP, το οποίο ελλείψει πολιτικής πρότασης, με μια αδύναμη και ασθμαίνουσα πολιτική ηγεσία, δεν μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις στο εσωτερικό και να «δέσει» συμμαχίες στο εξωτερικό. Κατά συνέπεια, το κόμμα σέρνεται πίσω από τις επιλογές Ερντογάν, αλλοιώνοντας διαρκώς το δημοκρατικό του χαρακτήρα και χάνοντας ερείσματα σε μεγάλα τμήματα της νεολαίας και του εμπορικού και επιχειρηματικού κόσμου. Στην παρούσα συγκυρία, η μοναδική πιθανότητα να βρεθεί ο Ερντογάν ενώπιον μιας ισχυρής και δυναμικής πολιτικής παρουσίας που θα μπορούσε σταδιακά να κλονίσει την ηγεμονία του στην εσωτερική πολιτική σκηνή, θα προερχόταν από το ίδιο του το κόμμα. Ένας πολιτικός που θα είχε ιδανικά τα χαρακτηριστικά, τη μαχητικότητα και το όραμα του Ντεμιρτάς, αλλά ο οποίος δεν θα ήταν Κούρδος.
Στόχος οι Κούρδοι
Αναφορικά με τη Συρία, η τουρκική κυβέρνηση κινήθηκε με μεθοδικότητα προκειμένου να εξυπηρετήσει την κεντρική γραμμή της διάλυσης με κάθε τρόπο των προσπαθειών για δημιουργία τετελεσμένων στο κουρδικό ζήτημα. Αφήνοντας επί της ουσίας τις κουρδικές δυνάμεις ως οπισθοφυλακή για την προστασία των συνόρων της από το Ισλαμικό Κράτος, διέβλεψε την κατάλληλη στιγμή πως αυτή η επιλογή και οι επιτυχίες των Κούρδων θα μπορούσαν να αποβούν μοιραίες, στέλνοντας τεθωρακισμένα στη συριακή επικράτεια με την πρόφαση εξολόθρευσης του ΙΚ. Στην ουσία στόχος ήταν να απωθηθούν οι Κούρδοι μαχητές, διασπώντας τις γραμμές που είχαν σχηματίσει και τις περιοχές που είχαν καταλάβει στα πεδία των μαχών όλα αυτά τα χρόνια. Παράλληλα, η τουρκική κυβέρνηση, στο όνομα της πάταξης της τρομοκρατίας, ναρκοθετεί κάθε πιθανό πλαίσιο επανέναρξης ειρηνευτικού διαλόγου με τους Κούρδους στο άμεσο μέλλον, καλλιεργώντας συνεχώς στην κοινή γνώμη την αντίληψη ότι οι Κούρδοι είναι συλλήβδην τρομοκράτες, θέτοντας τις βάσεις ώστε η ίδια η κοινωνία να «ακυρώσει» μελλοντικά κάθε πιθανή προσπάθεια για εκεχειρία.
Τα πολλά και ανοιχτά μέτωπα που διατηρεί η κυβέρνηση της Άγκυρας είναι βέβαιο ότι θα της στοιχίσουν, μόλις ο πόλεμος στη Συρία λάβει τέλος. Κάθε πλευρά που συμμετέχει με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο στον πόλεμο, θα κληθεί να δρέψει τους καρπούς της πάνω σε μια αιματοβαμμένη, πλήρως διαλυμένη χώρα. Η «μοιρασιά» θα γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να ωφεληθούν ως επί το πλείστον οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Για την Τουρκία το τοπίο είναι θολό, καθώς τόσο η Ουάσινγκτον όσο και η Μόσχα επιθυμούν τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κουρδικού κράτος, ως παράγοντα σταθερότητας ενάντια στην πολυδιάσπαση της περιοχής. Για την Άγκυρα, προκύπτει και ένα ακόμη ζήτημα εγκλωβισμού του κουρδικού στοιχείου σε συγκεκριμένα όρια και πλαίσια, και αυτό αφορά τη (διακρατική) διαχείριση των υδάτινων πόρων, μέγα ζήτημα το οποίο θα απασχολήσει την Μέση Ανατολή τα επόμενα χρόνια.
* Ο Δ. Ραπίδης είναι πολιτικός επιστήμονας και επικοινωνιολόγος, μέλος της Γραμματείας Εξωτερικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.