Ακόμα μια ανταγωνιστική σχέση
Στις 25 Αυγούστου 2016, η τουρκοκυπριακή εφημερίδα Γιενί Ντουζέν
αποκάλυψε ότι στο τζαμί Χαϊντάρπασια στη Λευκωσία παραδίδονταν μαθήματα
Κορανίου σε ανήλικα κορίτσια. Ο «υπουργός παιδείας» Οζντεμίρ Μπέροβα τις
αμέσως επόμενες μέρες παραδέχτηκε ότι αυτά τα μαθήματα δε γίνονται με
άδεια από το αρμόδιο «υπουργείο». Η ιστορία όμως είχε και συνέχεια. Η
ίδια εφημερίδα σε μια σειρά αποκαλύψεων της, ακόμα και με φωτογραφίες,
τις επόμενες μέρες κατάγγειλε ότι τα μαθήματα Κορανίου ήταν ενταγμένα σε
συγκεκριμένο πρόγραμμα της διεύθυνσης θρησκευτικών υποθέσεων και
γίνονταν από ειδικό προσωπικό, το οποίο διορίστηκε από την πρεσβεία της
Τουρκίας και από τη συγκεκριμένη διεύθυνση. Μάλιστα ο ίδιος ο επικεφαλής
της διεύθυνσης θρησκευτικών υποθέσεων, Ταλίπ Αταλαϊ, ομολόγησε ότι στη
συγκεκριμένη εκπαίδευση των κοριτσιών δεν παρέχονται μόνο γνώσεις
αναφορικά με το Κοράνι, αλλά και πρακτική άσκηση σε θέματα υγείας,
ραπτικής κλπ. «Όλα όσα είναι αναγκαία για μια κυρία, παρέχονται σε αυτά
τα μαθήματα», ήταν οι χαρακτηριστικές του τοποθετήσεις μετά τις ισχυρές
αντιδράσεις Τουρκοκυπρίων που προκάλεσαν οι δημόσιες αποκαλύψεις.Η συγκεκριμένη είδηση περί μαθημάτων Κορανίου εντελώς εκτός του εκπαιδευτικού συστήματος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, δεν ήταν βέβαια η πρώτη τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο από το πρόσφατο περιστατικό και από τις τοποθετήσεις των διαφόρων εμπλεκομένων, προκύπτουν δύο σοβαρά πολιτικά θέματα. Το πρώτο και πιο εύκολα αναγνωρίσιμο είναι η μεθοδευμένη προσπάθεια για ενίσχυση της θρησκευτικής εκπαίδευσης και της δημόσιας παρουσίας του Ισλάμ, κάτι που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με το ευρύτερο πολιτιστικό πλαίσιο των Τουρκοκυπρίων. Το δεύτερο θέμα είναι ο τρόπος λειτουργίας θεσμών εξουσίας στα κατεχόμενα, οι οποίοι είτε είναι εξαρτώμενοι από το τουρκικό κράτος, είτε το εκπροσωπούν άμεσα και απευθείας. Όλα τα προαναφερθέντα φυσικά, δεν ξεφεύγουν από τις επιπτώσεις που έχει η πρακτική εφαρμογή της γενικότερης αντίληψης του σημερινού τουρκικού κράτους για την «ανάγκη» ενός περιεκτικού πολιτισμικού μετασχηματισμού της τουρκοκυπριακής κοινωνίας. Δηλαδή για την πληρέστερη εφαρμογή μιας κοινωνικής μηχανικής που να θέτει τις βάσεις «προσομοίωσης» των Τουρκοκυπρίων και του πολιτικού τους πλαισίου με όλα αυτά που επικρατούν σήμερα στην Τουρκία.
Σοβαρά ερωτήματα για τη δράση συγκεκριμένων θεσμών εξουσίας
Τα μαθήματα Κορανίου, είναι μια δραστηριότητα που συνήθως δεν εντάσσεται στη συμβατική διδακτέα ύλη του εκπαιδευτικού συστήματος. Η ανάγνωση και η κατανόηση του κειμένου του Κορανίου, λόγω γλώσσας και ειδικών θρησκευτικών ορολογιών, απαιτεί μια πιο συγκεκριμένη εξειδίκευση. Τα συμβατικά μαθήματα θρησκευτικών στα σχολεία είναι λοιπόν πολύ διαφορετικά από τη διδαχή του Κορανίου ως τέτοιου. Μια ευρύτερη προσέγγιση του ζητήματος των «εξωσχολικών» μαθημάτων Κορανίου και των θεσμών που λειτούργησαν στο παρελθόν γύρω από αυτό το ζήτημα γενικά στο Μουσουλμανικό κόσμο, αποκαλύπτει ότι αυτού του είδους οι δραστηριότητες μπορούσαν να υπηρετήσουν μακροπρόθεσμους πολιτικούς στόχους. Τόσο στην Τουρκία, όσο και αλλού, τα μαθήματα Κορανίου ως συνέχεια ενός μεγάλου δικτύου ισλαμικής παιδείας, μετατράπηκαν σταδιακά σε «εστίες» διαπαιδαγώγησης θρησκευόμενων νέων που με τη σειρά τους αποτελούσαν μελλοντικά τη σπονδυλική στήλη των ισλαμικών κινημάτων, της πολιτικής, αλλά και της οικονομικής τους δραστηριότητας.
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι μια τέτοια οργανωμένη δραστηριότητα στα κατεχόμενα και μάλιστα από δομές και θεσμούς που δεν εντάσσονται στο καθιερωμένο πολιτικό σύστημα, γίνεται για συγκεκριμένους στρατηγικούς λόγους. Οι σφοδρές αντιδράσεις δε των Τουρκοκυπρίων φανερώνουν ότι τέτοιοι προσανατολισμοί παραμένουν ξένοι και άγνωστοι ανάμεσα στην κοινότητα. Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι όποιες προσπάθειες παρουσιάστηκαν στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα για δημιουργία οργανώσεων και πολιτικών κομμάτων στο χώρο του Ισλάμ ήταν ιδιαίτερα αποτυχημένες και εξαιρετικά σύντομες σε διάρκεια.
Πέραν όμως από τη μεθοδευμένη προσπάθεια ενίσχυσης της θρησκευτικής εκπαίδευσης, σοβαρά ερωτηματικά δημιουργεί ο τρόπος λειτουργίας της ίδιας της Διεύθυνσης θρησκευτικών Υποθέσεων και της Πρεσβείας. Οι δύο αυτοί θεσμοί τυπικά έχουν διαφορετικό καθεστώς. Η πρεσβεία εκπροσωπεί απευθείας την Άγκυρα, ενώ η διεύθυνση θρησκευτικών υποθέσεων είναι «κρατικός θεσμός» στα κατεχόμενα. Ωστόσο ο επικεφαλής της συνήθως δεν είναι Τουρκοκύπριος. Το στοιχείο αυτό προκύπτει τόσο από τον έλεγχο που θέλει να ασκεί η Τουρκία σε τέτοιους θεσμούς, όσο και από το γεγονός ότι η Τουρκοκυπριακή κοινότητα ποτέ δεν έδωσε βάρος στην εκπαίδευση και διαπαιδαγώγηση θρησκευτικών αξιωματούχων. Οι δύο αυτοί θεσμοί φαίνεται ότι ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες μετατρέπονται σε κέντρα παραγωγής, αναπαραγωγής και διάχυσης τουρκικής πολιτικής εξουσίας, παράλληλα και ανεξάρτητα από την τουρκοκυπριακή βούληση. Η πρεσβεία, όπως είναι γνωστό, λειτουργεί ως ένα κέντρο ελέγχου της λειτουργίας των «κυβερνητικών» θεσμών και της υλοποίησης των οικονομικών μνημονίων. Την ίδια στιγμή προωθεί όλες εκείνες τις στρατηγικές επιλογές του μετασχηματισμού των κατεχομένων, όπως η δημιουργία του γνωστού γραφείου νεολαίας και αθλητισμού.
Από την άλλη, η διεύθυνση θρησκευτικών υποθέσεων τα τελευταία χρόνια μετεξελίσσεται σε στρατηγικό κομμάτι της προώθησης του σουνιτικού Ισλάμ. Η ενσωμάτωση με το πλαίσιο της Άγκυρας έφτασε σε τέτοιο βαθμό που όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Χουσεϊν Εκμεκτσί της τουρκοκυπριακής εφημερίδας Χαβαντίς, όταν αναφέρονται στην εν λόγω διεύθυνση οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) λένε «ο εκεί διευθυντής μας». Ιδιαίτερα ο σημερινός επικεφαλής της διεύθυνσης, Ταλίπ Αταλάϊ, φαίνεται ότι με τον τρόπο που λειτουργεί αποξενώνει περαιτέρω την κοινότητα. Ο ίδιος ο Αταλάϊ επιδίωξε μάλιστα το καλοκαίρι του 2015, ενόψει των τότε γενικών εκλογών στην Τουρκία, να είναι υποψήφιος στα ψηφοδέλτια του ΑΚΡ. Τελικά δεν τα κατάφερε και επέστρεψε στα καθήκοντα του στην Κύπρο. Όμως η προσπάθεια από μόνη της μαρτυρεί πολλά τόσο για τον τρόπο που λειτουργεί η διεύθυνση, όσο και για τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η Κύπρος και η Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Δεν είναι λίγες οι φορές που η ιδεολογική τοποθέτηση και ενέργειες του Ταλίπ Αταλαϊ, ενόχλησαν τους Τουρκοκύπριους. Μάλιστα όπως αποκάλυψε η εφημερίδα Χαβαντίς στις 12 Ιουλίου 2016, ήδη από το Μάιο του 2015 η διοίκηση βακουφίων με επιστολή της προς τον Ακιντζί ζητούσε την απομάκρυνση του Αταλάϊ εξαιτίας των πολιτικών του δραστηριοτήτων.
Η διαχρονική καχυποψία για την «απιστία» των Τουρκοκυπρίων
Είναι ξεκάθαρο ότι η τεράστια πολιτισμική απόσταση που χωρίζει τους Τουρκοκύπριους από το οργανωμένο ισλαμικό κίνημα, αποτελεί μια από τις κυριότερες βάσεις της ανανεωμένης αντιπαράθεσης μεταξύ της Άγκυρας και της κοινότητας. Το ΑΚΡ, μια από τις πλέον ισχυρότερες εκφράσεις του ισλαμικού κινήματος της Τουρκίας, θεωρεί ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν είναι σε «ικανοποιητικό βαθμό» Μουσουλμάνοι πιστοί. Άμεση συνέπεια της αντίληψης αυτής είναι η εφαρμογή πολιτικών σχεδιασμών, οι οποίοι όπως ακριβώς και στην Τουρκία, στοχεύουν στη δημιουργία μιας μελλοντικής θρησκευόμενης γενιάς. Το «θρησκευτικό κενό» που βλέπει η εξουσία του ΑΚΡ στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, τέθηκε πολύ χαρακτηριστικά από τον Έρντογαν το καλοκαίρι του 2011, όταν τότε ως Πρωθυπουργός θέλησε να αντιμετωπίσει με χαρακτηριστικό τρόπο τις μαζικές κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας των Τουρκοκυπρίων. Σε επίσκεψη του στα κατεχόμενα είχε πει σε μια ομάδα δημοσιογράφων: «Η Βόρεια Κύπρος είναι μια τουρκική και μουσουλμανική χώρα. Θα πρέπει να είμαστε περήφανοι για αυτά μας τα χαρακτηριστικά και να μην έχουμε αμφιβολίες στο να τα προωθούμε. Για παράδειγμα τη στιγμή που η Ελληνοκυπριακή πλευρά δείχνει τόση αφοσίωση στους δεσμούς της με την Εκκλησία, εμείς θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε περισσότερο τις πολιτιστικές μας ιδιαιτερότητες με περισσότερα τζαμιά και περισσότερη θρησκευτική εκπαίδευση».
Πολιτικά μέτρα πολιτιστικού-θρησκευτικού μετασχηματισμού
Η διαχρονική «καχυποψία» ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν είναι «καλοί Τούρκοι και Μουσουλμάνοι» εμφανίζεται με την ίδια ένταση τόσο σε πολιτικούς, όσο και σε ακαδημαϊκούς κύκλους του ισλαμικού κινήματος της Τουρκίας. Για παράδειγμα ο Αλί Μπουλάτς, ένας από τους γνωστούς διανοούμενους που διατηρούσαν καλές σχέσεις με την κοινότητα Γκιουλέν, υπογράμμισε σε άρθρο του στην εφημερίδα Ζαμάν στις 14 Ιουλίου 2010 ότι «Εδώ και ένα χρόνο στην Κύπρο ζούμε ντροπιαστικά γεγονότα. Μέλη συνδικάτων που εχθρεύονται το Κοράνι και τη θρησκεία, επιτείθονται κατά των κορανικών μαθημάτων, μπαίνουν στις τάξεις και βγάζουν έξω με το ζόρι τα παιδιά. Κατονομάζουν τις οικογένειες αυτών των παιδιών ‘εισβολείς από την Τουρκία’». Ο Μεχμέτ Αλί Μπουλούτ, επίσης γνωστός ισλαμιστής διανοούμενος σε άρθρο του στις 19 Μαΐου 2011 κατάγγελλε την «απιστία» των Τουρκοκυπρίων ως εξής: «Τα τζαμιά δεν γεμίζουν με κόσμο… Μια κοινωνία που έχασε τους θρησκευτικούς της δεσμούς, θα χάσει και τους εθνικούς της… Θα έρθει μια μέρα που οι Τουρκοκύπριοι θα αρχίσουν να φωνάζουν ότι θέλουν να ενωθούν με το νότο και να διώξουν τον τουρκικό στρατό… Πιστέψτε με αν γίνει σήμερα δημοψήφισμα, ένα 50% το λιγότερο θα στηρίξει ένωση με το νότο…».
Παρά τον σχετικά διαχρονικό χαρακτήρα των πιέσεων της Τουρκίας για περισσότερη θρησκευτική παρουσία ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους, είναι γεγονός ότι η πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια έγινε από το ΑΚΡ. Με την άνοδο του Έρντογαν στην εξουσία και ιδιαίτερα μετά τα δημοψηφίσματα του 2004 στην Κύπρο, εντείνεται περισσότερο η ισλαμική δραστηριότητα με την εμφάνιση νέων οργανώσεων όπως της Επιτροπής Τουρκο-Ισλαμικής Κουλτούρας. Το 2009 με την εκλογική επικράτηση του Κόμματος Εθνικής Ενότητας στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, επαναφέρεται στο προσκήνιο η έστω συγκυριακή συνεργασία του τουρκοκυπριακού εθνικισμού με το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ και σημειώνονται σοβαρές εξελίξεις σχετικά με το θέμα της έντασης της ισλαμικής δραστηριοποίησης. Με λίγα λόγια, η καθιέρωση του ΑΚΡ στην εξουσία στην Τουρκία, η ομαλότερη επιβολή του θρησκευτικού συντηρητικού στη χώρα μετά από τρεις συνεχόμενες εκλογικές επιτυχίες, καθώς και η αλλαγή ισορροπιών στα κατεχόμενα με την ενίσχυση της Δεξιάς, ήταν βασικοί παράγοντες που συνέβαλαν στην επιτάχυνση της ισλαμικής παρουσίας.
Χαρακτηριστικές αυτής της πραγματικότητας, ήταν οι πολιτικές αποφάσεις και μέτρα που λήφθηκαν από την «κυβέρνηση» του Κόμματος Εθνικής Ενότητας από το 2009. Συγκεκριμένα, το καλοκαίρι του 2009 άρχισαν τα καλοκαιρινά μαθήματα Κορανίου στα κατεχόμενα, ενώ κατά την σχολική χρονιά 2009-2010 το μάθημα των θρησκευτικών επαναφέρεται ως υποχρεωτικό στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Την ίδια ακαδημαϊκή χρονιά το Συμβούλιο Ανώτατης Εκπαίδευσης της Τουρκίας αποφάσισε να εντάξει στις θέσεις για τα Πανεπιστήμια προς τους υπηκόους της «ΤΔΒΚ» επιπρόσθετες θέσεις για ανώτερες θεολογικές σχολές. Το 2010 υπογράφηκε μεταξύ Τουρκίας και ψευδοκράτους, πρωτόκολλο για την ανέγερση του ισλαμικού συγκροτήματος στη Μια Μηλιά στην κατεχόμενη Λευκωσία. Παράλληλα λήφθηκαν αποφάσεις που άρχισαν να υλοποιούνται σχετικά με την δημιουργία Θεολογικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Εγγύς Ανατολής, τη δημιουργία Θεολογικής Σχολής λυκειακού επιπέδου, ενώ το Νοέμβριο του 2010 εμφανίστηκε και το θρησκευτικό τηλεοπτικό κανάλι Sufı T.V με στόχο την «πνευματική και πολιτιστική καλλιέργεια των Τουρκοκυπρίων».
Με βάση το πιο πάνω πλαίσιο, φαίνεται ότι η ανάπτυξη της ισλαμικής δραστηριότητας ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα είναι κομμάτι της ευρύτερης πολιτικής μετασχηματισμού. Αυτή η εξέλιξη δεν μπορεί να αντικριστεί αποκομμένα από το γενικότερο πολιτικό περιβάλλον και την αλλαγή των οικονομικών δομών. Από τη μια πλευρά επιδιώκεται η συγκεντροποίηση της εκτελεστικής εξουσίας με τρόπο που να ρυθμίζεται ευκολότερα η δραστηριοποίηση του κεφαλαίου, ενώ από την άλλη επιδιώκεται η αλλαγή του ιδεολογικού πλαισίου με την προσθήκη του σουνιτικού Ισλάμ και την προοπτική μεταβολών στην τουρκοκυπριακή ταυτότητα. Η αυξημένη παρουσία του Ισλάμ στα κατεχόμενα βασίζεται αφενός στην αλλαγή της σύνθεσης του πληθυσμού, αφετέρου όμως σχετίζεται και με μια συνειδητή πολιτική στρατηγική. Η ισλαμική «αναγέννηση» είναι μέρος της προσπάθειας για δημιουργία ενός ευνοϊκότερου ιδεολογικού περιβάλλοντος που θα αποδεχτεί τον μετασχηματισμό και ο οποίος θα σημαίνει μετακίνηση ισχύος από το τουρκοκυπριακό στο τουρκικό στοιχείο.
Οι φωνές των «απίστων»…
Όπως ήταν αναμενόμενο οι επικριτικές αποκαλύψεις της Γιενί Ντουζέν και ο πολλαπλασιασμός των επίσης επικριτικών σχολίων από χιλιάδες Τουρκοκύπριους, προκάλεσαν επιθέσεις από τον ισλαμικό Τύπο της Τουρκίας. Η Γιενί Ακίτ στις 28 Αυγούστου 2016 κατηγόρησε την τουρκοκυπριακή εφημερίδα ότι «δείχνει τη στραυροφορική νοοτροπία που επικρατεί στην Κύπρο». Όμως η πραγματική σημασία βρίσκεται στην απάντηση του αρχισυντάκτη της Γιενί Ντουζέν, Τζένκ Μουτλούγιακαλι. Στο κείμενο του στις 29 Αυγούστου έγραψε τα εξής: «Εδώ και χρόνια εξηγούμε μια κατάσταση αλλά ακόμα δεν έγινε κατανοητή. Η Κύπρος είναι μια άλλη χώρα! Με πολλές γλώσσες και θρησκείες, είναι χώρα πολυπολιτισμική. Είναι μια άλλη χώρα! Είναι δική σας δουλειά τι νιώθετε ή τι δε νιώθετε για την Κύπρο…Αδερφή σας, κόρη σας, γειτόνισσα σας, αποικία σας κλπ… Όμως είναι μια άλλη χώρα! Μια άλλη κουλτούρα! Μια άλλη γεωγραφία! Μια άλλη ζωή! Μια άλλη πραγματικότητα!…». Με αυτό τον τρόπο ο Μουτλούγιακαλι, άγγιξε το μοναδικό ίσως σημείο ξεκάθαρης «υπεροχής» της κοινότητας απέναντι στη βαρετή σκιά της Άγκυρας: το «συμβολικό (κυπριακό) κεφάλαιο».
Σε συνθήκες συνέχισης της διχοτόμησης, το οικονομικό και πολιτικό μέγεθος της Τουρκίας στην Κύπρο είναι κάτι που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εύκολα. Εκείνο όμως που ακριβώς σε τέτοιες συνθήκες φαίνεται να δημιουργεί ακόμα προϋποθέσεις αντιπολιτευτικής προς την Άγκυρα κινητοποίησης είναι ο τρόπος με τον οποίο οι Τουρκοκύπριοι θέτουν επί τάπητος τις πολιτισμικές τους διαφορές και αξίες. Ως ένα είδος «τελευταίου οχυρού», η έκφραση του κυπριακού εθνοκοινοτισμού των Τουρκοκυπρίων παρουσιάζει αντοχές. Άγνωστος όμως παραμένει ο χρονικός ορίζοντας αυτών των αντοχών εάν δεν αυξηθούν οι προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 4 Σεπτεμβρίου 2016