Στη χώρα που τα φροντιστήρια κοντεύουν να ξεκινούν από το…
δημοτικό, στη χώρα που ακόμη και οι μαθητές πανάκριβων ιδιωτικών
σχολείων, κάνουν κι αυτοί έξτρα φροντιστήρια (!), άλλη μια συζήτηση στη
Βουλή, για την Παιδεία, αναλώθηκε χωρίς ουσιαστικές προτάσεις, για την αλλαγή αυτού του εξαιρετικά δυσάρεστου σκηνικού.
Για μια ακόμη φορά ακούστηκαν κορώνες, αντεγκλήσεις και καταγγελίες, χωρίς όμως να ακουστούν ουσιαστικές- και σε βάθος -προτάσεις. Το «μενού» περιλάμβανε ως συνήθως διάφορα «πυροτεχνήματα», χωρίς να υπάρξει ουσιαστικό σημάδι μιας ευρύτερης συναίνεσης, χωρίς να εντοπιστούν οι αιτίες αυτής της απαράδεκτης κατάστασης, η οποία, πέραν των άλλων, φορτώνει από μικρή ηλικία τα παιδιά μας με ένα δυσβάστακτο «βάρος», που μεταφράζεται σε άπειρες ώρες «υποχρεώσεων», σε ημερήσια βάση, χωρίς εν τέλει να προσφέρει και κάποιο ορατό αποτέλεσμα στη μόρφωση τους.
Ουδείς έθιξε με ουσιαστικές προτάσεις, το γεγονός ότι στη χώρα που υποτίθεται ότι παρέχει δωρεάν παιδεία, σχεδόν κάθε ελληνική οικογένεια δαπανά δυσανάλογα υψηλά ποσά για να «συμπληρώσει» αυτή την παρεχόμενη «δημόσια υπηρεσία», γεγονός που ανατρέπει την όλη φιλοσοφία του υποτιθέμενου συστήματος.Ουδείς τόλμησε να απαντήσει στο ερώτημα «γιατί άραγε συμβαίνει αυτό»;
Κι αν σε ορισμένες βαθμίδες της παιδείας, οι δαπάνες ανακυκλώνονται τουλάχιστον στο εσωτερικό της χώρας, τι να πει κάποιος για τη μαζική εκπαιδευτική μετανάστευση Ελλήνων στο εξωτερικό, στη βαθμίδα της ανώτατης εκπαίδευσης, μέσω της οποίας μεταφέρονται εισοδήματα κατ ευθείαν στο εξωτερικό;
Τι νόημα έχει η άρνηση στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, όταν είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει η εναλλακτική της φοίτησης στο εξωτερικό, ή έστω σε κάποια από τα ιδιωτικά «κολέγια» που στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούν απλά προθάλαμο για την μετάβαση στο εξωτερικό;
Πως γίνεται λοιπόν όλοι να μιλούν για τη σημασία της Παιδείας, αλλά να μην λύνουν επί δεκαετίες ακόμη και τα πλέον στοιχειώδη ζητήματα;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Παιδεία αποτελεί έναν από τους στυλοβάτες της μελλοντικής πορείας της χώρας, κατά πάσα πιθανότητα τον σημαντικότερο, καθώς από αυτήν εξαρτάται σε εξαιρετικά υψηλό βαθμό, τόσο η κοινωνική όσο και η οικονομική «ανάπτυξη», όπως επίσης και η δυνατότητα των ατόμων που συναποτελούν την κοινωνία, να λειτουργήσουν ως υπεύθυνοι πολίτες απέναντι στα μεγάλα διλλήμματα της εποχής μας.
Εν τούτοις, ούτε στα περίφημα μνημόνια υπήρξε ιδιαίτερη πρόνοια για την ενίσχυση της Παιδείας, κάτι που θα έπρεπε να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα σε μια χώρα ( αλλά και σε μια ευρύτερη περιοχή, την Ευρώπη) που δεν έχει, ούτε μπορεί να έχει υπό κανονικές συνθήκες, τη δυνατότητα να ανταγωνιστεί μελλοντικά τον αναπτυσσόμενο τρίτο κόσμο σε όρους «χαμηλά αμοιβόμενης εργασίας», ή πλουτοπαραγωγικών πηγών, ούτε βεβαίως έχει δοθεί κάποιου είδους προτεραιότητα από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, μέσα στην κρίση.
Κι όμως, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη, στη Δύση συνολικότερα, η μάχη του ανταγωνισμού τις επόμενες δεκαετίες, σε μεγάλο βαθμό θα κριθεί στους τομείς της γνώσης και των δεξιοτήτων, σε θέματα εκπαίδευσης, κατάρτισης, επιστημονικής έρευνας και τεχνολογικής πρωτοπορίας.
Γι αυτό όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και συνολικά στη Δύση, θα έπρεπε να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για την αποτελεσματική πρόσβαση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού σε αυτή, με έμφαση βεβαίως στη διαρκώς συρρικνούμενη «νέα γενιά», καθώς οι κοινωνίες μας, άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο, υποφέρουν από υπογεννητικότητα και γήρανση του πληθυσμού.
Ειδικά όμως στη χώρα μας, η κατάσταση κινδυνεύει να φτάσει στο απροχώρητο. Έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε νέους ανθρώπους που όχι μόνο αισθάνονται ασφυκτικά πιεσμένοι, από το εξοντωτικό πρόγραμμα της μέρας τους, πριν ακόμη ξεκινήσουν να «σπουδάζουν» αλλά και δεν βλέπουν αυτή την προσπάθεια να εξαργυρώνεται με ουσιώδεις γνώσεις και ευρύτερη καλλιέργεια, ούτε όμως και με ασφαλείς προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης!
Το σύστημα προφανώς, έχει στηθεί σε σαθρά θεμέλια και οι «περιμετρικές αλλαγές» δεν πρόκειται να φέρουν ουσιώδες αποτέλεσμα.
Χρειάζεται εκ βάθρων ανανέωση!
Πως όμως να υπάρξει τέτοια ανανέωση όταν ακόμη και στην περίπτωση του μαθήματος των θρησκευτικών η πολιτική υποκρισία περισσεύει; Πως μπορεί να ανανεωθεί ένα σύστημα που -και αυτό- υποτάχθηκε επί δεκαετίες στο βωμό της άκρατης κομματοκρατίας και των πολιτικών συμφερόντων, αποτελώντας, ιδίως στις ανώτερες και ανώτατες βαθμίδες του, «συγκοινωνούν δοχείο»;
Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε όχι μόνο φωτισμένους και αποφασισμένους ηγέτες, πολιτικούς και πνευματικούς, αλλά και μια κοινωνία με πολύ πιο έντονη αντίληψη των βαθύτερων αιτίων για τα όσα έχουν συμβεί στην περίοδο της μεταπολίτευσης.
Κάτι που όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει, ούτε στην κοινωνία, ούτε στις ηγεσίες…
Τα προβλήματα στην Παιδεία, μπορεί να προηγήθηκαν της οικονομικής κρίσης, (τα περισσότερα δεν είναι σημερινά, έστω κι αν έχουν επιδεινωθεί) δεν είναι όμως καθόλου άσχετα με τα όσα συνέβησαν και συμβαίνουν.
Ο κατήφορος της Παιδείας, είναι μέρος της ευρύτερης κρίσης Θεσμών και Αξιών, που οδήγησε σχεδόν νομοτελειακά στην οικονομική δυσπραγία. Πρόκειται για μια κρίση βαθιά που δεν πρόκειται να επιτρέψει μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη και ευημερία, προς όφελος της κοινωνίας, έως ότου καταπολεμηθούν οι πραγματικές αιτίες.
Όπως δείχνει όμως το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης, αντικατοπτρίζοντας έτσι όχι μόνο την «ποιότητα» των ηγεσιών, αλλά και την αίσθηση που έχουν για το επίπεδο του «ακροατηρίου», δεν θα ήταν σκόπιμο να κρατάμε την αναπνοή μας για το πότε θα συμβεί αυτό…
Για μια ακόμη φορά ακούστηκαν κορώνες, αντεγκλήσεις και καταγγελίες, χωρίς όμως να ακουστούν ουσιαστικές- και σε βάθος -προτάσεις. Το «μενού» περιλάμβανε ως συνήθως διάφορα «πυροτεχνήματα», χωρίς να υπάρξει ουσιαστικό σημάδι μιας ευρύτερης συναίνεσης, χωρίς να εντοπιστούν οι αιτίες αυτής της απαράδεκτης κατάστασης, η οποία, πέραν των άλλων, φορτώνει από μικρή ηλικία τα παιδιά μας με ένα δυσβάστακτο «βάρος», που μεταφράζεται σε άπειρες ώρες «υποχρεώσεων», σε ημερήσια βάση, χωρίς εν τέλει να προσφέρει και κάποιο ορατό αποτέλεσμα στη μόρφωση τους.
Ουδείς έθιξε με ουσιαστικές προτάσεις, το γεγονός ότι στη χώρα που υποτίθεται ότι παρέχει δωρεάν παιδεία, σχεδόν κάθε ελληνική οικογένεια δαπανά δυσανάλογα υψηλά ποσά για να «συμπληρώσει» αυτή την παρεχόμενη «δημόσια υπηρεσία», γεγονός που ανατρέπει την όλη φιλοσοφία του υποτιθέμενου συστήματος.Ουδείς τόλμησε να απαντήσει στο ερώτημα «γιατί άραγε συμβαίνει αυτό»;
Κι αν σε ορισμένες βαθμίδες της παιδείας, οι δαπάνες ανακυκλώνονται τουλάχιστον στο εσωτερικό της χώρας, τι να πει κάποιος για τη μαζική εκπαιδευτική μετανάστευση Ελλήνων στο εξωτερικό, στη βαθμίδα της ανώτατης εκπαίδευσης, μέσω της οποίας μεταφέρονται εισοδήματα κατ ευθείαν στο εξωτερικό;
Τι νόημα έχει η άρνηση στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, όταν είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει η εναλλακτική της φοίτησης στο εξωτερικό, ή έστω σε κάποια από τα ιδιωτικά «κολέγια» που στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούν απλά προθάλαμο για την μετάβαση στο εξωτερικό;
Πως γίνεται λοιπόν όλοι να μιλούν για τη σημασία της Παιδείας, αλλά να μην λύνουν επί δεκαετίες ακόμη και τα πλέον στοιχειώδη ζητήματα;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Παιδεία αποτελεί έναν από τους στυλοβάτες της μελλοντικής πορείας της χώρας, κατά πάσα πιθανότητα τον σημαντικότερο, καθώς από αυτήν εξαρτάται σε εξαιρετικά υψηλό βαθμό, τόσο η κοινωνική όσο και η οικονομική «ανάπτυξη», όπως επίσης και η δυνατότητα των ατόμων που συναποτελούν την κοινωνία, να λειτουργήσουν ως υπεύθυνοι πολίτες απέναντι στα μεγάλα διλλήμματα της εποχής μας.
Εν τούτοις, ούτε στα περίφημα μνημόνια υπήρξε ιδιαίτερη πρόνοια για την ενίσχυση της Παιδείας, κάτι που θα έπρεπε να αποτελεί πρώτη προτεραιότητα σε μια χώρα ( αλλά και σε μια ευρύτερη περιοχή, την Ευρώπη) που δεν έχει, ούτε μπορεί να έχει υπό κανονικές συνθήκες, τη δυνατότητα να ανταγωνιστεί μελλοντικά τον αναπτυσσόμενο τρίτο κόσμο σε όρους «χαμηλά αμοιβόμενης εργασίας», ή πλουτοπαραγωγικών πηγών, ούτε βεβαίως έχει δοθεί κάποιου είδους προτεραιότητα από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, μέσα στην κρίση.
Κι όμως, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη, στη Δύση συνολικότερα, η μάχη του ανταγωνισμού τις επόμενες δεκαετίες, σε μεγάλο βαθμό θα κριθεί στους τομείς της γνώσης και των δεξιοτήτων, σε θέματα εκπαίδευσης, κατάρτισης, επιστημονικής έρευνας και τεχνολογικής πρωτοπορίας.
Γι αυτό όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και συνολικά στη Δύση, θα έπρεπε να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για την αποτελεσματική πρόσβαση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού σε αυτή, με έμφαση βεβαίως στη διαρκώς συρρικνούμενη «νέα γενιά», καθώς οι κοινωνίες μας, άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο, υποφέρουν από υπογεννητικότητα και γήρανση του πληθυσμού.
Ειδικά όμως στη χώρα μας, η κατάσταση κινδυνεύει να φτάσει στο απροχώρητο. Έχουμε καταφέρει να δημιουργήσουμε νέους ανθρώπους που όχι μόνο αισθάνονται ασφυκτικά πιεσμένοι, από το εξοντωτικό πρόγραμμα της μέρας τους, πριν ακόμη ξεκινήσουν να «σπουδάζουν» αλλά και δεν βλέπουν αυτή την προσπάθεια να εξαργυρώνεται με ουσιώδεις γνώσεις και ευρύτερη καλλιέργεια, ούτε όμως και με ασφαλείς προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης!
Το σύστημα προφανώς, έχει στηθεί σε σαθρά θεμέλια και οι «περιμετρικές αλλαγές» δεν πρόκειται να φέρουν ουσιώδες αποτέλεσμα.
Χρειάζεται εκ βάθρων ανανέωση!
Πως όμως να υπάρξει τέτοια ανανέωση όταν ακόμη και στην περίπτωση του μαθήματος των θρησκευτικών η πολιτική υποκρισία περισσεύει; Πως μπορεί να ανανεωθεί ένα σύστημα που -και αυτό- υποτάχθηκε επί δεκαετίες στο βωμό της άκρατης κομματοκρατίας και των πολιτικών συμφερόντων, αποτελώντας, ιδίως στις ανώτερες και ανώτατες βαθμίδες του, «συγκοινωνούν δοχείο»;
Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε όχι μόνο φωτισμένους και αποφασισμένους ηγέτες, πολιτικούς και πνευματικούς, αλλά και μια κοινωνία με πολύ πιο έντονη αντίληψη των βαθύτερων αιτίων για τα όσα έχουν συμβεί στην περίοδο της μεταπολίτευσης.
Κάτι που όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει, ούτε στην κοινωνία, ούτε στις ηγεσίες…
Τα προβλήματα στην Παιδεία, μπορεί να προηγήθηκαν της οικονομικής κρίσης, (τα περισσότερα δεν είναι σημερινά, έστω κι αν έχουν επιδεινωθεί) δεν είναι όμως καθόλου άσχετα με τα όσα συνέβησαν και συμβαίνουν.
Ο κατήφορος της Παιδείας, είναι μέρος της ευρύτερης κρίσης Θεσμών και Αξιών, που οδήγησε σχεδόν νομοτελειακά στην οικονομική δυσπραγία. Πρόκειται για μια κρίση βαθιά που δεν πρόκειται να επιτρέψει μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη και ευημερία, προς όφελος της κοινωνίας, έως ότου καταπολεμηθούν οι πραγματικές αιτίες.
Όπως δείχνει όμως το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης, αντικατοπτρίζοντας έτσι όχι μόνο την «ποιότητα» των ηγεσιών, αλλά και την αίσθηση που έχουν για το επίπεδο του «ακροατηρίου», δεν θα ήταν σκόπιμο να κρατάμε την αναπνοή μας για το πότε θα συμβεί αυτό…