Του ΑΠ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
Η
απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είναι ότι κάθε σώφρων ηγέτης αλλά κι
εμείς, οι κοινοί θνητοί, έχουμε σοβαρούς λόγους να φοβόμαστε την
Αμερική, σήμερα, όπως και χθες. Οι ΗΠΑ για όλο τον Κόσμο παραμένουν επίφοβες. Μπορούν και σήμερα να επιτρέπουν στον εαυτό τους «ατοπήματα» όπως το πρόσφατο στη Συρία όπου βομβάρδισαν «κατά λάθος» μια, στρατηγικής σημασίας, πόλη (Deir el Ezzor), σκότωσαν καμιά κατοσταριά κυβερνητικούς στρατιώτες και κάμποσους Ρώσους «συμβούλους», (αντί να χτυπήσουν τους τζιχαντιστές), και προσπέρασαν το γεγονός με ένα «ω! τι κρίμα, κάναμε λάθος!», χωρίς να υπάρξουν κανενός είδους αντίποινα. Χαρακτηριστικό κάθε Υπερδύναμης είναι η αυθαιρεσία, το μάθαμε από τον Θουκυδίδη όταν απαθανάτισε την Αθηναϊκή αλαζονεία προς τους Μήλιους: θα σας σφάξουμε επειδή μπορούμε να το κάνουμε – ατιμώρητα – είπαν. Η συγνώμη των ΗΠΑ προσθέτει στην οδύνη του θανάτου τον χλευασμό στους αδύναμους, νεκρούς και ζωντανούς.
Η εικόνα της επίφοβης Αμερικής είναι σωστή αλλά δεν είναι ολόσωστη. Είναι σωστή εφόσον οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν υποδεέστερο αντίπαλο, μεμονωμένα. Αλλά η Υπερδύναμη δεν διαθέτει πλέον την απαραίτητη ισχύ ώστε να επιβάλλει τη θέλησή της σε πλανητικό επίπεδο. Ο γνωστός Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι, ο ένας από τους δυο κορυφαίους πολιτειολόγους των ΗΠΑ, ο άλλος είναι ο Κίσινγκερ, σε σχετικά πρόσφατο άρθρο του (περιοδικό Αμέρικαν Ίντερεστ, Απρίλιος 2016) υποστηρίζει ακριβώς αυτό: η Αμερική δεν είναι πια η Παγκόσμια Αυτοκρατορική Εξουσία (global imperial power). Σαν να λέει «παιδιά χάσαμε». Τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά ΜΜΕ έπνιξαν το άρθρο για ευνόητους λόγους. Ταυτόχρονα ο Τραμπ, προσκείμενος στη σχολή Κίσινγκερ, επικρίνει (όπως μαθαίνουμε από ξένα ιστολόγια), από τη δεκαετία του '80 (!) την πολιτική επεμβάσεων
των ΗΠΑ με τα έωλα προσχήματα. Παρεμπιπτόντως, ο Τραμπ δεν έχει
συμπάθειες σε ισχυρά στρώματα των ευρωπαϊκών ελίτ, όπως ο νυν ΥΠΕΞ της
Γερμανίας σοσιαλιστής Στάϊνμάγερ, επειδή υποστηρίζει τη συνεννόηση με τον Πούτιν και τη Ρωσία (σχολή Κίσινγκερ) και τάσσεται υπέρ των ειρηνικών διευθετήσεων στα παγκόσμια προβλήματα. Ο Στάϊνμάγερ θεωρεί «τρομακτικές» τις ιδέες Τραμπ, επικίνδυνες για την Ασφάλεια της Ευρώπης. Η πολιτική Χίλαρυ, σύγκρουσης με τη Ρωσία, ευνοεί τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας…
Οι σχέσεις των ΗΠΑ με Ρωσία και Κίνα, καθοριστικές για το μέλλον του πλανήτη, θα κριθούν από τις προσεχείς αμερικανικές εκλογές. Το θέμα διχάζει την αμερικανική ελίτ, συνακόλουθα και τις εξαρτώμενες, υποτελείς, ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις.
Είναι ίσως η πρώτη φορά στην πρόσφατη Ιστορία των ΗΠΑ που οι κυρίαρχες ελίτ δείχνουν τέτοια αβεβαιότητα και αστάθεια για τις επιλογές τους. Τμήματα των ελίτ απέσυραν,
ως φαίνεται, στο μέσον της προεκλογικής εκστρατείας, την αναφανδόν
υποστήριξη στην Κλίντον αναλογιζόμενα τους κινδύνους από ένα πυρηνικό πόλεμο. Μερικά «φταρνίσματα» της Κλίντον ήταν αρκετά για να την εμφανίσουν ως βαριά άρρωστη, σχεδόν ετοιμοθάνατη, και να γυρίσει υπέρ του Τραμπ το εκλογικό σώμα, απολύτως έρμαιο και αυτό των ελεγχόμενων ΜΜΕ. Στην Αμερική σοβεί χρόνια κοινωνική κρίση
που επιδεινώνεται διαρκώς χωρίς ορατή προοπτική οικονομικής ανάκαμψης
ούτε επίλυσης του μεταναστευτικού προβλήματος (Μεξικανοί κλπ). Ο
υποτίθεται «αριστερός» Σάντερς υποτάχθηκε γρήγορα και
εύκολα αλλά το μέγεθος της κοινωνικής δυσφορίας φάνηκε όταν οι οπαδοί
του τον αποδοκίμασαν μέσα στο Συνέδριο των Δημοκρατικών.
Ο Τραμπ εκφράζει την οργή των φτωχών λευκών Αμερικάνων που πληθύνονται διαρκώς από τη φτωχοποίηση. Η Κλίντον
διαθέτει ακόμα ισχυρά ερείσματα αλλά πληθαίνουν και ισχυροποιούνται
όσοι βλέπουν τις κοινωνικές εντάσεις και αναζητούν δικλείδες ασφαλείας
και εκτόνωσης.
Η αμηχανία στις αμερικανικές ελίτ είναι οξεία και χαρακτηριστικά ο Μπρζεζίνσκι αποφεύγει επιμελώς να θίξει στο άρθρο του το κυρίαρχο ζήτημα: τη θέση του δολαρίου στην παγκόσμια Οικονομία. Αν υπάρξει ανταγωνιστής στο δολάριο θα τερματιστεί σχεδόν αυτομάτως η αμερικανική κυριαρχία στον πλανήτη, οι ΗΠΑ θα καταρρεύσουν.
Δείγμα της σταθερότητας του Συστήματος στη Δύση ήταν ότι είχε πάψει να είναι προσωποπαγές. Σταδιακά, το Σύστημα εξαγόρασε τις αντιθέσεις στο πολιτικό πεδίο και ενοποιήθηκαν οι πολιτικές των κομμάτων. Προέκυψαν ηγεσίες «επίπεδες», άχρωμοι ηγέτες, στην ουσία υπάλληλοι επιπέδου τμηματάρχη. Το Σύστημα λειτουργούσε μια χαρά εμφανίζοντας ως Δημοκρατία την εναλλαγή κομμάτων στην κυβέρνηση χωρίς αλλαγές πολιτικής. Η αυξανόμενη αποχή των πολιτών από τα κοινά ήταν μάλλον ευχάριστο παρά προβληματικό.
Αυτά έως προχθές, έως ότου, δηλαδή, η γενικευμένη κρίση, οι αδιέξοδες εμπλοκές
σε πολεμικές επιχειρήσεις από όπου ήταν αδύνατη η απεμπλοκή και ιδίως η
νίκη που πετάει στο πλευρό των αντίπαλων και όχι στο «δικό μας», όλα
αυτά χάλασαν την ωραία ατμόσφαιρα και τώρα τρέχουν και δεν φτάνουν. Στις ΗΠΑ αδυνατούν «να τα βρουν» οι αντίθετες φράξιες με αποτέλεσμα στη Συρία να αλληλοσκοτώνονται στρατιωτικά τμήματα Αμερικανών που ακολουθούν αντίθετες οδηγίες από διαφορετικά κέντρα εξουσίας, ένα θανάσιμο κομφούζιο.
Το πρόβλημα είχε ήδη φανεί με την εκλογή Μπους (νοθεία) και μετά Ομπάμα (η αντίδραση ήταν λυσσαλέα) αλλά τώρα δεν μπορούν να συγκαλύψουν τις διαφωνίες τους ούτε να επιβάλλουν την εκλεκτή τους επειδή ο κόσμος έχει ξεσηκωθεί, δεν υποφέρει τη φτώχεια και δεν αντέχει άλλους πολέμους. Όσο για την την ΕΕ έχει καταντήσει ετοιμόρροπο κτίσμα, υποζύγιο και υποχείριο σε πλανητικό πεδίο, με τη Γερμανία ίσα που καταφέρνει «να πουλάει μούρη» στον Τσίπρα. Αλλά για πόσο καιρό ακόμα θα είναι επί σκηνής οι υποτελείς του Βερολίνου;
Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016