Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη-Οι ελληνο-ρωσικές σχέσεις αποπνέουν μια θετική παράσταση που εδράζεται σε μια ουσιαστική ως προς το περιεχόμενό της ιστορική διαδρομή, που διακρίνεται από την κοινή αντίληψη του κόσμου, όπως την αποπνέει η δύναμη της Ορθοδοξίας που ενώνει τους δύο λαούς και που παραπέμπει διαρκώς σε έναν ιστορικά δικαιωμένο πολιτιστικό δεσμό, ο οποίος, παρά τις ψυχικές του δυνάμεις και κοινωνικές αναφορές, δεν κατάφερε ποτέ να γίνει το ίδιο ισχυρός και αποτελεσματικός στο πολιτικό επίπεδο, δηλαδή της κοινής πορείας των κρατών, των κυβερνήσεων και των συμφερόντων της πολιτικής.
Οι δρόμοι της πολιτικής δεν μπόρεσαν ποτέ να ενώσουν τις δύο χώρες σε
επίπεδο στρατηγικής συμμαχίας, αφού η Ελλάδα εκινείτο σχεδόν πάντοτε στο
δυτικό στρατόπεδο, τόσο στον 19ο όσο και στον 20ό αιώνα, ιδιαίτερα μετά
τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, όπου όχι
μόνο δεν ανήκε πλέον στο ίδιο στρατόπεδο, αλλά εντάχθηκε σε στρατηγικά
εχθρικό χώρο.
Η πτώση του Σοβιετικού Μπλοκ και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και του διπολισμού δημιούργησαν ευκαιρίες στενότερης συνεργασίας Ελλάδος και Ρωσικής Ομοσπονδίας πλέον και στο πολιτικό επίπεδο, οι οποίες όμως ποτέ δεν απέκτησαν την ολοκλήρωση και την πληρότητα που θα ανταποκρινόταν στην ιστορική και πολιτιστική σχέση των δύο χωρών, και κυρίως λαών. Αυτή η ιστορική σχέση, που είναι περισσότερο σχέση πολιτισμού και Ορθοδοξίας, διακρίνεται και από μια μεταφυσική διάσταση, η οποία είναι απροσδιόριστη, αλλά αποτελεί μια σταθερά για τις σχέσεις των δύο χωρών, των δύο πολιτισμών, η οποία μπορεί, είναι σε θέση να μετασχηματιστεί εύκολα, εφόσον υπάρχει πολιτική βούληση, και σε πολιτική σχέση, που να αποπνέει κοινά συμφέροντα και κοινές στρατηγικές επιδιώξεις.
Ο Πρόεδρος Πούτιν κατάφερε σε μια δεκαετία, από τότε που ανέλαβε τη Ρωσία ταπεινωμένη και απολύτως αποδυναμωμένη από τον πρόεδρο Γέλτσιν, να σηκώσει τη χώρα ψηλά και να την καταστήσει και πάλι μεγάλη δύναμη, η οποία είναι σε θέση να διαδραματίζει ρόλο στη διεθνή πολιτική, να υπερασπίζεται τους συμμάχους της ενεργά και αποτελεσματικά, όπως συμβαίνει τον τελευταίο χρόνο στη Συρία, όπου και κατάφερε η Ρωσία να ανατρέψει τους συσχετισμούς, που ήσαν εις βάρος του Προέδρου Άσαντ και να καταστήσει το καθεστώς βιώσιμο και νικηφόρο έναντι των αντιπάλων του.
Η Ρωσία επηρεάζει τις εξελίξεις όχι μόνο στην περιοχή της, αλλά και στον κόσμο. Η Ελλάδα μπορεί να κερδίσει από μια στρατηγική συμμαχία με τη Μόσχα, που να είναι σε θέση να υπερβεί το οικονομικό και εμπορικό επίπεδο, το οποίο είναι το πλέον φυσιολογικό και αναμενόμενο, να προχωρήσει ένα βήμα στις νέες τεχνολογίες, να κερδίσει σε ζητήματα που αφορούν σε καινοτομίες του 21ου αιώνα και φυσικά να προχωρήσει σε πολιτική συμμαχία, που να μετατρέπει την Ελλάδα σε γέφυρα της Ευρώπης προς τη Ρωσία. Θα ήταν ο πλέον φυσιολογικός και αποτελεσματικός εταίρος της Ρωσίας στη σχέση της με την Ευρώπη και της Ευρώπης στη σχέση της με τη Ρωσία.
Ταυτόχρονα, η κατάρρευση των σχέσεων Τουρκίας - Ρωσίας σε μια στιγμή που η Τουρκία, εξαιτίας της μεγαλομανίας και της έπαρσης του σουλτάνου Ταγίπ Ερντογάν, έχει ως μόνη σύμμαχό της σε ολόκληρη την περιοχή της ευρύτερης Μέσης Ανατολής τη Σαουδική Αραβία, η Ελλάδα μπορεί και οφείλει να αξιοποιήσει την αντιπαλότητα της Ρωσίας προς την Τουρκία υπέρ των ελληνικών συμφερόντων και των δικαίων της χώρας μας όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά και στο Κυπριακό, μεγιστοποιώντας έτσι την πίεση της διεθνούς κοινότητας επί της Άγκυρας.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η κατάσταση, στην οποία περιήλθε το τουρκικό καθεστώς από τους χειρισμούς της ηγεσίας του, όντας απομονωμένο ακόμη και από τις ΗΠΑ, θα υποχρεώσει την Άγκυρα είτε σε υποχωρήσεις και σε ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στις ιμπεριαλιστικές της βλέψεις έναντι των γειτόνων της, είτε σε εσωτερική κρίση, τόσο βαθιά, που να οδηγήσει τα πράγματα σε δομικές ανατροπές.
Επομένως, Αθήνα και Λευκωσία πρέπει να σχεδιάσουν τις επόμενές τους κινήσεις έναντι της Άγκυρας, όχι κατευνάζοντας το θηρίο, αλλά ενισχύοντας την απομόνωσή του. Εμείς χρειαζόμαστε να οπλιστούμε με υπομονή και στρατηγική στοχοθεσία σε σχέση με το τι θέλουμε. Ο χρόνος εργάζεται υπέρ μας εφόσον έχουμε σχέδιο.
Η Ρωσία μπορεί να αποτελέσει έναν κρίσιμο παράγοντα στήριξης και προώθησης των δικαίων του κυπριακού Ελληνισμού, κάτι που πρέπει να κατανοήσει ιδιαιτέρως η Λευκωσία, η οποία κινείται στην ομίχλη της αβεβαιότητας, που φτάνει τα όρια της αυτοπαγίδευσης.
Εδώ και πολλά χρόνια οδηγεί την ηγεσία της Κύπρου ο βρετανικός και αμερικανικός παράγοντας σε μια ψευδαίσθηση, ότι μπορεί να πεισθεί η Άγκυρα να κάνει τέτοιες υποχωρήσεις, που να καταστήσουν τη λύση του κυπριακού προβλήματος πραγματικά βιώσιμη, λειτουργική, αλλά και δίκαιη, απαλλαγμένη κυρίως από την απειλή και τον κίνδυνο της τουρκικής επιβουλής. Η Ρωσική Ομοσπονδία μπορεί να στηρίξει την κρατική οντότητα της Κύπρου και τη συνέχιση της παρουσίας της ως υποκειμένου διεθνούς δικαίου. Όλα τα άλλα σε σχέση με την απελευθέρωση των κατεχομένων και τη δικαίωση του κυπριακού Ελληνισμού είναι υπόθεση χειρισμών του μέλλοντος, που άπτονται της εσωτερικής κατάστασης που θα υπάρξει στην Τουρκία.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου
Η πτώση του Σοβιετικού Μπλοκ και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και του διπολισμού δημιούργησαν ευκαιρίες στενότερης συνεργασίας Ελλάδος και Ρωσικής Ομοσπονδίας πλέον και στο πολιτικό επίπεδο, οι οποίες όμως ποτέ δεν απέκτησαν την ολοκλήρωση και την πληρότητα που θα ανταποκρινόταν στην ιστορική και πολιτιστική σχέση των δύο χωρών, και κυρίως λαών. Αυτή η ιστορική σχέση, που είναι περισσότερο σχέση πολιτισμού και Ορθοδοξίας, διακρίνεται και από μια μεταφυσική διάσταση, η οποία είναι απροσδιόριστη, αλλά αποτελεί μια σταθερά για τις σχέσεις των δύο χωρών, των δύο πολιτισμών, η οποία μπορεί, είναι σε θέση να μετασχηματιστεί εύκολα, εφόσον υπάρχει πολιτική βούληση, και σε πολιτική σχέση, που να αποπνέει κοινά συμφέροντα και κοινές στρατηγικές επιδιώξεις.
Ο Πρόεδρος Πούτιν κατάφερε σε μια δεκαετία, από τότε που ανέλαβε τη Ρωσία ταπεινωμένη και απολύτως αποδυναμωμένη από τον πρόεδρο Γέλτσιν, να σηκώσει τη χώρα ψηλά και να την καταστήσει και πάλι μεγάλη δύναμη, η οποία είναι σε θέση να διαδραματίζει ρόλο στη διεθνή πολιτική, να υπερασπίζεται τους συμμάχους της ενεργά και αποτελεσματικά, όπως συμβαίνει τον τελευταίο χρόνο στη Συρία, όπου και κατάφερε η Ρωσία να ανατρέψει τους συσχετισμούς, που ήσαν εις βάρος του Προέδρου Άσαντ και να καταστήσει το καθεστώς βιώσιμο και νικηφόρο έναντι των αντιπάλων του.
Η Ρωσία επηρεάζει τις εξελίξεις όχι μόνο στην περιοχή της, αλλά και στον κόσμο. Η Ελλάδα μπορεί να κερδίσει από μια στρατηγική συμμαχία με τη Μόσχα, που να είναι σε θέση να υπερβεί το οικονομικό και εμπορικό επίπεδο, το οποίο είναι το πλέον φυσιολογικό και αναμενόμενο, να προχωρήσει ένα βήμα στις νέες τεχνολογίες, να κερδίσει σε ζητήματα που αφορούν σε καινοτομίες του 21ου αιώνα και φυσικά να προχωρήσει σε πολιτική συμμαχία, που να μετατρέπει την Ελλάδα σε γέφυρα της Ευρώπης προς τη Ρωσία. Θα ήταν ο πλέον φυσιολογικός και αποτελεσματικός εταίρος της Ρωσίας στη σχέση της με την Ευρώπη και της Ευρώπης στη σχέση της με τη Ρωσία.
Ταυτόχρονα, η κατάρρευση των σχέσεων Τουρκίας - Ρωσίας σε μια στιγμή που η Τουρκία, εξαιτίας της μεγαλομανίας και της έπαρσης του σουλτάνου Ταγίπ Ερντογάν, έχει ως μόνη σύμμαχό της σε ολόκληρη την περιοχή της ευρύτερης Μέσης Ανατολής τη Σαουδική Αραβία, η Ελλάδα μπορεί και οφείλει να αξιοποιήσει την αντιπαλότητα της Ρωσίας προς την Τουρκία υπέρ των ελληνικών συμφερόντων και των δικαίων της χώρας μας όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά και στο Κυπριακό, μεγιστοποιώντας έτσι την πίεση της διεθνούς κοινότητας επί της Άγκυρας.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η κατάσταση, στην οποία περιήλθε το τουρκικό καθεστώς από τους χειρισμούς της ηγεσίας του, όντας απομονωμένο ακόμη και από τις ΗΠΑ, θα υποχρεώσει την Άγκυρα είτε σε υποχωρήσεις και σε ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στις ιμπεριαλιστικές της βλέψεις έναντι των γειτόνων της, είτε σε εσωτερική κρίση, τόσο βαθιά, που να οδηγήσει τα πράγματα σε δομικές ανατροπές.
Επομένως, Αθήνα και Λευκωσία πρέπει να σχεδιάσουν τις επόμενές τους κινήσεις έναντι της Άγκυρας, όχι κατευνάζοντας το θηρίο, αλλά ενισχύοντας την απομόνωσή του. Εμείς χρειαζόμαστε να οπλιστούμε με υπομονή και στρατηγική στοχοθεσία σε σχέση με το τι θέλουμε. Ο χρόνος εργάζεται υπέρ μας εφόσον έχουμε σχέδιο.
Η Ρωσία μπορεί να αποτελέσει έναν κρίσιμο παράγοντα στήριξης και προώθησης των δικαίων του κυπριακού Ελληνισμού, κάτι που πρέπει να κατανοήσει ιδιαιτέρως η Λευκωσία, η οποία κινείται στην ομίχλη της αβεβαιότητας, που φτάνει τα όρια της αυτοπαγίδευσης.
Εδώ και πολλά χρόνια οδηγεί την ηγεσία της Κύπρου ο βρετανικός και αμερικανικός παράγοντας σε μια ψευδαίσθηση, ότι μπορεί να πεισθεί η Άγκυρα να κάνει τέτοιες υποχωρήσεις, που να καταστήσουν τη λύση του κυπριακού προβλήματος πραγματικά βιώσιμη, λειτουργική, αλλά και δίκαιη, απαλλαγμένη κυρίως από την απειλή και τον κίνδυνο της τουρκικής επιβουλής. Η Ρωσική Ομοσπονδία μπορεί να στηρίξει την κρατική οντότητα της Κύπρου και τη συνέχιση της παρουσίας της ως υποκειμένου διεθνούς δικαίου. Όλα τα άλλα σε σχέση με την απελευθέρωση των κατεχομένων και τη δικαίωση του κυπριακού Ελληνισμού είναι υπόθεση χειρισμών του μέλλοντος, που άπτονται της εσωτερικής κατάστασης που θα υπάρξει στην Τουρκία.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου