Δίνεις άνθρωπο, σου επιστρέφουν μια κασιούα με οστά. Κάποτε ούτε καν όλα....
Πριν
μερικούς αιώνες ο Σαίξπηρ σε μια δραματική σκηνή στον περίφημο Άμλετ
διατύπωσε ακριβώς το ανείπωτο. Πως είναι να αντικρίζεις ξαφνικά ένα
γνωστό και αγαπημένο πρόσωπο το οποίο έχασες για χρόνια. Να αντικρίζεις
όμως ότι έχει απομείνει μετά το θάνατο: τα οστά. Αλίμονο ο θάνατος να
είναι πρόωρος. Πριν της ώρας του. Και άδικος. Χωρίς ουσιαστικά λόγο.
Περιφέρεται
λοιπόν ο Άμλετ στη βασιλική αυλή, όπου εργάτες σκάβουν. Μόλις έχουν
εντοπίσει ένα σκελετό. Φαίνεται ότι ο σκελετός ανήκει στο Γιορίκ, το
γελωτοποιό της αυλής. Συγκλονισμένος ο Άμλετ παραλαμβάνει το κρανίο του
Γιορίκ, λαμβάνοντας και τη σχετική πληροφόρηση.
«Αλίμονο
καημένε Γιορίκ! Τον γνώρισα Οράτιε. Τι απέραντη εξυπνάδα που είχε , τι
έξοχη φαντασία. Χίλιες φορές με είχε σηκώσει στην πλάτη του. Και τώρα τι
φρίκη που με πιάνει να τον φαντάζομαι. Εδώ κρεμνιόντουσαν τα χείλη που
εγώ φίλησα κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές. Που να΄ ναι τώρα τα τσαλίμια
σου; Τα χοροπηδήματά σου; Τα τραγούδια σου; Οι αστραψιές του κεφιού σου
που τόσο τάραζαν το τραπέζι…»
Πόσες
φορές και πόσες οικογένειες «έπαιξαν» τούτη τη σκηνή στον τόπο μας τα
τελευταία χρόνια; Πόσοι βρέθηκαν κατάφατσα με το αποκρουστικό πρόσωπο
του θανάτου; Πόσοι έδωσαν λεβέντες, ανθρώπους που γελούσαν και έκλαιαν,
χείλη που φιλούσαν και μιλούσαν, για να λάβουν ανέκφραστα κρανία;
Υπάρχουν
βέβαια και οι άλλοι. Οι περισσότεροι. Οι οικογένειες των αγνοουμένων
και αγνοημένων. Εκείνοι που σαν το γέρο Πρίαμο εκλιπαρούν το φονιά
Αχιλλέα να τους παραδώσει το σώμα του παιδιού τους, του αδελφού, του
πατέρα για να ταφεί καθώς πρέπει. Να αναπαυτεί η ψυχή του νεκρού. Να
λυτρωθούν οι δικοί του. Να ακολουθήσουν οι νόμοι που μας έταξαν οι
παλιοί την πορεία τους. Τζαι ένει τούτο πράμα τόσο σημαντικό, που από
αιώνων πολλών ένας Πρίαμος βασιλέας, γονάτιζε μπροστά στο φονιά του γιου
του για να πάρει πίσω το άταφο κορμί του. «Πώς να καθίσω διόθρεπτε, ενόσω εις τες σκηνές σου ο Έκτωρ κείτεται άταφος; Τώρα λύσε μου τον, να τον ιδούν τα μάτια μου…». Για να εύρουν ανάπαυση οι πρώτοι νεκροί. Για να ησυχάσουν δικοί και φίλοι. Για να πάρουν τα πράγματα τη σχετική τους τάξη.
Στις
28 Φεβρουαρίου τελέστηκε η κηδεία των οστών του Μιχάλη Λοΐζου και του
Λοΐζου Λοΐζου. Ζούσαν στο χωριό Γούφες Αμμοχώστου, με πλειοψηφία
τουρκοκυπρίων. Πατέρας και γιος. Συνελήφθησαν μετά την τούρκικη εισβολή
και κατά πως μαρτυρούν οι συγχωριανοί τους, δολοφονήθηκαν για λόγους
αντεκδίκησης. Κατά πάσα πιθανότητα όταν αποκαλύφθηκαν οι σφαγές
τουρκοκυπρίων από παρακρατικές ομάδες της ΕΟΚΑ Β΄ στο Σανταλάρι και την
Αλόα. Έπεσαν θύματα ωμής βίας στη βάση της φασιστικής αντίληψης περί
«συλλογικής ευθύνης». Εκείνης της αντίληψης που λέει ότι όποιος
γεννήθηκε ελληνοκύπριος φέρει αυτόματα ευθύνη για οτιδήποτε ένας άλλος
ελληνοκύπριος πράττει. Και όποιος γεννήθηκε τουρκοκύπριος είναι αυτόματα
ένοχος για όποιες άνομες πράξεις ο οποιοσδήποτε τουρκοκύπριος έχει
κάνει.
«Μεγάλη μέρα σήμερα. Μεγάλη γιορτή».
Έτσι ξεκίνησε ο επικήδειος, ο αποχαιρετισμός της κόρης και της αδελφής,
Χρύσως Στυλιανού τέως διευθύντριας της Σχολής Κωφών. Μεγάλη γιορτή αφού
ο γέρο- Πρίαμος θριάμβευσε στην τραγωδία του. Θέλω να πω ότι ήταν μια
από τις πιο μηνυματοφόρες κηδείες αγνοουμένων. Και έχω πάει σε πολλές.
Ναι υπάρχουν και τέτοιες. Έγινε στην παρουσία πολλών τουρκοκυπρίων
συγχωριανών των θυμάτων. Υπήρχε αυτόματη μετάφραση για τους κωφούς σε
όλη τη διαδικασία.
«Τους ήβραμε με το γιο στην αγκάλην του πατέρα».
Ένας από τους πρωτοστάτες των ερευνών, μου ψιθύρισε τούτη τη
λεπτομέρεια. Είναι εκπληκτικό πως μια λεπτομέρεια μπορεί να αλλάξει, να
επισκιάσει τα πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Η τραγική λεπτομέρεια που
προσδίδει ένα σχεδόν μεταφυσικό χαρακτήρα.
Και μετά… Και μετά ο κύριος λόγος γιατί γράφεται ετούτο εδώ το άρθρο.
«Πολύ
πικραθήκατε αγαπημένοι μας γιατί γνωρίζατε τους δολοφόνους σας, όπως
τους γνωρίζουμε κι εμείς. Ήταν όμως μια εντεταλμένη πράξη τυφλής
αντεκδίκησης αυτό το έγκλημα. Δεν φταίνε όμως όλοι οι τουρκοκύπριοι
συγχωριανοί μας. Δεν φταίει ο Μεχμέτ, ο Αχμέτ, ο Μουράτ, ο Ισμαήλ, η
Ισλά, η Εμινέ. Με περίμεναν με αγωνία όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, για
να μου ανακοινώσουν το στυγερό έγκλημα. Με αγκάλιασαν, με φίλησαν,
έκλαψαν μαζί μου και καταράστηκαν τους δολοφόνους. Αυτοί με βοήθησαν και
έκαμαν ό,τι μπορούσαν, για να βρούμε τον τόπο που σας έθαψαν. Δείγμα
της έμπρακτης αποδοκιμασίας για το στυγερό έγκλημα και της συμπαράστασης
τους είναι η παρουσία τους εδώ στην εκκλησία σήμερα. Τούρκοι και
Έλληνες της Κύπρου, ας κλείσουμε τα αυτιά στους συντηρητές της έχθρας
και του μίσους. Κι αν μας αδίκησαν να μην γίνουμε εμείς άδικοι κι αν μας
λεηλάτησαν τα αγαθά μας να μην λεηλατήσουμε κι εμείς κι αν μας σκότωσαν
να μην σκοτώσουμε κι εμείς ό,τι καλό και αγαθό έχει η ψυχή μας. Να
ζήσουμε όλοι μαζί ειρηνικά. Φτάνει πια.»
Το μεγαλείο του λόγου της χαροκαμένης κόρης και αδελφής.
Το
παρελθόν που ξένοι εισβολείς και κατοχικοί στρατοί εκμεταλλεύτηκαν. Η
προδοσία, τα εγκλήματα, η καταστροφή. Το παρών που σήμερα φέρει το βάρος
της κατοχής και της διχοτόμησης. Οι κίνδυνοι επιβίωσης. Η ιστορία που
βοά μπας και ακούσουμε…
Αλλά
και το μέλλον που ελπιδοφόρο μας κλείνει το μάτι. Η πατρίδα η ελεύθερη
και επανενωμένη που μπορούμε να χαρίσουμε στα παιδιά μας. Ο αγώνας που
σήμερα πρέπει να γίνει γιατί αύριο ίσως να είναι αργά.
Τώρα θα πείτε τούτος πασκάτικα και μέσα στην καρκιά της προεκλογικής εκστρατείας τι θυμήθηκε;
Απλά
πιστεύω ότι αν δεν μιλήσουμε για την ιστορία μας και τα μελλούμενα που
έρχονται, αν δεν μιλήσουμε για τον τόπο μας και τους ανθρώπους του, τα
πάθη και τα παθήματά μας, τα βάσανα και τα «καρτερώ» μας, τι άλλο αξίζει
παραπάνω να κουβεντιάσουμε;
Γράφει: Χρίστος Χριστοφίδη