Του Κώστα Ράπτη
Η απόφαση του Κολλεγίου των Επιτρόπων την Τετάρτη να κινήσει για πρώτη φορά στα ευρωπαϊκά χρονικά διαδικασία ελέγχου κατά της Πολωνίας
για παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου (λόγω των παρεμβάσεων της
νέας κυβέρνησης του κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης στη λειτουργία του
Συνταγματικού Δικαστηρίου και στην ανάδειξη της διεύθυνσης των δημόσιων
μέσων ενημέρωσης) δεν προορίζεται να οδηγήσει σε θεαματικές εξελίξεις
στο θεσμικό επίπεδο. Εικονογραφεί, ωστόσο, το τοξικό πολιτικό κλίμα που
πλέον επικρατεί ανάμεσα στο ευρωπαϊκό κέντρο και τις χώρες της
ανατολικής Ευρώπης.
Η συγκεκριμένη διαδικασία θεσμοθετήθηκε
από την Επιτροπή Barroso το 2014, στον απόηχο των αντιδράσεων που είχαν
προκαλέσει οι πρωτοβουλίες της δεξιάς κυβέρνησης Orbán στην Ουγγαρία
ενάντια στην ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, της δικαιοσύνης και των
δημόσιων μέσων ενημέρωσης. Όμως, η Πολωνία
δεν είναι η πρώτη τυχούσα χώρα: ανήκει στους "έξι μεγάλους” της Ε.Ε.,
αντιπροσωπεύει πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού των χωρών της διεύρυνσης
του 2004, διαθέτει μιαν οικονομία που σχεδόν δεν την άγγιξε η κρίση,
ανέδειξε τον νυν πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και, κυρίως, αποτελεί
πλέον ακρογωνιαίο λίθο του ΝΑΤΟ, σε μια συγκυρία ανάδειξης της "εξ
ανατολών απειλής”.
Άλλωστε, ούτε η Ουγγαρία του Orbán
δείχνει να υποφέρει από πολιτική απομόνωση ή από εκροή επενδύσεων,
παρότι ο ηγέτης της υιοθετεί όλο και πιο εμπρηστική στάση έναντι των
εταίρων, με αφορμή την προσφυγική κρίση. Για την ακρίβεια, ο Ούγγρος
πρωθυπουργός διαμήνυσε εγκαίρως ότι αν οι τριβές με την Πολωνία
οδηγηθούν από το τωρινό στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας, στην
"πυρηνική επιλογή” της ενεργοποίησης του Άρθρου 7 της Συνθήκης της
Λισαβώνας, ήτοι την αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου στα κοινοτικά όργανα,
η χώρα του θα ασκήσει βέτο.
Οι αντιφάσεις που αντιμετωπίζει η
Κομισιόν αποτυπώνονται στις ανακοινώσεις του πρώτου αντιπροέδρου της
Frans Timmermans, ο οποίος γνωστοποίησε τις αποφάσεις του Κολλεγίου,
δίνοντας έμφαση στη δυνατότητα να ανοίξει με τη Βαρσοβία ένας δομημένος
διάλογος, ενώ την προηγουμένη ο Jean Claude Juncker είχε τηλεφωνική
επικοινωνία με την πρωθυπουργό της Πολωνίας Beata Szydło. Όσο όμως οι Βρυξέλλες
επιχειρούν να αποκλιμακώσουν την ένταση, τόσο η πολωνική πλευρά δίνει
"αγέρωχες” απαντήσεις, με τον υπουργό Εξωτερικών Witold Waszczykowski να
υποστηρίζει ότι οι δηλώσεις Timmermans προκαλούν "σύγχυση”. Και το
κυριότερο: αντί να αποδυναμώνουν την κυβέρνηση Szydło, οι ευρωπαϊκές
πιέσεις προκαλούν "εθνική συσπείρωση”, με την πρωθυπουργό να συγκαλεί
την Τρίτη, για πρώτη φορά στη θητεία της, σύσκεψη με τους αρχηγούς των
αντιπολιτευόμενων κομμάτων.
Από μία άποψη, ο Waszczykowski είναι ο
πιο προσεκτικός στις δηλώσεις του, καθώς άλλοι παράγοντες του δημόσιου
βίου της Πολωνίας δεν διστάζουν να παραβάλλουν, όπως έπραξε ο υπουργός
Δικαιοσύνης Zbigniew Ziobro, την προοπτική ευρωπαϊκών κυρώσεων με την
ναζιστική κατοχή της χώρας κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πράγματι, οι πολωνικές αντιδράσεις έχουν
μια κατεξοχήν αντιγερμανική αιχμή – γεγονός που προφανώς δεν απέτρεψαν
οι δηλώσεις του Γερμανού προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου ότι η Πολωνία
ακολουθεί την οδό της "Πουτινοποίησης”.
Αντιπροσωπεύει με άλλα λόγια η παρούσα
κρίση τον κίνδυνο αναίρεσης του σημαντικότερου, ίσως, διπλωματικού
επιτεύγματος της δεκαετίας Merkel: της αθόρυβης ενσωμάτωσης της, κατά
τον πρώην υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Donald Rumsfeld, "νέας Ευρώπης” στον
γερμανικό κύκλο επιρροής.
Πράγματι, από τις τέσσερις χώρες της
"Ομάδας Visegrad” (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία) οι τρεις
βρίσκονται υπό την εξουσία δεξιών λαϊκιστικών δυνάμεων, οι οποίες κάθε
άλλο παρά προτίθενται να υποστείλουν τη σημαία της "εθνικής κυριαρχίας”
ενώπιον της ευρωενωσιακής ενοποιητικής διαδικασίας και που
αντιμετωπίζουν με ανοιχτή καχυποψία τους σχεδιασμούς Βερολίνου και
Βρυξελλών. Οι "καλοί μαθητές” των κοινών περισταλτικών οικονομικών
πολιτικών, που εξέπεμπαν τις γνωστές απαξιωτικές δηλώσεις έναντι της
Ελλάδας (αλλά φρονίμως κρατιούνται στην πλειοψηφία τους εκτός του κοινού
νομίσματος), βρέθηκαν αίφνης να εξεγείρονται στην πιθανότητα εκχώρησης
κυριαρχίας επί θεμάτων που άπτονται της εθνικής τους ταυτότητας, όπως το
σχέδιο μετεγκατάστασης προσφύγων της Κομισιόν.
Το κλίμα αυτό προκύπτει καταρχήν από το
μένος που επικρατεί στους πληθυσμούς των χωρών αυτών εναντίον των δικών
τους "αλαζονικών” ελίτ και της κεντροαριστεράς, η οποία σε μια
προηγούμενη φάση ηγήθηκε πολιτικών με μεγάλο κοινωνικό κόστος και
σημαδεύτηκε από μεγάλα σκάνδαλα διαφθοράς. Όπως έχει επισημανθεί, είναι
κάπως υποκριτικό να ανησυχούν τώρα οι Βρυξέλλες
για το κράτος δικαίου στην Πολωνία, όταν το 2014, πριν την κατάκτηση
της απόλυτης πλειοψηφίας από το κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης και στα δύο
σώματα του κοινοβουλίου, η χώρα συγκλονίσθηκε από την καταδίωξη των
μέσων ενημέρωσης που αποκάλυψαν υποκλαπείσες συνομιλίες, στις οποίες
λ.χ. ο κεντρικός τραπεζίτης υποσχόταν στον υπουργό Εσωτερικών τη μείωση
των επιτοκίων με αντάλλαγμα την αύξηση των εξουσιών του και την
απομάκρυνση του ενοχλητικού υπουργού Οικονομικών.
Περαιτέρω επιπλοκές δημιουργεί η
ρωσοφοβική υστερία που κυριαρχεί στην Πολωνία, "ανεβάζοντας τις μετοχές”
της χώρας στο ατλαντικό "χρηματιστήριο” και εντείνοντας την καχυποψία
έναντι του δεκτικού προς τη συνεργασία με τη Ρωσία Βερολίνου. Μάλιστα, η
κυβέρνηση της Πολωνίας παρεμβλήθηκε στη συζήτηση για το "βρετανικό
ζήτημα” απευθύνοντας στον David Cameron την εκρηκτική πρόταση να
στηρίξει τις θέσεις του στην διαπραγμάτευση με την Ε.Ε., υπό τον όρο ότι
το Λονδίνο θα συναινέσει στη μόνιμη στάθμευση νατοϊκών δυνάμεων στο
πολωνικό έδαφος.