Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΕΛΛΙΣ
www.kathimerini.gr
Η Ουάσιγκτον φαίνεται να ξεπερνά σιγά σιγά τον έντονο προβληματισμό που υπήρχε στην αρχή για τις προθέσεις και την πολιτική στόχευση του Αλέξη Τσίπρα.
Συγκεκριμένα, μετά τη «στροφή» του Ιουλίου, αρχίζει να τον βλέπει ως συνομιλητή που σταδιακά δείχνει πρόθυμος να συνεργασθεί για τη διαχείριση περιφερειακών προβλημάτων που απασχολούν έντονα και τις ΗΠΑ. Μεταξύ αυτών, άμεσης προτεραιότητας ζήτημα θεωρείται η διαχείριση του προσφυγικού. Εξακολουθεί, πάντως, να επικρατεί μια αίσθηση ρευστότητας, και μέσα από αυτό το πρίσμα αξιωματούχοι που γνωρίζουν καλά την Ελλάδα παραμένουν προσεκτικοί και αναμένουν τα δείγματα γραφής του κ. Τσίπρα στα επιμέρους ζητήματα, στα οποία, εκτός της ασφάλειας και του προσφυγικού, περιλαμβάνεται, φυσικά, και η σταθεροποίηση της οικονομίας.
Η ανάλυση που γίνεται στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και σε άλλα υπουργεία είναι πως, μετά την αρχική «ταραχώδη» περίοδο Βαρουφάκη, ο κ. Τσίπρας έκανε τη στρατηγική επιλογή να παραμείνει στην Ευρωζώνη ως ισότιμο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας, και αυτή η εξέλιξη συνάδει με τη συνολική προσέγγιση της Αμερικής. Η κυβέρνηση Ομπάμα πίεζε από την αρχή για τη μη διάσπαση της Ευρωζώνης, θεωρώντας ότι μια τέτοια εξέλιξη εγκυμονούσε κινδύνους για την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα. Στάση που είχαν επιβεβαιώσει οι επανειλημμένες και ενίοτε έντονες παρεμβάσεις τόσο του ίδιου του προέδρου όσο και των υπουργών Οικονομικών, Γκάιτνερ στην αρχή και Λιου στη συνέχεια, οι οποίες αφορούσαν πρωτίστως τη «μεγάλη εικόνα» της ενότητας της Ευρώπης, αλλά εκ των πραγμάτων λειτουργούσαν υποβοηθητικά για την Ελλάδα και την παραμονή της στο ευρώ.
Στην Ουάσιγκτον βλέπουν τον κ. Τσίπρα, σε αυτή τη φάση, ως κυρίαρχο του πολιτικού σκηνικού, από το οποίο απουσιάζει η ουσιαστική αντιπολίτευση –με δεδομένο τον σταθεροποιητικό και θεσμικό ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εκφράζουν προβληματισμό για τις εξελίξεις στη Νέα Δημοκρατία– και παρά τις ιδεολογικές αποκλίσεις και τη συχνά υπερβολική ρητορική του πρωθυπουργού, η θέση αξιωματούχων συνοψίζεται στο συμπέρασμα πως «εάν μπορέσει να κάνει αυτά που έπρεπε αλλά δεν μπόρεσαν οι προκάτοχοί του, τόσο το καλύτερο». Αυτό που τονίζουν είναι ότι σημασία έχει να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις και όχι ποιος θα τις κάνει. Παρά την επαναστατική ρητορική και το μάλλον οξύμωρο υπουργοί που υπογράφουν και βουλευτές που ψηφίζουν μέτρα, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, ταυτόχρονα να τα αμφισβητούν, εστιάζουν στο «τι γίνεται, όχι στο τι λέγεται». Είναι κάτι που έχουν μάθει από τη δεκαετία του ‘80 και την αποτίμηση των δράσεων του Ανδρέα Παπανδρέου. Από την έξοδο από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ μέχρι την αποχώρηση των βάσεων, υπήρχε τέτοια αναντιστοιχία λόγων και έργων, που για να μπορέσουν να λειτουργήσουν αναγκάσθηκαν να υιοθετήσουν έναν «διαφορετικό» τρόπο ερμηνείας των εξαγγελιών Ελλήνων ηγετών.
Ενεργειακή συνεργασία
Στην οικονομία και σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, πέραν της πρόθεσης ενεργειακής συνεργασίας με τη μεταφορά αμερικανικού σχιστολιθικού αερίου στα Βαλκάνια μέσω της Αλεξανδρούπολης, ζητούν να υπάρχει διαφάνεια σε διαγωνισμούς του Δημοσίου όπου εμπλέκονται ξένες εταιρείες, καθώς θεωρούν ότι πολλές φορές στο παρελθόν αμερικανικές επιχειρήσεις που διεκδικούσαν συμβόλαια έπεφταν θύματα παρασκηνιακών διακανονισμών.
Πολύ έντονος είναι ο προβληματισμός σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του προσφυγικού. Αφού τονίζουν ότι πρόκειται όχι απλά για ένα ελληνικό, αλλά για ευρωπαϊκό και ουσιαστικά παγκόσμιο ζήτημα, δεν κρύβουν τη βαθιά τους ανησυχία και επιθυμούν να υπάρξει και να λειτουργήσει πειστικά και αποτελεσματικά ένα πλήρες σύστημα καταγραφής και ταυτοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό πιέζουν –αυτό δεν περιορίζεται στην Ελλάδα, αλλά αφορά τη γενικότερη συνεργασία των ΗΠΑ με την Ε.Ε.– για την ευρύτερη και ταχύτερη ανταλλαγή πληροφοριών: «Οσο περισσότερα στοιχεία διαθέτουμε και όσο περισσότερα από αυτά μοιραζόμαστε, τόσο πιο αποτελεσματικοί θα είμαστε στον κοινό στόχο της αποτροπής τρομοκρατικών επιθέσεων».
Τέλος, στο πλαίσιο αυτό υπογραμμίζουν την ανάγκη αντικατάστασης των πεπαλαιωμένων ελληνικών ταυτοτήτων, από άλλες, νέας τεχνολογίας που δεν επιτρέπει «αλλοιώσεις». Είναι κάτι που η ελληνική κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να διορθώσει σύντομα.
www.kathimerini.gr
Η Ουάσιγκτον φαίνεται να ξεπερνά σιγά σιγά τον έντονο προβληματισμό που υπήρχε στην αρχή για τις προθέσεις και την πολιτική στόχευση του Αλέξη Τσίπρα.
Συγκεκριμένα, μετά τη «στροφή» του Ιουλίου, αρχίζει να τον βλέπει ως συνομιλητή που σταδιακά δείχνει πρόθυμος να συνεργασθεί για τη διαχείριση περιφερειακών προβλημάτων που απασχολούν έντονα και τις ΗΠΑ. Μεταξύ αυτών, άμεσης προτεραιότητας ζήτημα θεωρείται η διαχείριση του προσφυγικού. Εξακολουθεί, πάντως, να επικρατεί μια αίσθηση ρευστότητας, και μέσα από αυτό το πρίσμα αξιωματούχοι που γνωρίζουν καλά την Ελλάδα παραμένουν προσεκτικοί και αναμένουν τα δείγματα γραφής του κ. Τσίπρα στα επιμέρους ζητήματα, στα οποία, εκτός της ασφάλειας και του προσφυγικού, περιλαμβάνεται, φυσικά, και η σταθεροποίηση της οικονομίας.
Η ανάλυση που γίνεται στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και σε άλλα υπουργεία είναι πως, μετά την αρχική «ταραχώδη» περίοδο Βαρουφάκη, ο κ. Τσίπρας έκανε τη στρατηγική επιλογή να παραμείνει στην Ευρωζώνη ως ισότιμο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας, και αυτή η εξέλιξη συνάδει με τη συνολική προσέγγιση της Αμερικής. Η κυβέρνηση Ομπάμα πίεζε από την αρχή για τη μη διάσπαση της Ευρωζώνης, θεωρώντας ότι μια τέτοια εξέλιξη εγκυμονούσε κινδύνους για την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα. Στάση που είχαν επιβεβαιώσει οι επανειλημμένες και ενίοτε έντονες παρεμβάσεις τόσο του ίδιου του προέδρου όσο και των υπουργών Οικονομικών, Γκάιτνερ στην αρχή και Λιου στη συνέχεια, οι οποίες αφορούσαν πρωτίστως τη «μεγάλη εικόνα» της ενότητας της Ευρώπης, αλλά εκ των πραγμάτων λειτουργούσαν υποβοηθητικά για την Ελλάδα και την παραμονή της στο ευρώ.
Στην Ουάσιγκτον βλέπουν τον κ. Τσίπρα, σε αυτή τη φάση, ως κυρίαρχο του πολιτικού σκηνικού, από το οποίο απουσιάζει η ουσιαστική αντιπολίτευση –με δεδομένο τον σταθεροποιητικό και θεσμικό ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εκφράζουν προβληματισμό για τις εξελίξεις στη Νέα Δημοκρατία– και παρά τις ιδεολογικές αποκλίσεις και τη συχνά υπερβολική ρητορική του πρωθυπουργού, η θέση αξιωματούχων συνοψίζεται στο συμπέρασμα πως «εάν μπορέσει να κάνει αυτά που έπρεπε αλλά δεν μπόρεσαν οι προκάτοχοί του, τόσο το καλύτερο». Αυτό που τονίζουν είναι ότι σημασία έχει να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις και όχι ποιος θα τις κάνει. Παρά την επαναστατική ρητορική και το μάλλον οξύμωρο υπουργοί που υπογράφουν και βουλευτές που ψηφίζουν μέτρα, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, ταυτόχρονα να τα αμφισβητούν, εστιάζουν στο «τι γίνεται, όχι στο τι λέγεται». Είναι κάτι που έχουν μάθει από τη δεκαετία του ‘80 και την αποτίμηση των δράσεων του Ανδρέα Παπανδρέου. Από την έξοδο από την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ μέχρι την αποχώρηση των βάσεων, υπήρχε τέτοια αναντιστοιχία λόγων και έργων, που για να μπορέσουν να λειτουργήσουν αναγκάσθηκαν να υιοθετήσουν έναν «διαφορετικό» τρόπο ερμηνείας των εξαγγελιών Ελλήνων ηγετών.
Ενεργειακή συνεργασία
Στην οικονομία και σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, πέραν της πρόθεσης ενεργειακής συνεργασίας με τη μεταφορά αμερικανικού σχιστολιθικού αερίου στα Βαλκάνια μέσω της Αλεξανδρούπολης, ζητούν να υπάρχει διαφάνεια σε διαγωνισμούς του Δημοσίου όπου εμπλέκονται ξένες εταιρείες, καθώς θεωρούν ότι πολλές φορές στο παρελθόν αμερικανικές επιχειρήσεις που διεκδικούσαν συμβόλαια έπεφταν θύματα παρασκηνιακών διακανονισμών.
Πολύ έντονος είναι ο προβληματισμός σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του προσφυγικού. Αφού τονίζουν ότι πρόκειται όχι απλά για ένα ελληνικό, αλλά για ευρωπαϊκό και ουσιαστικά παγκόσμιο ζήτημα, δεν κρύβουν τη βαθιά τους ανησυχία και επιθυμούν να υπάρξει και να λειτουργήσει πειστικά και αποτελεσματικά ένα πλήρες σύστημα καταγραφής και ταυτοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό πιέζουν –αυτό δεν περιορίζεται στην Ελλάδα, αλλά αφορά τη γενικότερη συνεργασία των ΗΠΑ με την Ε.Ε.– για την ευρύτερη και ταχύτερη ανταλλαγή πληροφοριών: «Οσο περισσότερα στοιχεία διαθέτουμε και όσο περισσότερα από αυτά μοιραζόμαστε, τόσο πιο αποτελεσματικοί θα είμαστε στον κοινό στόχο της αποτροπής τρομοκρατικών επιθέσεων».
Τέλος, στο πλαίσιο αυτό υπογραμμίζουν την ανάγκη αντικατάστασης των πεπαλαιωμένων ελληνικών ταυτοτήτων, από άλλες, νέας τεχνολογίας που δεν επιτρέπει «αλλοιώσεις». Είναι κάτι που η ελληνική κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να διορθώσει σύντομα.