Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου - Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
Τον κίνδυνο διεθνούς διασυρμού, με απρόβλεπτες συνέπειες στην
άσκηση της εξωτερικής πολιτικής και στην εσωτερική ασφάλεια,
αντιμετωπίζει η Ελλάδα με αφορμή την υπόθεση Οτσαλάν, που αναβιώνει σε
λίγες ημέρες στις αίθουσες του τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου
Αθηνών.
Επειτα από δαιδαλώδεις διαδικασίες επτά ετών, αναμένεται τελικώς να εκδικαστεί στις 9 Νοεμβρίου η αγωγή που είχε υποβάλει τον Δεκέμβριο του 2008 ο Κούρδος ηγέτης εναντίον του ελληνικού Δημοσίου εγκαλώντας το για παράνομη συμπεριφορά, παραβίαση των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πλήθος άλλων αξιόποινων πράξεων, συνεπεία των οποίων «το ελληνικό κράτος από κοινού με τις κενυατικές Αρχές και προφανώς με τις αμερικανικές οργάνωσαν την παράδοσή μου στο τουρκικό κράτος», τον Φεβρουάριο του 1999.
ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ
Η οικονομική αξίωση του Οτσαλάν είναι συμβολική (20.100 ευρώ). Αν όμως καταδικαστεί το Δημόσιο, τότε ανοίγει ακόμη ένα παράθυρο για τον επί μακρόν διεθνή δικαστικό αγώνα του, καθώς παραμένει έγκλειστος επί 16 χρόνια στις φυλακές της νήσου Ιμραλί, «τις οποίες οι τουρκικές Αρχές είχαν φροντίσει να εκκενώσουν πριν από την παράδοσή μου». Αξίζει να σημειωθεί ότι, στο μεσοδιάστημα από τον χρόνο υποβολής της αγωγής έχουν εκδοθεί πλήθος αποφάσεων, εγχωρίως και διεθνώς, υπέρ των προσφύγων, ενώ αναθεωρήθηκαν επί τα βελτίω οι προστατευτικές δικλίδες για τους αιτούντες άσυλο που διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο ζωής.
Στο δικόγραφο περιγράφεται η οδύσσεια του ηγέτη του ΡΚΚ από τον Οκτώβριο του 1998, όταν απελάθηκε από τη Συρία, μέχρι την ημερομηνία της σύλληψής του. Συνοπτικώς, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται, ο Οτσαλάν ήλθε στην Ελλάδα στις 9 Οκτωβρίου 1998, έπειτα από συνάντηση στη Δαμασκό με τον βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Κων. Μπαντουβά, «ο οποίος με διαβεβαίωσε, εκ μέρους των ελληνικών Αρχών, ότι μπορώ να έλθω και να λάβω άσυλο». Οταν προσγειώθηκε όμως στο αεροδρόμιο, με ιδιωτικό αεροσκάφος, όπου τον περίμενε ο διοικητής της ΕΥΠ, Χ. Σταυρακάκης (απεβίωσε το 2007), «άκουσα έκπληκτος τον διοικητή να μου λέει ότι δεν πρόκειται τελικά να με δεχθούν».
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Ακολούθως, μετέβη στη Ρωσία, όπου ζήτησε άσυλο. «Το ρωσικό Κοινοβούλιο όντως έκανε δεκτό το αίτημά μου να αναγνωριστώ ως πολιτικός πρόσφυγας… Ομως, η κυβέρνηση Πριμακόφ αρνήθηκε να εφαρμόσει την απόφαση αυτή» και έτσι τον Νοέμβριο μετέβη στην Ιταλία, όπου παρέμεινε για δύο μήνες. Στις 11 Δεκεμβρίου τον επισκέφθηκαν στη Ρώμη (σ.σ.: «χωρίς δική μου πρόσκληση») ο αντιπρόεδρος της Βουλής, Π. Σγουρίδης, με τον απόστρατο αρχιπλοίαρχο Αντ. Ναξάκη, τον Κ. Μπαντουβά και τον ταγματάρχη Σάββα Καλεντερίδη, «οι οποίοι μού δήλωσαν ότι έρχονται με εντολή του υπουργού Εξωτερικών, Θόδωρου Πάγκαλου (…) και μου κατέστησαν σαφές ότι η Ελλάδα θα ήταν στο πλευρό μου».
Στις 31 Ιανουαρίου 1999, δόθηκε εντολή από τον διοικητή της ΕΥΠ για μεταφορά του Κούρδου ηγέτη στο Μινσκ της Λευκορωσίας, με τη συνοδεία του Σ. Καλεντερίδη και ενός Κύπριου επιχειρηματία, επίσης στελέχους της ΕΥΠ. Κατά τη διάρκεια της πτήσης, ο Καλεντερίδης και ο Κύπριος τον ενημέρωσαν ότι απέβησαν άκαρπες οι διαπραγματεύσεις με τους Λευκορώσους, αφού δεν δέχθηκαν την εκεί παραμονή του, ενώ διεξήχθησαν άλλες συνομιλίες για τη μετάβασή του στην Ολλανδία, «αλλά το σχέδιο πτήσης δεν εγκρίθηκε από τους Ολλανδούς».
Την επόμενη ημέρα και ενώ το αεροπλάνο είχε επιστρέψει στο Μινσκ, πραγματοποίησε νέα πτήση για Κέρκυρα, όπου ο Οτσαλάν πληροφορήθηκε από τον διοικητή της ΕΥΠ ότι θα τον μετέφεραν με ασφάλεια στη Νότιο Αφρική.
Επειτα από δαιδαλώδεις διαδικασίες επτά ετών, αναμένεται τελικώς να εκδικαστεί στις 9 Νοεμβρίου η αγωγή που είχε υποβάλει τον Δεκέμβριο του 2008 ο Κούρδος ηγέτης εναντίον του ελληνικού Δημοσίου εγκαλώντας το για παράνομη συμπεριφορά, παραβίαση των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πλήθος άλλων αξιόποινων πράξεων, συνεπεία των οποίων «το ελληνικό κράτος από κοινού με τις κενυατικές Αρχές και προφανώς με τις αμερικανικές οργάνωσαν την παράδοσή μου στο τουρκικό κράτος», τον Φεβρουάριο του 1999.
ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ
Η οικονομική αξίωση του Οτσαλάν είναι συμβολική (20.100 ευρώ). Αν όμως καταδικαστεί το Δημόσιο, τότε ανοίγει ακόμη ένα παράθυρο για τον επί μακρόν διεθνή δικαστικό αγώνα του, καθώς παραμένει έγκλειστος επί 16 χρόνια στις φυλακές της νήσου Ιμραλί, «τις οποίες οι τουρκικές Αρχές είχαν φροντίσει να εκκενώσουν πριν από την παράδοσή μου». Αξίζει να σημειωθεί ότι, στο μεσοδιάστημα από τον χρόνο υποβολής της αγωγής έχουν εκδοθεί πλήθος αποφάσεων, εγχωρίως και διεθνώς, υπέρ των προσφύγων, ενώ αναθεωρήθηκαν επί τα βελτίω οι προστατευτικές δικλίδες για τους αιτούντες άσυλο που διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο ζωής.
Στο δικόγραφο περιγράφεται η οδύσσεια του ηγέτη του ΡΚΚ από τον Οκτώβριο του 1998, όταν απελάθηκε από τη Συρία, μέχρι την ημερομηνία της σύλληψής του. Συνοπτικώς, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται, ο Οτσαλάν ήλθε στην Ελλάδα στις 9 Οκτωβρίου 1998, έπειτα από συνάντηση στη Δαμασκό με τον βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Κων. Μπαντουβά, «ο οποίος με διαβεβαίωσε, εκ μέρους των ελληνικών Αρχών, ότι μπορώ να έλθω και να λάβω άσυλο». Οταν προσγειώθηκε όμως στο αεροδρόμιο, με ιδιωτικό αεροσκάφος, όπου τον περίμενε ο διοικητής της ΕΥΠ, Χ. Σταυρακάκης (απεβίωσε το 2007), «άκουσα έκπληκτος τον διοικητή να μου λέει ότι δεν πρόκειται τελικά να με δεχθούν».
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Ακολούθως, μετέβη στη Ρωσία, όπου ζήτησε άσυλο. «Το ρωσικό Κοινοβούλιο όντως έκανε δεκτό το αίτημά μου να αναγνωριστώ ως πολιτικός πρόσφυγας… Ομως, η κυβέρνηση Πριμακόφ αρνήθηκε να εφαρμόσει την απόφαση αυτή» και έτσι τον Νοέμβριο μετέβη στην Ιταλία, όπου παρέμεινε για δύο μήνες. Στις 11 Δεκεμβρίου τον επισκέφθηκαν στη Ρώμη (σ.σ.: «χωρίς δική μου πρόσκληση») ο αντιπρόεδρος της Βουλής, Π. Σγουρίδης, με τον απόστρατο αρχιπλοίαρχο Αντ. Ναξάκη, τον Κ. Μπαντουβά και τον ταγματάρχη Σάββα Καλεντερίδη, «οι οποίοι μού δήλωσαν ότι έρχονται με εντολή του υπουργού Εξωτερικών, Θόδωρου Πάγκαλου (…) και μου κατέστησαν σαφές ότι η Ελλάδα θα ήταν στο πλευρό μου».
Στις 31 Ιανουαρίου 1999, δόθηκε εντολή από τον διοικητή της ΕΥΠ για μεταφορά του Κούρδου ηγέτη στο Μινσκ της Λευκορωσίας, με τη συνοδεία του Σ. Καλεντερίδη και ενός Κύπριου επιχειρηματία, επίσης στελέχους της ΕΥΠ. Κατά τη διάρκεια της πτήσης, ο Καλεντερίδης και ο Κύπριος τον ενημέρωσαν ότι απέβησαν άκαρπες οι διαπραγματεύσεις με τους Λευκορώσους, αφού δεν δέχθηκαν την εκεί παραμονή του, ενώ διεξήχθησαν άλλες συνομιλίες για τη μετάβασή του στην Ολλανδία, «αλλά το σχέδιο πτήσης δεν εγκρίθηκε από τους Ολλανδούς».
Την επόμενη ημέρα και ενώ το αεροπλάνο είχε επιστρέψει στο Μινσκ, πραγματοποίησε νέα πτήση για Κέρκυρα, όπου ο Οτσαλάν πληροφορήθηκε από τον διοικητή της ΕΥΠ ότι θα τον μετέφεραν με ασφάλεια στη Νότιο Αφρική.
Κορύφωση του δράματος στην ΑφρικήΚαι μια λεπτομέρεια που έως σήμερα δεν έχει αναδειχθεί: Ο Οτσαλάν στις 2 Φεβρουαρίου ταξίδεψε από την Ελλάδα στην Κένυα με πλαστό κυπριακό διαβατήριο (C015918), «το οποίο φυσικά μου προμήθευσαν οι ελληνικές Αρχές», ως Λάζαρος Μαύρου. Στη γλώσσα της κατασκοπείας «Μαύρος» είναι ο επικίνδυνος αλλοδαπός και «Λάζαρος» ο εντοπισθείς καταζητούμενος.
Για το κομμάτι της περιπέτειάς του στην Αφρική, ο Α. Οτσαλάν υποστηρίζει: «Ενημερώθηκα για πρώτη φορά ότι το ταξίδι μου προς τη Ν. Αφρική θα είχε ενδιάμεσο σταθμό αρκετών ημερών στην Κένυα όταν είχα ήδη επιβιβασθεί στο αεροπλάνο, ώστε να μην μπορώ να αντιδράσω, αφού ήταν γνωστό σε όλους ότι η Κένυα αποτελούσε κέντρο των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών». Φτάνοντας στο Ναϊρόμπι, διέμεινε στην κατοικία του Ελληνα πρέσβη, αλλά μετά από μέρες διαπίστωσε πως «δεν πραγματοποιήθηκε καμία επαφή μεταξύ ελληνικών Αρχών και Ν. Αφρικής, ώστε να μου χορηγήσει πολιτικό άσυλο η τελευταία». Παράλληλα, η Αθήνα ζήτησε τη μετακίνησή του από την πρεσβευτική κατοικία «σε κάποιο αγρόκτημα στην Κένυα».
Και ενώ προτάθηκε από την ελληνική πρεσβεία «να με παραδώσουν στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, στα κτίρια του Οργανισμού στο Ναϊρόμπι, όπου εκείνη την ημέρα βρίσκονταν εκεί 150 υπουργοί Εξωτερικών από όλο τον κόσμο, το ελληνικό ΥΠ.ΕΞ. απέρριψε το αίτημα, εμμένοντας στην απομάκρυνσή μου πάση θυσία από τον χώρο της πρεσβευτικής κατοικίας». Το πρωί της 15ης Φεβρουαρίου 1999, «ημερομηνία την οποία το ΥΠ.ΕΞ. και η ΕΥΠ είχαν θέσει ως καταληκτική ημερομηνία για την εκδίωξή μας (σ.σ.: Ο Οτσαλάν συνοδευόταν από 4 ομοεθνείς του φρουρούς)», ο Καλεντερίδης τού δήλωσε ότι ο Θ. Πάγκαλος του είχε εξασφαλίσει άσυλο στην Ολλανδία και έτσι κάμφθηκε η άρνησή του.
Αμέσως μετά την έξοδό του, δύο Κενυάτες αστυνομικοί τον επιβίβασαν σε όχημά τους, με προορισμό το αεροδρόμιο του Ναϊρόμπι, ενώ οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση επιβιβάστηκαν σε τέσσερα άλλα αυτοκίνητα. Φτάνοντας εκεί, το όχημά του αποσπάστηκε από την υπόλοιπη αυτοκινητοπομπή «και κατευθύνθηκε σε σταθμευμένο αεροπλάνο, όπου οι συνοδοί μου με παρέδωσαν σε εκπροσώπους του τουρκικού κράτους».