Μπορεί η Τουρκία να μην είχε ποτέ πριν
τόσο σημαντικές εκλογές όσο αυτές της Κυριακής. Ίσως οι ψηφοφόροι
αποφασίσουν εάν μια χώρα που έχει ισχυρούς δεσμούς με τη Δύση σε θέμα
οικονομίας και ασφάλειας, θα διολισθήσει στη σεχταριστική βία και
αυταρχική πολιτική της Μέσης Ανατολής. Ήδη, η σημερινή Τουρκία μοιάζει πολύ με
εκείνη του 1990, όταν στα ανατολικά μαινόταν ο πόλεμος με τους μαχητές
της κουρδικής μειονότητας της χώρας. Όταν το σκιώδες, "βαθύ κράτος" των
δυνάμεων ασφαλείας, των εθνικιστών και των εγκληματιών εφάρμοζε το
δίκαιο της μαφίας. Όταν οι γειτονικές χώρες, από την Ελλάδα έως τη
Συρία, ήταν εχθρικές και η οικονομία καχεκτική.
Αυτή είναι μια αχρείαστη τραγωδία για
μια πολλά υποσχόμενη χώρα. Ο Πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan κυριάρχησε
στην τουρκική πολιτική σκηνή κυρίως επειδή έδωσε τέλος στην πολιτική και
οικονομική αστάθεια της δεκαετίας του 1990, προσελκύοντας επενδύσεις
και ανάπτυξη τη δεκαετία που ακολούθησε. Τα τελευταία τρία χρόνια,
ωστόσο, η πρόοδος αυτή έχει εξανεμιστεί.
Τώρα ο Erdogan ζητά από τους ψηφοφόρους
να τον αφήσουν να επιβάλλει ξανά την τάξη, χαρίζοντας στο κόμμα του
συντριπτική πλειοψηφία. Ωστόσο,ακριβώς αυτή η αποφασιστικότητα του
προέδρου να συγκεντρώσει όλους τους μοχλούς της εξουσίας στα χέρια του
που έφερε τις αναταραχές στην Τουρκία. Στις τελευταίες εκλογές, μόλις
πριν από τέσσερις μήνες, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Erdogan
(AKP) δεν κατάφερε να κερδίσει αρκετές ψήφους για να κυβερνήσει αμέσως.
Προκειμένου να αποφύγει να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού, ο πρόεδρος
κανόνισε την ψηφοφορία της 1η Νοεμβρίου αφυπνίζοντας στο μεταξύ τα
εθνικό αίσθημα ενάντια στην μεγάλη κουρδική μειονότητα της χώρας, το
Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) της οποίας στέρησε από το ΑΚΡ την
πλειοφηφία τον Ιούνιο.
Τώρα, το τουρκικό κράτος συμμετέχει και
πάλι σε έναν πόλεμο κόντρα στους ένοπλους αντάρτες από το Εργατικό Κόμμα
του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), σκοτώνοντας εκατοντάδες. Η πολεμική αεροπορία της
Τουρκίας βομβαρδίζει βάσεις του ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ και η στρατιωτική
αστυνομία καταστέλλει τις διαδηλώσεις των Κούρδων σε όλο το ανατολικό
τμήμα της χώρας. Ο Erdogan θα πρέπει να σταματήσει τους βομβαρδισμούς
και να επανεκκινήσει την ειρηνευτική διαδικασία με το PKK που τόσο πολύ
κυνήγησε τα προηγούμενα έτη.
Η Τουρκία αρχίζει να αποκτά επικίνδυνη
πόλωση. Ακόμη και η επίθεση της 10ης Οκτωβρίου στη διάρκεια πορείας για
την ειρήνη στην πρωτεύουσα, όταν βομβιστές αυτοκτονίας μεταξύ των οποίων
βρισκόταν και ένα γνωστό μέλος του Ισλαμικού Κράτους σκότωσαν 102
ανθρώπους, δεν κατάφερε να ενώσει τη χώρα υπό τη σκέπη του θρήνου. Οι
φίλαθλοι του ποδοσφαίρου στην συντηρητική πόλη του Ικονίου σφύριζαν και
αποδοκίμαζαν στη διάρκεια του ενός λεπτού σιγής για τους νεκρούς, οι
περισσότεροι από τους οποίους ήταν Κούρδοι και σεχταριστές τους οποίους
βλέπουν τώρα ως εχθρούς. Ο διαρκής, αλλόκοτος ισχυρισμός της κυβέρνησης
ότι η επίθεση οργανώθηκε από το PKK, Κούρδους της βόρειας Συρίας και την
υπηρεσία πληροφοριών της Συρίας, συνωμοτικά με το Ισλαμικό Κράτος,
διαίρεσε το έθνος σε σχέση με το ποιος ευθύνεται για την επίθεση.
Το PKK είναι τρομοκράτες. Αλλά η σύλληψη
Κούρδων πολιτικών σαν να είναι και αυτοί τρομοκράτες, είναι λάθος.
Κούρδοι των ανατολικών πόλεων μετακινήθηκαν για να ρίξουν τα οδοφράγματα
ενάντια στο στρατό. Την ίδια στιγμή, η τουρκική στήριξη των ριζοσπαστών
Ισλαμιστών στη Συρία και η προφανής αδιαφορίας για το Ισλαμικό Κράτος
σπρώχνει τη χώρα στη σεχταριστική ρουφήχτρα της Μέσης Ανατολής.
Δεν είναι πολύ αργά για αλλαγή πορείας.
Το καλύτερο αποτέλεσμα για τις εκλογές της Κυριακής θα είναι οι Τούρκοι
να αποφύγουν το εθνοτικό και θρησκευτικό μίσους με το να εκλέξουν, όπως
έκαναν τον Ιούνιο, στελέχη και από τα δύο κόμματα –και του Erdogan και
του κουρδικού κόμματος μειονότητας. Με μια κυβέρνηση συνασπισμού στην
εξουσία, η Τουρκία δεν θα επιτρέπει πλέον σε έναν μόνο άνθρωπο να έχει
πολιτικό έλεγχο επί των εισαγγελέων, των δικαστηρίων και άλλων φορέων, η
ανεξαρτησία των οποίων κρίνεται απαραίτητη για τη δημοκρατία. Η χώρα θα
μπορούσε ακόμη και να κερδίσει πίσω τον πλουραλισμό και την ανοχή
απέναντι στη διαφωνία, με τα οποία ο ίδιος ο Erdogan έδειχνε κάποτε να
συμφωνεί.