Ηδη από το 1925-26, δηλαδή ούτε καν τρία χρόνια μετά την άφιξη στην Ελλάδα των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής και των αναγκαστικά εκπατρισμένων λόγω της Συνθήκης της Λοζάνης, η χώρα ξεπερνούσε τις οικονομικές παρενέργειες μιας δεκαετούς σχεδόν -από το 1912 μέχρι το 1922- πολεμικής εμπλοκής. Ιδιο σκηνικό και στη Δυτική Γερμανία μετά το 1945, η οποία απορρόφησε τον κύριο όγκο των περίπου δέκα εκατομμυρίων Γερμανών που εκδιώχθηκαν βίαια από τη σημερινή Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την ΕΣΣΔ και άλλες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Αν πάμε προς τα πίσω θα δούμε τα κέρδη και τα οφέλη της Πρωσίας τον 18ο αιώνα από την απόφαση του βασιλιά Φρειδερίκου του Μεγάλου να δώσει άσυλο σε δεκάδες χιλιάδες Γάλλους προτεστάντες, αλλά και πιο νωρίς, τον 15ο αιώνα, όταν ο σουλτάνος κάλεσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τους σεφαραδίτες Εβραίους της Ισπανίας που έδιωχναν ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλλα, μια κίνηση ευεργετική για την ανάπτυξη του εμπορίου.
Οσο και αν αυτό εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο, η εισροή νέου κύματος προσφύγων-μεταναστών όχι μόνο δεν θα επιδεινώσει το ήδη υψηλό ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ-Ευρωζώνη, αλλά αντίθετα θα το συρρικνώσει: οι ανάγκες στέγασης και περίθαλψης των προσφύγων θα τονώσουν πολλούς τομείς της οικονομίας και θα στηρίξουν την ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ για να μην εγκλωβισθεί η Ευρωζώνη σε σπιράλ αποπληθωρισμού. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε αποκαλέσει τη μετανάστευση «ευλογία διά τον τόπον», για να γίνει στόχος σκληρής κριτικής από την Αριστερά. Σήμερα το κύμα προσφύγων μπορεί να γίνει διπλή «ευλογία» να αναζωογονήσει την ανάπτυξη στην ΕΕ, αλλά και να επιταχύνει τη δυναμική της πολιτικής ενοποίησης των 28 κρατών-μελών.
kapopoulos@pegasus.gr