Τα αρχεία του Σνόουντεν επιβεβαιώνουν την εμπλοκή της ελληνικής ΕΥΠ στο «σκάνδαλο Vodafone» του 2004
Νέα ντοκουμέντα από το αρχείο
Σνόουντεν που ήρθαν χτες στη δημοσιότητα αναθερμαίνουν το ενδιαφέρον για
τη σκοτεινή υπόθεση των υποκλοπών της εταιρείας Vodafone. Σύμφωνα με
αυτά τα ντοκουμέντα που παρουσίασαν ο Αγγελος Πετρόπουλος στην
«Καθημερινή» και ο James Bamford στο «The Intercept», ενισχύεται η
πεποίθηση ότι όλα ξεκίνησαν τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων της
Αθήνας, με τη στενή συνεργασία των ελληνικών και των αμερικανικών
μυστικών υπηρεσιών (ΕΥΠ και NSA-CIA).Τα νέα αυτά ντοκουμέντα αναφέρονται μόνο έμμεσα στο ζήτημα των
υποκλοπών, αλλά τεκμηριώνουν αυτή τη συνεργασία ήδη από το 2002 και έτσι
ανατρέπουν την εύκολη ερμηνεία ότι όλα έγιναν εν αγνοία των ελληνικών
αρχών. Με αυτό τον τρόπο δίνεται και μια έμμεση απάντηση στον τρόπο που
χειρίστηκαν μέχρι σήμερα την υπόθεση οι διαδοχικές κυβερνήσεις Ν.Δ. και
ΠΑΣΟΚ.
Κατά τα άλλα, τα εν λόγω ρεπορτάζ επαναλαμβάνουν τα ήδη γνωστά στοιχεία και δίνουν βάρος στον ρόλο του Ελληνοαμερικανού πράκτορα της CIA William Basil, για τον οποίο έχει ήδη εκδοθεί ένταλμα σύλληψης από τον περασμένο Φεβρουάριο. Σύμφωνα με σειρά στοιχείων που έχουμε κατά καιρούς φέρει στη δημοσιότητα από τις σελίδες του «Ιού», το χρονικό της υπόθεσης έχει ως εξής:
► Τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, όπως όλα τα έργα, έτσι και η ασφάλεια των Αγώνων ήταν ακόμα στον αέρα. Την κυβέρνηση Καραμανλή απασχολούσε ιδιαίτερα το ζήτημα του ελέγχου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων «υπόπτων» προσώπων.
Αυτό επιβεβαιώνεται από τηλεγράφημα του Associated Press με ημερομηνία 25.6.2004: «Ξεκίνησε η άσκηση οκτώ κρατών προκειμένου να ελεγχθεί η ασφάλεια των Αγώνων της Αθήνας και η κυβέρνηση επιθυμεί να επεκτείνει τις αρμοδιότητες επιτήρησης στον έλεγχο των τηλεφωνικών κλήσεων». Στο ίδιο τηλεγράφημα αναφέρεται ότι «η Αθήνα ξοδεύει περισσότερο από 1,2 δισ. δολάρια για την ασφάλεια των Αγώνων.
Η κυβέρνηση επιθυμεί να ελέγχει καλύτερα τις κλήσεις των κινητών και των σταθερών τηλεφώνων».
► Την ίδια περίοδο διαπιστώθηκε ότι το πολυδιαφημισμένο και χρυσοπληρωμένο σύστημα ηλεκτρονικού ελέγχου C4I δεν μπορούσε να καλύψει το ζήτημα της ασφάλειας.
► Ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης Γιώργος Βουλγαράκης κάλεσε τους εκπροσώπους των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας σε σύσκεψη και τους ζήτησε να προετοιμάσουν συστήματα «νομίμων συνακροάσεων» για τα δίκτυά τους. Η σύσκεψη αυτή δεν κατέληξε πουθενά, επειδή, σύμφωνα με τον κ. Βουλγαράκη, οι εταιρείες δεν ήταν διατεθειμένες να αναλάβουν το υπέρογκο κόστος εγκατάστασης λογισμικού συνακροάσεων, ενώ, κατά τον τότε διευθύνοντα σύμβουλο της Vodafone Γ. Κορωνιά, αυτό δεν έγινε, επειδή δεν υπήρχε τότε ακόμα το νομικό πλαίσιο που θα το επέτρεπε.
► Ειδικά στη Vodafone υπήρχε το σύστημα συνακροάσεων εγκατεστημένο από την Ericsson, αλλά δεν ήταν ενεργοποιημένο. Τον Ιούνιο τέθηκαν σε λειτουργία τα «τηλέφωνα σκιές» και, μέσω «παρείσακτου λογισμικού», ενεργοποιήθηκε αυτό το σύστημα. Είναι σαφές ότι αυτά όλα έγιναν επειδή δεν υπήρχε χρόνος (και χρήμα) για να ακολουθηθούν νόμιμες διαδικασίες.
Οι εξεταστικές επιτροπές και οι ανακρίσεις δεν έχουν καταλήξει αν και ποιοι γνώριζαν αυτή την παράκαμψη. Ωστόσο, δεν είναι πειστικός ο επίσημος ισχυρισμός του εκπροσώπου της Vodafone ότι η εταιρεία του δεν γνώριζε καν τη δυνατότητα του ήδη εγκατεστημένου λογισμικού της Ericsson να πραγματοποιεί συνακροάσεις εφόσον ενεργοποιηθεί.
► Η ύπαρξη του «παρείσακτου λογισμικού» αποκαλύφθηκε από υπαλλήλους της εταιρείας σε έναν έλεγχο ρουτίνας στις 4.3.2005. Στις 8.3.2005 διαγράφτηκε το λογισμικό αυτό, σβήνοντας έτσι και τα ίχνη όσων το είχαν εγκαταστήσει. Στις 9.3.2005 βρέθηκε απαγχονισμένος κάτω από παράξενες συνθήκες ο υπάλληλος της εταιρείας Κώστας Τσαλικίδης. Την αμέσως επόμενη ημέρα, ο κ. Κορωνιάς έσπευσε να ενημερώσει για την υπόθεση τον κ. Βουλγαράκη και τον διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου Γ. Αγγέλου. Την ίδια μέρα, εκδόθηκε το Π.Δ. 47 που επιτρέπει τις νόμιμες συνακροάσεις.
Αόρατο το πόρισμα
Ακόμα και σήμερα παραμένει επτασφράγιστο μυστικό το πόρισμα της ΕΥΠ για την υπόθεση των υποκλοπών, το οποίο παραδόθηκε στον κ. Βουλγαράκη στις 20.7.2005. Το πόρισμα αυτό δεν επιτράπηκε να το δει ούτε η ειδική επιτροπή της Βουλής ούτε και η αρμόδια ανεξάρτητη αρχή (ΑΔΑΕ). Ο Β. Πολύδωρας ήταν εκείνος που ως υπουργός Δημόσιας Τάξης αρνήθηκε να παραδώσει το πόρισμα με τη δικαιολογία ότι «για μένα το θέμα των υποκλοπών από πλευράς ΕΥΠ δεν έχει βάθος, δεν έχει ουσία, δεν έχει βαρύτητα». Να λοιπόν που σήμερα δημοσιοποιούνται νέα στοιχεία για την ευθύνη-συνενοχή της ΕΥΠ στο ζήτημα των υποκλοπών.
Οσο για τις αμερικανικές εταιρείες και ειδικά την NSA, η οποία φέρεται να συνεργάζεται με την ΕΥΠ στο στήσιμο των υποκλοπών, βρέθηκε κι εκείνη εκτεθειμένη, λίγους μήνες μετά την κορύφωση του ελληνικού σκανδάλου. Τον Δεκέμβριο του 2005 αποκαλύφθηκε ότι η NSA είχε εγκαταστήσει πρόγραμμα παράνομης παρακολούθησης τηλεφώνων Αμερικανών πολιτών.
Στην υπόθεση υπάρχει και μια παραπολιτική ουρά που αφορά τη σύνθεση της σημερινής κυβέρνησης, εφόσον για το ζήτημα των υποκλοπών δύο από τους σημερινούς υπουργούς έχουν στο παρελθόν καταφερθεί εναντίον τρίτου με σκληρές εκφράσεις και υπονοούμενα.
Στις 7.9.2009 ο Μάρκος Μπόλαρης και η Θεοδώρα Τζάκρη, μαζί με άλλους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, είχαν καταθέσει ερώτηση στην κυβέρνηση Καραμανλή για την τοποθέτηση του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου ως διοικητή της ΕΥΠ, κατηγορώντας τον εισαγγελέα για «προκλητική αρχειοθέτηση της υπόθεσης των υποκλοπών», και θεωρώντας ότι η τοποθέτηση αυτού του «εμπίστου» και «εκλεκτού» της κυβέρνησης «σήμανε την οριστική συγκάλυψη της υπόθεσης». Στην ερώτηση περιλαμβάνονταν και σειρά κρίσιμων ερωτημάτων σχετικά με τον θάνατο του Κώστα Τσαλικίδη, τα οποία κατά τους ερωτώντες δεν φρόντισε να διερευνήσει ο εισαγγελέας και ήδη αναπληρωτής υπουργός, αρμόδιος για Θέματα Διαφθοράς.
Κατά τα άλλα, τα εν λόγω ρεπορτάζ επαναλαμβάνουν τα ήδη γνωστά στοιχεία και δίνουν βάρος στον ρόλο του Ελληνοαμερικανού πράκτορα της CIA William Basil, για τον οποίο έχει ήδη εκδοθεί ένταλμα σύλληψης από τον περασμένο Φεβρουάριο. Σύμφωνα με σειρά στοιχείων που έχουμε κατά καιρούς φέρει στη δημοσιότητα από τις σελίδες του «Ιού», το χρονικό της υπόθεσης έχει ως εξής:
► Τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, όπως όλα τα έργα, έτσι και η ασφάλεια των Αγώνων ήταν ακόμα στον αέρα. Την κυβέρνηση Καραμανλή απασχολούσε ιδιαίτερα το ζήτημα του ελέγχου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων «υπόπτων» προσώπων.
Αυτό επιβεβαιώνεται από τηλεγράφημα του Associated Press με ημερομηνία 25.6.2004: «Ξεκίνησε η άσκηση οκτώ κρατών προκειμένου να ελεγχθεί η ασφάλεια των Αγώνων της Αθήνας και η κυβέρνηση επιθυμεί να επεκτείνει τις αρμοδιότητες επιτήρησης στον έλεγχο των τηλεφωνικών κλήσεων». Στο ίδιο τηλεγράφημα αναφέρεται ότι «η Αθήνα ξοδεύει περισσότερο από 1,2 δισ. δολάρια για την ασφάλεια των Αγώνων.
Η κυβέρνηση επιθυμεί να ελέγχει καλύτερα τις κλήσεις των κινητών και των σταθερών τηλεφώνων».
► Την ίδια περίοδο διαπιστώθηκε ότι το πολυδιαφημισμένο και χρυσοπληρωμένο σύστημα ηλεκτρονικού ελέγχου C4I δεν μπορούσε να καλύψει το ζήτημα της ασφάλειας.
► Ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης Γιώργος Βουλγαράκης κάλεσε τους εκπροσώπους των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας σε σύσκεψη και τους ζήτησε να προετοιμάσουν συστήματα «νομίμων συνακροάσεων» για τα δίκτυά τους. Η σύσκεψη αυτή δεν κατέληξε πουθενά, επειδή, σύμφωνα με τον κ. Βουλγαράκη, οι εταιρείες δεν ήταν διατεθειμένες να αναλάβουν το υπέρογκο κόστος εγκατάστασης λογισμικού συνακροάσεων, ενώ, κατά τον τότε διευθύνοντα σύμβουλο της Vodafone Γ. Κορωνιά, αυτό δεν έγινε, επειδή δεν υπήρχε τότε ακόμα το νομικό πλαίσιο που θα το επέτρεπε.
► Ειδικά στη Vodafone υπήρχε το σύστημα συνακροάσεων εγκατεστημένο από την Ericsson, αλλά δεν ήταν ενεργοποιημένο. Τον Ιούνιο τέθηκαν σε λειτουργία τα «τηλέφωνα σκιές» και, μέσω «παρείσακτου λογισμικού», ενεργοποιήθηκε αυτό το σύστημα. Είναι σαφές ότι αυτά όλα έγιναν επειδή δεν υπήρχε χρόνος (και χρήμα) για να ακολουθηθούν νόμιμες διαδικασίες.
Οι εξεταστικές επιτροπές και οι ανακρίσεις δεν έχουν καταλήξει αν και ποιοι γνώριζαν αυτή την παράκαμψη. Ωστόσο, δεν είναι πειστικός ο επίσημος ισχυρισμός του εκπροσώπου της Vodafone ότι η εταιρεία του δεν γνώριζε καν τη δυνατότητα του ήδη εγκατεστημένου λογισμικού της Ericsson να πραγματοποιεί συνακροάσεις εφόσον ενεργοποιηθεί.
► Η ύπαρξη του «παρείσακτου λογισμικού» αποκαλύφθηκε από υπαλλήλους της εταιρείας σε έναν έλεγχο ρουτίνας στις 4.3.2005. Στις 8.3.2005 διαγράφτηκε το λογισμικό αυτό, σβήνοντας έτσι και τα ίχνη όσων το είχαν εγκαταστήσει. Στις 9.3.2005 βρέθηκε απαγχονισμένος κάτω από παράξενες συνθήκες ο υπάλληλος της εταιρείας Κώστας Τσαλικίδης. Την αμέσως επόμενη ημέρα, ο κ. Κορωνιάς έσπευσε να ενημερώσει για την υπόθεση τον κ. Βουλγαράκη και τον διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου Γ. Αγγέλου. Την ίδια μέρα, εκδόθηκε το Π.Δ. 47 που επιτρέπει τις νόμιμες συνακροάσεις.
Αόρατο το πόρισμα
Ακόμα και σήμερα παραμένει επτασφράγιστο μυστικό το πόρισμα της ΕΥΠ για την υπόθεση των υποκλοπών, το οποίο παραδόθηκε στον κ. Βουλγαράκη στις 20.7.2005. Το πόρισμα αυτό δεν επιτράπηκε να το δει ούτε η ειδική επιτροπή της Βουλής ούτε και η αρμόδια ανεξάρτητη αρχή (ΑΔΑΕ). Ο Β. Πολύδωρας ήταν εκείνος που ως υπουργός Δημόσιας Τάξης αρνήθηκε να παραδώσει το πόρισμα με τη δικαιολογία ότι «για μένα το θέμα των υποκλοπών από πλευράς ΕΥΠ δεν έχει βάθος, δεν έχει ουσία, δεν έχει βαρύτητα». Να λοιπόν που σήμερα δημοσιοποιούνται νέα στοιχεία για την ευθύνη-συνενοχή της ΕΥΠ στο ζήτημα των υποκλοπών.
Οσο για τις αμερικανικές εταιρείες και ειδικά την NSA, η οποία φέρεται να συνεργάζεται με την ΕΥΠ στο στήσιμο των υποκλοπών, βρέθηκε κι εκείνη εκτεθειμένη, λίγους μήνες μετά την κορύφωση του ελληνικού σκανδάλου. Τον Δεκέμβριο του 2005 αποκαλύφθηκε ότι η NSA είχε εγκαταστήσει πρόγραμμα παράνομης παρακολούθησης τηλεφώνων Αμερικανών πολιτών.
Στην υπόθεση υπάρχει και μια παραπολιτική ουρά που αφορά τη σύνθεση της σημερινής κυβέρνησης, εφόσον για το ζήτημα των υποκλοπών δύο από τους σημερινούς υπουργούς έχουν στο παρελθόν καταφερθεί εναντίον τρίτου με σκληρές εκφράσεις και υπονοούμενα.
Στις 7.9.2009 ο Μάρκος Μπόλαρης και η Θεοδώρα Τζάκρη, μαζί με άλλους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, είχαν καταθέσει ερώτηση στην κυβέρνηση Καραμανλή για την τοποθέτηση του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου ως διοικητή της ΕΥΠ, κατηγορώντας τον εισαγγελέα για «προκλητική αρχειοθέτηση της υπόθεσης των υποκλοπών», και θεωρώντας ότι η τοποθέτηση αυτού του «εμπίστου» και «εκλεκτού» της κυβέρνησης «σήμανε την οριστική συγκάλυψη της υπόθεσης». Στην ερώτηση περιλαμβάνονταν και σειρά κρίσιμων ερωτημάτων σχετικά με τον θάνατο του Κώστα Τσαλικίδη, τα οποία κατά τους ερωτώντες δεν φρόντισε να διερευνήσει ο εισαγγελέας και ήδη αναπληρωτής υπουργός, αρμόδιος για Θέματα Διαφθοράς.