Οι χειρισμοί της ελληνικής κρίσης φέρνουν στην
επιφάνεια τα διαφορετικά οράματα Γαλλίας-Γερμανίας για το μέλλον της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ανάγκες του Βερολίνου και οι φόβοι του Νότου. Η
αμφισβήτηση της Κομισιόν και το γερμανικό μήνυμα στον Γιούνκερ.Γερμανική εφημερίδα δημοσίευσε ρεπορτάζ στις 30
Ιουλίου σύμφωνα με το οποίο ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ
Σόιμπλε θέλει να μεταφέρει την ευθύνη για την επιβολή κανόνων στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια νέα πολιτικά διαφανή υπηρεσία.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Σόιμπλε ανησυχεί για τη συμπεριφορά της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με την
Ελλάδα, θεωρώντας πως οι πιέσεις του συγκεκριμένου θεσμού για έναν
συμβιβασμό μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών της δεν συνάδει με τον
ρόλο του ως του βασικού οργάνου επιβολής των κανόνων της ΕΕ. Εκπρόσωπος
του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών επιβεβαίωσε
αργότερα πως ο Σόιμπλε πράγματι εξέφρασε ανησυχίες για τον διπλό ρόλο
της Κομισιόν, ως πολιτικού «παίκτη» και ως θεματοφύλακα των Συνθηκών της
ΕΕ, διέψευσε όμως τα σχέδια για την αφαίρεση εξουσιών από τις Βρυξέλλες.
Οι ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης είδαν την Κομισιόν ως τον υπέρτατο υπερεθνικό θεσμό:
ένα σώμα ειδημόνων που θα αντιδρούσε στα καθολικά συμφέροντα και όχι
στις εθνικές προτεραιότητες, τόσο προτείνοντας όσο και επιβάλλοντας
μέτρα που θα οδηγούσαν προοδευτικά σε ενοποίηση της Ευρώπης. Όταν η
ευρωπαϊκή οικονομική κρίση ήγειρε ερωτήματα αναφορικά με την αδύναμη
δημοκρατική νομιμοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κράτη μέλη αποφάσισαν
πως ο πρόεδρος της Κομισιόν δεν θα εκλέγεται πλέον από τους ηγέτες της
ΕΕ πίσω από κλειστές πόρτες, αλλά από το μεγαλύτερο κόμμα στο
Ευρωκοινοβούλιο.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είδε την αλλαγή ως μια ευκαιρία για έναν πιο εξέχοντα ρόλο στις υποθέσεις της Ευρώπης. Στα τέλη του 2014 οι Βρυξέλλες αποφάσισαν να δώσουν σε Γαλλία και Ιταλία περισσότερο χρόνο για να πετύχουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους. Στις αρχές του 2015, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ έγινε ένα από τα ελάχιστα φιλικά πρόσωπα που βρήκε η ελληνική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές της Αθήνας. Και τα δυο αυτά περιστατικά ανησύχησαν τη Γερμανία. Ξαφνικά, οι Βρυξέλλες ήταν υπερβολικά κοντά στη Μεσογειακή Ευρώπη και στα συμφέροντά της, και υπερβολικά μακριά από το όραμα του Βερολίνου για ένα ευρωπαϊκό μπλοκ που θα βασίζεται στην αυστηρή επιβολή των κανόνων.
Όμως η αμφισβήτηση του ρόλου της Κομισιόν, είναι μέρος μόνο μιας μεγαλύτερης διαμάχης στην Ευρώπη: την διαμάχη ως προς το πώς θα πρέπει να είναι το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χώρες της Βόρειας Ευρώπης θέλουν να αποτρέψουν το ευρωπαϊκό μπλοκ από το να μετατραπεί σε μια ένωση μεταβιβάσεων στην οποία ο πλούτος του Βορρά διανέμεται στον Νότο. Χώρες της Νότιας Ευρώπης θέλουν να αποτρέψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση από το να γίνει ένας άκαμπτος θεσμός στον οποίον τα βόρεια μέλη επιβάλουν πολιτικές στα νότια μέλη.
Οι διαμάχες αυτές έγιναν ξεκάθαρες την περασμένη εβδομάδα, όταν η Γαλλία πρότεινε τη δημιουργία ενός κοινοβουλίου της ευρωζώνης με έναν προϋπολογισμό της ευρωζώνης, και η Γερμανία αντέδρασε προτείνοντας τη θέσπιση ενός υπουργού Οικονομικών της ευρωζώνης που θα έχει εξουσία να παρεμβαίνει στους εθνικούς προϋπολογισμούς. Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί ανησυχούν για τις συνέπειες της ελληνικής κρίσης, όμως η αποτίμησή τους για το πρόβλημα είναι διαφορετική. Το ίδιο και οι προτάσεις τους για την επίλυσή της. Το Παρίσι φοβάται πως η Γερμανία είναι πρόθυμη να προκαλέσει ασφυξία σε έναν «αντάρτη» για να αποτρέψει την μετατροπή της Ευρώπης σε μια ένωση μεταβιβάσεων, ενώ το Βερολίνο ανησυχεί πως οι κανόνες της ΕΕ για το έλλειμμα και το χρέος έχουν γίνει άσχετοι.
Το Βερολίνο έχει δυο επιτακτικές ανάγκες-κλειδιά σε ότι αφορά την Ευρώπη: Χρειάζεται να προστατεύσει την συμφωνία ελεύθερου εμπορίου για να εξασφαλίσει αγορές για τις εξαγωγές της και να διατηρήσει μια σφαίρα επιρροής στην Ευρώπη, όμως χρειάζεται επίσης να προστατεύσει τον εθνικό της πλούτο. Για ιστορικούς λόγους, η Γερμανία πρέπει να είναι πολύ προσεκτική στην επιδίωξη αυτών των κάπως αντικρουόμενων συμφερόντων. Οι γείτονές της θα αντιδρούσαν έντονα αν αντιλαμβάνονταν τις ενέργειες της Γερμανίας ως μια προσπάθεια να ελέγξει την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο Σόιμπλε μοιράζονται αυτές τις επιτακτικές ανάγκες, όμως έχουν ελαφρώς διαφορετικές προσεγγίσεις. Η καγκελάριος ενδιαφέρεται να προστατεύσει την πολιτική και οικονομική επιρροή στην Ευρώπη και ο υπουργός Οικονομικών επικεντρώνεται στην ενίσχυση και διατήρηση της νομισματικής ένωσης. Η συνθηκολόγηση της Ελλάδας θεωρήθηκε νίκη για τον Σόιμπλε, αλλά πιθανότατα ήταν μια μεγαλύτερη νίκη για τη Μέρκελ. Ωστόσο, η συμπεριφορά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής –μαζί με ορισμένες πολιτικές της ΕΚΤ, όπως το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης- πάνε την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια κατεύθυνση που ανησυχεί τόσο τον Σόιμπλε όσο και τη Μέρκελ.
Η Γερμανία δεν χρειάζεται να ενεργήσει αμέσως. Η ανεργία της βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό και η οικονομία της αναπτύσσεται με αποδεκτούς ρυθμούς. Οι γερμανοί ψηφοφόροι είναι επιφυλακτικοί ως προς την χορήγηση βοήθειας στην Ελλάδα, όμως το συντηρητικό κόμμα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης είναι η δημοφιλέστερη πολιτική δύναμη στη χώρα. Η Γαλλία και η Ιταλία επικρίνουν τη Γερμανία όμως είναι πολύ αδύναμες για να αμφισβητήσουν την ηγεσία της στην Ευρώπη. Η Γερμανία ανησυχεί με τα πρόσφατα γεγονότα στην Ευρώπη, όμως η οικονομική σταθερότητά της προς το παρόν δεν κινδυνεύει. Θα χρειαζόταν μια σοβαρή οικονομική πτώση για να λάβει η Γερμανία μια δραστική απόφαση όπως η αποχώρησή της από τη νομισματική ένωση ή η προώθηση μέτρων που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν μεγάλες χώρες όπως η Γαλλία ή η Ιταλία.
Σε τελική ανάλυση, το Βερολίνο απέχει πολύ από το σημείο καμπής, όμως η Ελληνική κρίση το έφερε ένα βήμα πιο κοντά. Επιπλέον, είναι καλοκαίρι στην Ευρώπη και τα περισσότερα κοινοβούλια είναι κλειστά, το οποίο σημαίνει πως οι ηγέτες και στις δυο πλευρές του Ρήνου έχουν περιθώριο να κάνουν τολμηρές προτάσεις για το μέλλον της Ευρώπης. Η υποτιθέμενη πρόταση του Σόιμπλε για αφαίρεση εξουσιών από την Κομισιόν πιθανότατα ήταν ένα πολιτικό μήνυμα προς τον Γιούνκερ.
Η Γερμανία και η Γαλία διεξάγουν γενικές εκλογές στο 2017, κάτι που μειώνει τις πιθανότητες κάποιας δραστικής αλλαγής κατεύθυνσης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Συνεπώς, ούτε η Γερμανία ούτε η Γαλλία θα δουν τις πρόσφατες προτάσεις τους να υλοποιούνται βραχυπρόθεσμα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα ενισχύσει τις εξουσίες επιβολής της ούτε θα δημιουργήσει μια ένωση μεταβιβάσεων, εκτός και αν τα κράτη μέλη θεωρήσουν ότι θα έχουν κάτι ως αντάλλαγμα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μια ομοσπονδία, είναι όμως μια συμφωνία μεταξύ εθνών-κρατών, που σημαίνει πως η ενοποίηση της Ευρώπης μπορεί να συνεχιστεί μόνο αν όλες οι εμπλεκόμενες χώρες νομίζουν πως μπορούν να επωφεληθούν από αυτήν. Χωρίς να φαίνονται στον ορίζοντα οφέλη από την περαιτέρω ενοποίηση, η διατήρηση του status quo είναι το περισσότερο που μπορούν να ελπίζουν τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Άννα Φαλτάιτς
anna@euro2day.gr
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είδε την αλλαγή ως μια ευκαιρία για έναν πιο εξέχοντα ρόλο στις υποθέσεις της Ευρώπης. Στα τέλη του 2014 οι Βρυξέλλες αποφάσισαν να δώσουν σε Γαλλία και Ιταλία περισσότερο χρόνο για να πετύχουν τους δημοσιονομικούς τους στόχους. Στις αρχές του 2015, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ έγινε ένα από τα ελάχιστα φιλικά πρόσωπα που βρήκε η ελληνική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές της Αθήνας. Και τα δυο αυτά περιστατικά ανησύχησαν τη Γερμανία. Ξαφνικά, οι Βρυξέλλες ήταν υπερβολικά κοντά στη Μεσογειακή Ευρώπη και στα συμφέροντά της, και υπερβολικά μακριά από το όραμα του Βερολίνου για ένα ευρωπαϊκό μπλοκ που θα βασίζεται στην αυστηρή επιβολή των κανόνων.
Όμως η αμφισβήτηση του ρόλου της Κομισιόν, είναι μέρος μόνο μιας μεγαλύτερης διαμάχης στην Ευρώπη: την διαμάχη ως προς το πώς θα πρέπει να είναι το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χώρες της Βόρειας Ευρώπης θέλουν να αποτρέψουν το ευρωπαϊκό μπλοκ από το να μετατραπεί σε μια ένωση μεταβιβάσεων στην οποία ο πλούτος του Βορρά διανέμεται στον Νότο. Χώρες της Νότιας Ευρώπης θέλουν να αποτρέψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση από το να γίνει ένας άκαμπτος θεσμός στον οποίον τα βόρεια μέλη επιβάλουν πολιτικές στα νότια μέλη.
Οι διαμάχες αυτές έγιναν ξεκάθαρες την περασμένη εβδομάδα, όταν η Γαλλία πρότεινε τη δημιουργία ενός κοινοβουλίου της ευρωζώνης με έναν προϋπολογισμό της ευρωζώνης, και η Γερμανία αντέδρασε προτείνοντας τη θέσπιση ενός υπουργού Οικονομικών της ευρωζώνης που θα έχει εξουσία να παρεμβαίνει στους εθνικούς προϋπολογισμούς. Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί ανησυχούν για τις συνέπειες της ελληνικής κρίσης, όμως η αποτίμησή τους για το πρόβλημα είναι διαφορετική. Το ίδιο και οι προτάσεις τους για την επίλυσή της. Το Παρίσι φοβάται πως η Γερμανία είναι πρόθυμη να προκαλέσει ασφυξία σε έναν «αντάρτη» για να αποτρέψει την μετατροπή της Ευρώπης σε μια ένωση μεταβιβάσεων, ενώ το Βερολίνο ανησυχεί πως οι κανόνες της ΕΕ για το έλλειμμα και το χρέος έχουν γίνει άσχετοι.
Το Βερολίνο έχει δυο επιτακτικές ανάγκες-κλειδιά σε ότι αφορά την Ευρώπη: Χρειάζεται να προστατεύσει την συμφωνία ελεύθερου εμπορίου για να εξασφαλίσει αγορές για τις εξαγωγές της και να διατηρήσει μια σφαίρα επιρροής στην Ευρώπη, όμως χρειάζεται επίσης να προστατεύσει τον εθνικό της πλούτο. Για ιστορικούς λόγους, η Γερμανία πρέπει να είναι πολύ προσεκτική στην επιδίωξη αυτών των κάπως αντικρουόμενων συμφερόντων. Οι γείτονές της θα αντιδρούσαν έντονα αν αντιλαμβάνονταν τις ενέργειες της Γερμανίας ως μια προσπάθεια να ελέγξει την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο Σόιμπλε μοιράζονται αυτές τις επιτακτικές ανάγκες, όμως έχουν ελαφρώς διαφορετικές προσεγγίσεις. Η καγκελάριος ενδιαφέρεται να προστατεύσει την πολιτική και οικονομική επιρροή στην Ευρώπη και ο υπουργός Οικονομικών επικεντρώνεται στην ενίσχυση και διατήρηση της νομισματικής ένωσης. Η συνθηκολόγηση της Ελλάδας θεωρήθηκε νίκη για τον Σόιμπλε, αλλά πιθανότατα ήταν μια μεγαλύτερη νίκη για τη Μέρκελ. Ωστόσο, η συμπεριφορά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής –μαζί με ορισμένες πολιτικές της ΕΚΤ, όπως το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης- πάνε την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια κατεύθυνση που ανησυχεί τόσο τον Σόιμπλε όσο και τη Μέρκελ.
Η Γερμανία δεν χρειάζεται να ενεργήσει αμέσως. Η ανεργία της βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό και η οικονομία της αναπτύσσεται με αποδεκτούς ρυθμούς. Οι γερμανοί ψηφοφόροι είναι επιφυλακτικοί ως προς την χορήγηση βοήθειας στην Ελλάδα, όμως το συντηρητικό κόμμα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης είναι η δημοφιλέστερη πολιτική δύναμη στη χώρα. Η Γαλλία και η Ιταλία επικρίνουν τη Γερμανία όμως είναι πολύ αδύναμες για να αμφισβητήσουν την ηγεσία της στην Ευρώπη. Η Γερμανία ανησυχεί με τα πρόσφατα γεγονότα στην Ευρώπη, όμως η οικονομική σταθερότητά της προς το παρόν δεν κινδυνεύει. Θα χρειαζόταν μια σοβαρή οικονομική πτώση για να λάβει η Γερμανία μια δραστική απόφαση όπως η αποχώρησή της από τη νομισματική ένωση ή η προώθηση μέτρων που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν μεγάλες χώρες όπως η Γαλλία ή η Ιταλία.
Σε τελική ανάλυση, το Βερολίνο απέχει πολύ από το σημείο καμπής, όμως η Ελληνική κρίση το έφερε ένα βήμα πιο κοντά. Επιπλέον, είναι καλοκαίρι στην Ευρώπη και τα περισσότερα κοινοβούλια είναι κλειστά, το οποίο σημαίνει πως οι ηγέτες και στις δυο πλευρές του Ρήνου έχουν περιθώριο να κάνουν τολμηρές προτάσεις για το μέλλον της Ευρώπης. Η υποτιθέμενη πρόταση του Σόιμπλε για αφαίρεση εξουσιών από την Κομισιόν πιθανότατα ήταν ένα πολιτικό μήνυμα προς τον Γιούνκερ.
Η Γερμανία και η Γαλία διεξάγουν γενικές εκλογές στο 2017, κάτι που μειώνει τις πιθανότητες κάποιας δραστικής αλλαγής κατεύθυνσης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Συνεπώς, ούτε η Γερμανία ούτε η Γαλλία θα δουν τις πρόσφατες προτάσεις τους να υλοποιούνται βραχυπρόθεσμα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα ενισχύσει τις εξουσίες επιβολής της ούτε θα δημιουργήσει μια ένωση μεταβιβάσεων, εκτός και αν τα κράτη μέλη θεωρήσουν ότι θα έχουν κάτι ως αντάλλαγμα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μια ομοσπονδία, είναι όμως μια συμφωνία μεταξύ εθνών-κρατών, που σημαίνει πως η ενοποίηση της Ευρώπης μπορεί να συνεχιστεί μόνο αν όλες οι εμπλεκόμενες χώρες νομίζουν πως μπορούν να επωφεληθούν από αυτήν. Χωρίς να φαίνονται στον ορίζοντα οφέλη από την περαιτέρω ενοποίηση, η διατήρηση του status quo είναι το περισσότερο που μπορούν να ελπίζουν τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Άννα Φαλτάιτς
anna@euro2day.gr