07 Μαΐου 2015

Για το δικαίωμα στη μνήμη


Η λήθη και η μνήμη δεν μπαίνουν σε ζυγαριά έστω και αν πρόκειται να ζυγιστούν σε ζυγαριές ακριβείας. Από αυτές που ζυγίζουν τα χιλιοστά των χιλιοστών ουσιών για τις οποίες ένα λάθος στη μέτρηση μπορεί να στοιχίσει ανθρώπινες ζωές. Λήθη και μνήμη δεν μπορούν να ζυγιστούν, γιατί ενώ είναι κάτι το ρευστό, μια πνοή του αέρα που πάει κι έρχεται, διογκώνοντας το έλασσον και ελαχιστοποιώντας το μείζον, έχουν μεγάλο βάρος για το πριν και το μετά της ζωής μας.Οταν παίρνεις το μονοπάτι της λήθης πρέπει να προσέξεις τα αγκάθια που σου τρυπάνε τα χέρια, τις πέτρες που σου καρφώνουν τα πόδια, την τραχύτητα του τοπίου που μουλιάζει την καρδιά σου, όχι δεν είναι δάκρυα αυτά που τρέχουν, είναι η υγρασία που έχει μαζευτεί στα αγκάθια και τις πέτρες που δεν μπορούν να ζήσουν στο άνυδρο τοπίο. Και να πάρεις όμως το μονοπάτι της μνήμης, πάλι μουλιάζει η καρδιά. Δεν είναι τότε οι πέτρες και τα αγκάθια η αιτία, αλλά η λάσπη που μαζεύτηκε μέσα στα πηγάδια, λάσπη που θόλωσε τα νερά, θόλωσε τις εικόνες, τόσο που οι μορφές έπαψαν πια να ξεχωρίζουν. Χωρίς πρόσωπο περιμένουν μπας και γίνουν τουλάχιστον σκόνη.

Το 1989 η τότε Οικουμενική Κυβέρνηση πήρε μια αδιανόητη για μένα απόφαση. Αποφασίστηκε να καούν οι φάκελοι, που κατά τεκμήριο στην πλειονότητά τους αφορούσαν το πρόσωπο και τη δράση δημοκρατικών πολιτών που είχαν διωχθεί στην περίοδο από τον εμφύλιο μέχρι και τη χούντα. Φυσικά, οι ίδιοι φάκελοι αποδείκνυαν και την ενοχή των χαφιέδων που τους είχαν καταρτίσει και υποβάλει αρμοδίως σε μια καταπιεστική εξουσία. Και συνεπώς το «κάψιμο» συνιστούσε μια πράξη ολικής διαγραφής που περιελάμβανε θύματα αλλά και θύτες που με τον τρόπο αυτό οι τελευταίοι όχι μόνον έμεναν ατιμώρητοι, πράγμα κατανοητό σε μια λογική κατάσβεσης των παθών, αλλά και ικανοί, εάν το ήθελαν, να συνεχίσουν το θεάρεστο έργο τους. Ας προσθέσω ακόμη δύο στοιχεία: Πρώτον ότι από το κάψιμο εξαιρέθηκαν οι φάκελοι προσώπων με ιστορική σημασία, των οποίων την ιστορικότητα ή μη προφανώς όρισαν κάποια ανώνυμα και ανεύθυνα «αρμόδια» όργανα. Και, δεύτερον, υπάρχει πάντα η υποψία μήπως πριν από την καύση των φακέλων κάποιοι – φέρ’ ειπείν ημέτερες είτε ξένες μυστικές υπηρεσίες- πιθανώς κράτησαν αντίγραφα για περαιτέρω θεάρεστο χρήση.

Επειδή η λήθη και η μνήμη δεν μπορούν να ζυγιστούν για να προκύψει άλλος ένας καθησυχαστικός μέσος όρος, άλλη μία απομείωση ή και διαγραφή ενός άυλου -αλλά με υλικές συνέπειες- χρέους, ομολογώ ότι την απόφαση της οικουμενικής κυβέρνησης του 1989 δεν μπόρεσα ποτέ να την καταλάβω. Το περίφημο κάψιμο των φακέλων τη μοιραία εκείνη χρονιά ερχόταν για να σβήσει υποτίθεται τα ίχνη του εμφυλίου και της αδιανόητης χούντας που τον συνέχισε, να βάλει ένα τέλος στις επώδυνες μνήμες, να λευτερώσει ανθρώπους από την αγωνία του αποδιοπομπαίου τράγου. Ομως όλα αυτά και πολλά άλλα δεν σβήνουν με ένα κάψιμο. Το αντίθετο μάλιστα. Μπορεί και να φουντώσουν.

Η διαγραφή της μνήμης είναι ένα σύνηθες όχημα της κάθε λογής εξουσίας, η οποία, για να κρατήσει υποχείριό της τον άνθρωπο, του την παρουσιάζει ως μία ανώδυνη υποτίθεται διαδικασία. Ομως οι φάκελοι δεν είναι μόνον υλικό της συλλογικής ιστορίας. Είναι και τεκμήριο της προσωπικής ιστορίας του καθενός. Είναι ένα από τα στοιχεία που μας επιτρέπουν να επαναλαμβάνουμε μαζί με τον Ζαν Αμερί, που είχε βιώσει τη φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων, όσα γράφει στο βιβλίο του «Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση»: «Ημουν παρών. Ας μην τολμήσει κανείς(…), όσο ξύπνιος και αν είναι, να μου αναπτύξει τις στρεβλές θεωρίες του: Για όποιον υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας είναι πέρα για πέρα ανόητες». Το άνοιγμα όσο το δυνατόν περισσότερων φακέλων συμβάλλει στο να ξεπεράσουμε τις ανούσιες θεωρίες δίνοντας τον λόγο σε έναν πολιτικό στοχασμό θεμελιωμένο στο βίωμα.