04 Μαΐου 2015

Το κόστος της αφέλειας και ο δρόμος προς την κόλαση…

Πριν το Κυπριακό πρέπει να λύσει το... πρόβλημα με τον ΕρντογάνΤου Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη-Έχουμε λοιπόν μπροστά μας μια πορεία επίλυσης του κυπριακού προβλήματος που ταυτίζεται με την επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού και του κυπριακού λαού ως νομίμων κατοίκων στο σύνολό τους, με την επιβίωση του κυπριακού κράτους, που αποτελεί μέχρι σήμερα τη μοναδική ασπίδα προστασίας του κυπριακού Ελληνισμού

Ο μεγάλος πολιτικός του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, ο πατέρας της νίκης Ουίνστον Τσόρτσιλ, συνήθιζε να λέει αναφερόμενος σε πολιτικά αφελείς και ιδεοληπτικούς συμπατριώτες του το γνωστό «ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις». Η αντίληψη αυτή δεν διαμορφώνεται τυχαία, ούτε και πρόκειται για μια έκφραση ανθρώπου, ο οποίος στη ζωή του δεν έχει καλές προθέσεις, αλλά στο γεγονός ότι η πολιτική διαμορφώνεται επί τη βάσει άλλων όρων, προϋποθέσεων, δεδομένων και στόχων και η οποία δεν έχει καμία σχέση με τη φιλία ή την καλή διάθεση των ανθρώπων να είναι ανθρώπινοι και εν γένει αγαθοί προς τους συνανθρώπους τους. Αφορά στο γεγονός ότι η έννοια της πολιτικής είναι ταυτισμένη με τα συμφέροντα, γιατί ακριβώς η εκπροσώπηση των κρατών και των κοινωνιών είναι έκφραση συλλογικών συμφερόντων.


Ο Βρετανός Πρωθυπουργός Τσάμπερλεν υπέγραψε το Σύμφωνο του Μονάχου με τον Χίτλερ παραχωρώντας του το δικαίωμα επέμβασης στην Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία, αγνοώντας το δεδομένο της επιθετικής διάστασης που είχε το Τρίτο Ράιχ. Όπως ο ίδιος ο Τσώρτσιλ δήλωσε μετά την άφιξη του Τσάμπερλεν στο Λονδίνο, ο βρετανικός λαός θα πρέπει να ετοιμάζεται για έναν μεγάλο πόλεμο, γιατί ακριβώς, όπως μας διδάσκει ο Θουκυδίδης, η μικρή παραχώρηση δημιουργεί μείζονα απειλή. Αυτό εκλαμβάνεται ως φόβος και αδυναμία από έναν αντίπαλο επεκτατικών διαθέσεων. Ακόμα, ας θυμηθούμε τη συμφωνία ειρήνης του σκληροπυρηνικού Ισραηλινού Πρωθυπουργού Menachem Begin με τον Αιγύπτιο ομόλογό του, Anwar Sadat, το 1979, όπου τα συμφέροντα των δύο χωρών συνέκλιναν στη συμφωνία ειρήνης και συνεργασίας, δίνοντας τέλος σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο μεταξύ τους με αμοιβαίο όφελος.

Στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει, ο Μουσταφά Ακιντζί είναι πιστεύουμε πραγματικά ένας άνθρωπος της ειρήνης, θέλει να επιτευχθεί μια λύση για το καλό της Κύπρου. Δεν είναι, όμως, μόνος. Εκπροσωπεί το σύνολο του πληθυσμού της κατεχόμενης Κύπρου, είναι εκφραστής πολλών συμφερόντων, τα οποία πρέπει να εξισορροπεί, κυρίως όμως το ερώτημα που τίθεται συνίσταται στο πόσο ανεξάρτητος είναι ή μπορεί να είναι απέναντι στην Άγκυρα; Ο Πρόεδρος της Κύπρου είναι απολύτως ανεξάρτητος από την Αθήνα, μπορεί να αποφασίσει για τη λύση του Κυπριακού απλώς ενημερώνοντας την Αθήνα, η οποία και θα συμφωνήσει.

Η Άγκυρα, αντιθέτως, είχε από τη δεκαετία του '50 και σήμερα ακόμη περισσότερο εξακολουθεί να έχει γεωστρατηγικά συμφέροντα ελέγχου της Κύπρου. Κανείς Ακιντζί δεν μπορεί να πείσει την Άγκυρα για το αντίθετο, μόνο εάν ξεσηκώσει τους Τουρκοκύπριους σε διαρκείς εκδηλώσεις εναντίον της Άγκυρας, διεκδικώντας μια ευρωπαϊκή λύση για την Κύπρο, που σημαίνει δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες για όλους, τόσο για τις εθνικές συλλογικότητες, όσο και για τα άτομα. Κυρίως όμως πρέπει να απαιτήσει αυτό που ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς έθεσε ως ουσιαστική προϋπόθεση για τη λύση του Κυπριακού: την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και την κατάργηση των συνθηκών εγγυήσεως.

Το λάθος της ελληνοκυπριακής πλευράς συνίσταται στο γεγονός ότι η ηγεσία της, μη έχοντας σχέδιο για την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας και την επίλυση του Κυπριακού, επαφιέμενη στη γνωστή καραμέλα της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας ενθουσιάζεται και αντιδρά κατά τρόπο ανεπίτρεπτα συναισθηματικό, καλλιεργεί ψευδαισθήσεις, δημιουργώντας ένα θετικό κλίμα στον διεθνή περίγυρο για την ηγεσία της κατεχόμενης Κύπρου, όπου, όπως έγινε και με την περίπτωση του Ταλάτ, μετά δεν μπορεί να μαζευτεί αυτό και το κόστος της εικόνας του μετριοπαθούς και διαλλακτικού ηγέτη παραμένει σ' εμάς, εφόσον δεν θα μπορέσουμε να βρούμε εκείνο το πλαίσιο λύσης που επιτρέπει στην Κύπρο να διεκδικήσει τη βιωσιμότητα και τη λειτουργικότητα της λύσης που θα μπορούσε να συμφωνηθεί.

Εκείνο που πρέπει να αντιληφθούμε σήμερα είναι ότι το Κυπριακό δεν είναι υπόθεση του Ακιντζί, ούτε των καλών του προθέσεων, είναι υπόθεση της Άγκυρας, η οποία πρέπει να υποστεί τη διεθνή πίεση για να υποχρεωθεί η Τουρκία να συμβάλει ουσιαστικά και καθοριστικά σε μια δημοκρατική και ευρωπαϊκή λύση για την Κύπρο. Η Κύπρος δεν μπορεί να ενδιαφέρεται για οποιαδήποτε λύση, ούτε και η απόδοση της Αμμοχώστου από μόνη της θα σήμαινε την αποκατάσταση του δικαίου στην Κύπρο.

Η απόδοση της Αμμοχώστου θα μπορούσε να ήταν, εφόσον δεν τίθεται σε πλαίσιο λύσης, η εκδήλωση των πραγματικά καλών προθέσεων της Άγκυρας να συμβάλει στην επίλυση του Κυπριακού. Αυτό θα ήταν μια καλή αφετηρία. Όμως εκείνο που ενδιαφέρει, όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά και όλους τους κατοίκους της Κύπρου, είναι η οικοδόμηση ενός κοινού κράτους, το οποίο θα μπορούσε να είναι ομοσπονδιακό, αλλά όχι διζωνικό, όμως δημοκρατικό, όπου το κράτος δικαίου και το ευρωπαϊκό σύστημα πολιτικής και δικαίου, δηλαδή τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ελευθερίες, θα αποτελούσαν το βασικό υπόβαθρο οικοδόμησης ενός μοντέρνου, σύγχρονου κρατικού οικοδομήματος.

Έχουμε λοιπόν μπροστά μας μια πορεία επίλυσης του κυπριακού προβλήματος που ταυτίζεται με την επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού και του κυπριακού λαού ως νομίμων κατοίκων στο σύνολό τους, με την επιβίωση του κυπριακού κράτους, που αποτελεί μέχρι σήμερα τη μοναδική ασπίδα προστασίας του κυπριακού Ελληνισμού. Επομένως σχεδιάζουμε το μέλλον με βάση τα συμφέροντά μας ως Ελληνισμού και ως Κύπρου και όχι με βάση τις προσωπικές μας προτιμήσεις ή συναισθηματικές εκτιμήσεις, που είναι καλοδεχούμενες μόνο για ένα ποτήρι κρασί και μια καλή παρέα και όχι για την προβολή και εκπροσώπηση των συμφερόντων του κράτους.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Παντείου Πανεπιστημίου